Ο Θεός στην Ελληνική θρησκεία

Βλάσης Γ. Ρασσιάς: «Ο Θεός στην Ελληνική θρησκεία», από: diipetes.blogspot (2012), τελευταία πρόσβαση: 9η ισταμένου Μαιμακτηριώνος 3/699ης Ολυμπιάδος / 05.11.«2019». Αρχική πηγή: Βλάσης Γ. Ρασσιάς, «Θύραθεν»: Φιλοσοφικό Λεξικό, Αθήνα: Ανοιχτή Πόλη, 2006. [Κείμενο/επιστολή από την επίσημη ιστοσελίδα του περιοδικού του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών «ΔΙΙΠΕΤΕΣ». Αναδημοσίευση με τη ρητή άδεια του Γενικού Γραμματέα του ΥΣΕΕ Βλάση Γ. Ρασσιά.]

Θύραθεν - Thyrathen
Θύραθεν – Thyrathen

Θεός, πληθ.Θεοί (βοιωτ. Θιός, δωρ. Σιός): Ένα επίθετο (βλ. κατωτέρω) προσδιορισμού των τελείων όντων, των αναδυθέντων εκ του Όντος δι΄απλής πληθύνσεως του εαυτού του σε επιμέρους οντότητες (ως «πεπληθυσμένον Έν») και άρα διατηρούντων (αφού δεν έχουν ποτέ αποκοπεί εκ της δημιουργού αιτίας) όλες τις ιδιότητες αυτού, δηλαδή Αθανασία, Απεραντοσύνη και Γνώση. Οι Θεοί αποτελούν την νοητική ουσία του Σύμπαντος, η οποία εκδηλούται σε πλήθος, οργανωμένα, συστηματικά, ομοιόμορφα, αυτενεργά, πολύπλευρα επαναληπτικά και νομοτελειακά. Οι Θεοί εκπροσωπούν το Είναι, την Ευταξία, την Αιωνιότητα και τη Μακαριότητα του Όντος, ως άφθαρτες και αναλοίωτες εικόνες αυτού, περιρρεούν/διαρρέουν δε απροσκόπτως όλον τον υλικό κόσμο και επιδρούν επάνω του δυναμικώς. Ως λειτουργοί των ιερών Μυστηρίων της ζωής, συμμετέχουν στην αειγενεσία, δηλαδή στην συνεχή σύνθεση και αποσύνθεση των μορφών, μη εμπλεκόμενοι ωστόσο σε ζώνες δράσεως άλλων Θεών. Οι Θεοί δρουν ανελλιπώς, υπόκεινται στην Νομοτέλεια (βλ.λ.) του φυσικού Κόσμου και υπηρετούν τους νόμους αυτού και φυσικά δεν «αποσύρονται», δεν «συνενούνται εις ένα πρόσωπο», δεν «αντικαθίστανται», δεν «παύουν να υπάρχουν», δεν «νικώνται», συμφώνως προς τις ορέξεις ή τις προσδοκίες ασεβών θνητών ή οργανωμένων συστημάτων ασεβείας.

Περί του αριθμού των Θεών, δέον να σημειωθεί εδώ, ότι οι προσδιορισμοί «Εν» και «Μονάς» έχουν δια τους Έλληνες συγκριτική μόνον αριθμητική υπόσταση και προϋποθέτουν την ύπαρξη πλήθους, ομοίως προς το «μηδέν» της συγχρόνου εσφαλμένης αντιλήψεως, η υπόστασις του οποίου θεωρείται εντελώς άτοπος και παράλογος στην Ελληνική Κοσμοαντίληψη. Οι Θεοί αποτελούν την πρώτη ενεργό πλήθυνση του Όντος, το οποίο καταχρηστικώς μόνον μπορεί να αποκληθεί «Θεός», γι’ αυτό και η Θεολογία είναι διάφορος της Οντολογίας, η δε μεταξύ τους σύγχυση καλλιεργείται σκοπίμως υπό των λεγομένων «μονοθεϊστών» δια να παρασύρουν τους τελούντες σε καθεστώς άγνοιας ή αφέλειας. Οι Θεοί, όπως και το Ον («Θεός»), είναι άνευ γένους, τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, δίκαιοι, απρόσωποι, πάνσοφοι, αιώνιοι, αϋλοι αλλά και διϋλικοί, αμετάβλητοι, άπειροι, συνεκτικοί. Ο λανθασμένος προσδιορισμός των Θεών ως πρόσωπα (βλ.λ) δεν είναι παρά μία συναισθηματική, βουλητική και ενορατική προβολή του φοβισμένου για την φθαρτότητά του και εντελώς απροθύμου να συμφιλιωθεί με το Σύμπαν ανθρώπου, ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός», είναι που εφηύρε την θέση, ότι δήθεν αποτελεί πρόσωπο (βλ.λ.) ο Θεός. Όμως «ο Θεός δεν μπορεί να είναι πρόσωπο. Το πρόσωπο έχει κατ’ ανάγκην όρια, είναι επομένως περιορισμένο» (κατά την πολύ καλή διατύπωση του ακαδημαϊκού, πολιτικού και καθηγητού της Φιλοσοφίας του Δικαίου, Κων/νου Τσάτσου).

Κατά τον Ακαδημεικό Σπεύσιππο («Όροι»), ο κάθε Θεός ορίζεται, ως Ον αθάνατο και αυτάρκες ως προς την ευδαιμονία του, αιωνία Ουσία και αιτία της φύσεως του Αγαθού («ΖΩΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ, ΑΥΤΑΡΚΕΣ ΠΡΟΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΝ. ΟΥΣΙΑ ΑΪΔΙΟΣ, ΤΗΣ Τ’ΑΓΑΘΟΥ ΦΥΣΕΩΣ ΑΙΤΙΑ»). Ως προς την ρίζα του όρου, ο Ηρόδοτος (2.52) μαρτυρεί ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι διότι συνέθεσαν τα φυσικά πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο («ΕΘΥΟΝ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΤΕΡΟΝ ΟΙ ΠΕΛΑΣΓΟΙ ΘΕΟΙΣΙ ΕΠΕΥΧΟΜΕΝΟΙ, ΩΣ ΕΓΩ ΕΝ ΔΩΔΩΝΗι ΟΙΔΑ ΑΚΟΥΣΑΣ, ΕΠΩΝΥΜΙΗΝ ΔΕ ΟΥΔ’ ΟΥΝΟΜΑ ΕΠΟΙΕΥΝΤΟ ΟΥΔΕΝΙ ΑΥΤΩΝ, ΟΥ ΓΑΡ ΑΚΗΚΟΕΣΑΝ ΚΩ. ΘΕΟΥΣ ΔΕ ΠΡΟΣΩΝΟΜΑΣΑΝ ΣΦΕΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΤΟΙΟΥΤΟΥ, ΟΤΙ ΚΟΣΜΩι ΘΕΝΤΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΣΑΣ ΝΟΜΑΣ ΕΙΧΟΝ»), ενώ και ο Στωϊκός θεολόγος Κορνούτος περιγράφει τους Θεούς στο σημαντικό βιβλίο του «Επιδρομή τών κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν Παραδεδομένων», ως «ΘΕΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΑΣ ΤΩΝ ΓΙΝΟΜΕΝΩΝ» (μία εκ των μεγαλύτερων καταστροφών του ανθρωπίνου νοητικού είναι η πονηρή μετατροπή αυτού του επιθέτου «Θεός» σε ουσιαστικό, για να περιγράψει τον ανύπαρκτο «μοναδικό», «προσωπικό», εξωκοσμικό Θεό τών λεγομένων «μονοθεϊστών», Ιαχωβά). Η ετυμολόγηση εκ του «θέειν», την οποία επιχειρεί ο Πλάτων (με παραδειγμα τον Ήλιο και την Σελήνη) είναι όχι μόνον μεταγενεστέρα αλλά και ασθενούς εγκυρότητος, αφού εξυπηρετεί απλώς την γνωστή αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως «Θεών» υπό όλης την πυθαγορο-πλατωνικής φιλοσοφικής «γραμμής» (με την επιπρόσθετο πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του αριθμού, ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), ακόμη δε και υπό του Αριστοτέλους στα πρώτα του έργα και φυσικά υπό των Νεοπλατωνικών και Νεοπυθαγορείων.

Ο Ηράκλειτος ταυτίζει τον Θεό με τον Λόγο του Κόσμου (αποσπ. Β1, 2, 50 και 72), με το «Σοφόν» (Β32, 41 και 108, βλ.λ), τον Θείο Νόμο (Β 114), το Πυρ (Β30, 31, 64, 66, 90) και (στο Β64) με τον «Κεραυνό» (βλ.λ.) και εμμέσως πλην σαφώς τον ορίζει ως παγκόσμιο τάξη και Νομοτέλεια, μέτρο και αναλογία των πραγμάτων, καθώς και πρώτη αρχή, αρμονία και ενότητα του Κόσμου. Μία εκ των ιδιοτήτων των Θεών ορίζεται υπό του Ξενοφάνους η σφαιρικότης («ΟΥΣΙΑΝ ΘΕΟΥ ΣΦΑΙΡΟΕΙΔΗ, ΜΗΔΕΝ ΟΜΟΙΟΝ ΕΧΟΥΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΩΙ»). Κατά τον Σωκράτη, οι Θεοί είναι πανταχού παρόντες και γνωρίζουν κάθε τι που λέγεται ή ενεργείται, καθώς και το Αγαθόν, συνεπώς ο άνθρωπος οφείλει να προσεύχεται εις αυτούς αποκλειστικώς για το τελευταίο και όχι για διάφορα υλικά αγαθά. Ο Αριστοτέλης ορίζει τον Θεό ως «Πρώτη Αιτία» της τάξεως που υπάρχει στον Κόσμο και της κινήσεως που παρατηρείται εντός αυτού, ορίζοντας τον ως «ΟΥΣΙΑ ΑΪΔΙΟΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ» («Μετά τα Φυσικά» Λ 7.1073a4), καθώς και «ΠΡΩΤΟΝ ΚΙΝΟΥΝ ΑΚΙΝΗΤΟΝ» και «ΝΟΗΣΙΝ ΝΟΗΣΕΩΣ». Κατά τους Στωϊκούς, οι Θεοί «εγεννήθησαν» εκ «πληθύνσεως» του Ενός, ως επεκτάσεις του Ηγεμονικού (βλ.λ) του Λόγου/Πύρινης δημιουργικής Πνοής, που διαποτίζει τα πάντα. Όπως διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος (7,147) αυτή η πηγή των Θεών, Θεός και η ιδία «είναι Ον αθάνατο, λογικό, τέλειο ή εύδαιμον, ανεπίδεκτο πάσης κακίας και προνοητικό για τον Κόσμο και τα εντός του πράγματα, αν και δεν είναι ανθρωπόμορφο, είναι δε δημιουργός και πατήρ των πάντων και ως τέτοιος επίσης απλώνει τα τμήματά του μέσα στα πάντα, που προσονομάζονται με πολλά ονόματα συμφώνως προς τις φυσικές δυνάμεις. Διότι το ονομάζουν Δία επειδή διά μέσου αυτού ανεδύθησαν τα πάντα, και το ονομάζουν Ζήνα επειδή είναι η αιτία του ζήν ή επειδή δια της ζωής γίνεται διακριτό. Αθηνάν δε το αποκαλούν επειδή επεκτείνει στον αιθέρα το Ηγεμονικό (συνείδησή) του, Ήραν δε επειδή το επεκτείνει στον αέρα και Ήφαιστον επειδή το επεκτείνει στο τεχνικόν πύρ και Ποσειδώνα επειδή το επεκτείνει στο υγρό στοιχείο και Δήμητρα επειδή το επεκτείνει στη γή. Με όμοιο τρόπο απέδωσαν δε και τα άλλα ονόματα σύμφωνα με την οικειότητα της κάθε θεότητας».

(«ΘΕΟΝ Δ’ ΕΙΝΑΙ ΖΩΙΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ, ΛΟΓΙΚΟΝ, ΤΕΛΕΙΟΝ Η ΝΟΕΡΟΝ ΕΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ, ΚΑΚΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΝ, ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝ ΚΟΣΜΩΙ, ΜΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΝΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΝ, ΕΙΝΑΙ ΔΕ ΤΟΝ ΜΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΝ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΚΑΙ ΩΣΠΕΡ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΝΤΩΝ ΚΟΙΝΩΣ ΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟ ΔΙΗΚΟΝ ΔΙΑ ΠΑΝΤΩΝ, Ο ΠΟΛΛΑΙΣ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑΙΣ ΠΡΟΣΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ. ΔΙΑ ΜΕΝ ΓΑΡ ΦΑΣΙ ΔΙ’ΟΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΖΗΝΑ ΔΕ ΚΑΛΟΥΣΙ ΠΑΡ’ ΟΣΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝ ΑΙΤΙ’ΟΣ ΕΣΤΙΝ Η ΔΙΑ ΤΟΥ ΖΗΝ ΚΕΧΩΡΗΚΕΝ. ΑΘΗΝΑΝ ΔΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΑΙΘΕΡΑ ΔΙΑΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥ, ΗΡΑΝ ΔΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΑΕΡΑ, ΚΑΙ ΗΦΑΙΣΤΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟΝ ΠΥΡ, ΚΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΤΟ ΥΓΡΟΝ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΓΗΝ. ΟΜΟΙΩΣ ΔΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑΣ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑΣ ΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΙΝΟΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΟΣ ΑΠΕΔΟΣΑΝ»).

Κατά τους Επικουρείους, η φύση των Θεών (οι οποίοι είναι πανταχού παρόντες αλλά, ως μη πρόσωπα, δεν υφίστανται ως συμπαγείς και ξεχωριστές οντότητες, βλ. Κικέρων, «De Natura Deorum» 1,48 κ.ε) είναι τέτοια, που γίνεται αντιληπτή μόνον δια του νοός και ποτέ διά των αισθήσεων (Κικέρων ως άνω). Κατά τον Επίκουρο και τους οπαδούς του, οι Θεοί, παρ’ όλο που δεν προνοούν για την πορεία του Κόσμου αναμφιβόλως υπάρχουν («ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΕΣΤΙΝ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΥΤΩΝ»), καθώς έχουμε δι’ αυτούς ολοφάνερο γνώση, είναι σε ό, τι αφορά την φύση τους κατανοήσιμοι δια της λογικής («ΛΟΓΩι ΘΕΩΡΗΤΟΙ»), δεν είναι όμως αυτοί όπως τους φαντάζονται οι πολλοί μέσω των ψευδών φαντασιώσεών τους. Οι Θεοί, όντα με «αιθέρια ουσία», είναι υπερβατικοί και εντελώς αμέτοχοι στα ζητήματα των θνητών (διότι το «υπέρτατα εύδαιμον» ή «μακάριον» και «αθάνατον», τα πραγματικά δηλαδή γνωρίσματα των Θεών, βλ. «Προς Μενοικέα» 123, δεν συμβιβάζονται με ανάμειξη στις υποθέσεις των θνητών), διαβιούν εντός μίας διαρκούς μακαριότητος στα λεγόμενα «Μετακόσμια» (χώρους διαρκούς αταραξίας, ευδαιμονίας και γαλήνης, πέραν ή μεταξύ των φθαρτών και συνεχώς μεταμορφουμένων εκδηλωθέντων Κόσμων) και δεν ενδιαφέρονται να τιμωρούν ή ν’ ανταμείβουν θνητούς για τις κακές ή καλές πράξεις τους. Κατά την επικούρειο διατύπωση, ασεβής δεν είναι αυτός που απορρίπτει τους Θεούς των αδαών πολλών, αλλά εκείνος, που αποδίδει σε αυτούς ιδιότητες, τις οποίες τους προσάπτουν οι πολλοί αδαείς. Οι προσευχές ή οι κάθε είδους απόπειρες δωροδοκίας των Θεών είναι καθαρή ανοησία, γιατί οι Θεοί δεν μπορούν να συμμετέχουν στον μικρονοϊκό κόσμο της ανθρωπίνης Επιθυμίας: «εάν ο Θεός απεφάσιζε ποτέ να εισακούσει τις προσευχές των ανθρώπων, θα ήσαν όλοι προ πολλού χαμένοι, καθώς ζητούν διαρκώς πάρα πολλά πράγματα, τα οποία είναι βλαβερά για τους ομοίους τους». Για τους Επικουρείους, «οι Θεοί δεν μοιράζουν αγαθά, είναι απλησίαστοι και αδιάφοροι δι’ εμάς, απαθείς απέναντι στον Κόσμο…. ανεπηρέαστοι από τα καλά και τα κακά» (επικούρεια διατύπωση, την οποία διασώζει ο Σένεκας).

Κατά τους Νεοπυθαγορείους, οι Θεοί και οι άνθρωποι έχουν συγγένεια μεταξύ τους, καθότι και ο άνθρωπος μετέχει στην θερμότητα των Θεών, για τον λόγο δε αυτόν ο Θεός προνοεί για τον άνθρωπο (Αλέξανδρος Πολυίστωρ, «ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ» σε Διογένη Λαέρτιο, 8, 26 − 27). Κατά τους Νεοπλατωνικούς, ο αμετάβλητος, αρχέγονος, ασώματος και απόλυτος Θεός, μία απόλυτος ταυτότης του Είναι και του Νοείν, είναι ταυτόσημος του Ενός, της Μονάδος, της Υπάρξεως, της Υποστάσεως, καθώς και του Αγαθού, υπ’ αυτού δημιουργείται δε δι’ «απορροών» (βλ.λ.) η Φύση («Ουσία»), διαβαθμισμένη αναλόγως της αποστάσεως της εξ αυτού, καθώς προϊούσης της απορροής, αυτή καθίσταται ολοένα και ασθενεστέρα (καθιστώντα με την σειρά της και ατελέστερα τα όντα που δημιουργεί). Και στην συγκεκριμένη (νεοπλατωνική) θεολογία, ο Θεός υπάρχει εντός όλων των δημιουργημάτων του («σύνεστι»), όπως υπογραμμίζει στις «Εννεάδες» ο Πλωτίνος, και επ’ ουδενί μπορεί να νοηθεί αυτός ως εξωκοσμικός: «ΟΥΔΕΝΟΣ ΕΣΤΙΝ ΕΞΩ, ΟΥΤΕ ΚΕΙΤΑΙ ΠΟΥ ΕΡΗΜΩΣΑΣ ΤΑ ΑΛΛΑ, ΑΛΛΑ ΠΑΣΙΝ ΣΥΝΕΣΤΙ». Ο Πλωτίνος ορίζει τον Θεό δίχως μορφή ή σχήμα, εγκατεστημένο άνωθεν του Νοός και άνωθεν όλου του Νοητού Κόσμου.

Βλάσης Ρασσιάς, «Θύραθεν» Φιλοσοφικό Λεξικό (Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη)