ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΙ

Ευστάθιος Κεφάλας: «Πυθαγόρειοι», από: eleysis69 (Θρησκεία Ελλήνων), τελευταία πρόσβαση: 10n Ισταμένου Γαμηλιώνος του 4ου έτους της 698ης Ολυμπιάδος / 9. Ιανουαρίου «2017». [Αναδημοσίευση με την άδεια του διαχειριστή της σχετικής ιστοσελίδας.]

«Οι Πυθαγόρειοι έλεγαν ότι ολόκληρη η φυσική δημιουργία συγκρατείται από τους αριθμούς και ότι όλα τα δημιουργήματα της Φύσης έχυν συγκροτηθεί με βάση τους αριθμούς και ότι αυτοί οι αριθμοί είναι μεθεκτοί εκ των κατώτερων όντων, όπως ακριβώς και όλα τα εγκόσμια Είδη είναι μεθεκτά εκ των κατωτέρων τους. Εύλογα, λοιπόν, και ο Πλατωνικός “Τίμαιος”, μόλις αρχίζει, ξεκινά από τους αριθμούς και χρησιμοποιεί τους αριθμούς που μπορούν να αριθμηθούν και όχι εκείνους τους ίδιους τους αριθμούς στους οποίους αυτοί μετέχουν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η μονάδα, η δυάδα και η τριάδα και άλλο πράγμα το ένα το δύο και το τρία. Γιατί τα πρώτα είναι απλά και καθένα τους είναι αυτούσιο, ενώ τα δεύτερα συμετέχουν σε εκείνα. Επομένως δεν υποστηρίζει ορθά ο Αριστοτέλης ότι οι ουθαγόρειοι συμπεριελάμβαναν τους αριθμούς στα αισθητά. Γιατί πως μπορούν να το κάνουν αυτό όσοι υμνούσαν τον αριθμό ως “πατέρα μακάρων και ανδρών” και την “τετρακτύν” ως “πηγή της αέναης Φύσης[1]. »[2]

Επίσης :

«Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι τα πάντα γεννιούνται από τους πρώτους και ηγετικούς αριθμούς και ότι όλα τα εγκόσμια λαμβάνουν υπόσταση από τους τρείς Θεούς. Ένδειξη αυτών των Θεών περιέχουν η μονάδα, η δυάδα και η τριάδα, ώστε πρέπει να ξεικινήσει από αυτές και να έχει τον νου του σε αυτές όποιος πρόκειται να γίνει μελετητής της Φύσης. Επιπλέων, τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων έχουν μελετηθεί και από άλλους, όμως το τελικό, το υποδειγματικό και το δημιουργικό αίτιο έχουν εξεταστεί ειδικά από εκείνους. Αυτά, λοιπόν, τα αίτια δηλώνονται με τους εν λόγω αριθμούς. Το τελικό με την μονάδα, γιατί είναι επικεφαλής των αριθμών, στη θέση του Αγαθού. Το υποδειγματικό με τη δυάδα, γιατί η ετερότητα των όντων διαχώρησε τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων. Επειπλέον, η δυάδα είναι αρχή της τετράδας των νοητών υποδειγμάτων. Το δημιουργικό, τέλος, αίτιο δηλώνεται με την τριάδα. Γιατί ο νους ταιριάζει στην τριάδα, καθώς είναι τρίτος από το όντως ΟΝ με ενδιάμεση την ζωή, ή τρίτος από τον πατέρα με ενδιάμεση την δύναμη, ή τρίτος από το νοητό με ενδιάμεση την νόηση. Γιατί όποια σχέση έχει η μονάδα προς την δυάδα, την ίδια σχέση έχει το όντως ΟΝ προς την ζωή, ο πατέρας προς την δύναμη, και το νοητό προς την νόηση. Και όποια σχέση έχει η δυάδα προς την τριάδα, την ίδια σχέση έχει η ζωή, η δύναμη και η νόηση προς τον νου. Επιπλέον όλα τα θεία υπάρχουν σε όλα τα θεία και είναι ενωμέμα μεταξύ τους, ώστε να είναι και όλοι οι θεοί μέσα σε έναν και καθένας τους μέσα σε όλους και να συγκρατούνται με την θεία φιλία. Και ο Σφαίρος που υπάρχει εκεί περιέχει την μία ένωση των θεών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Σωκράτης, έχοντας κατά νου το θείο, κάνει αρχή από την κοινωνία και την ομόνοια και σε αυτήν καλεί και τους άλλους. Εξαλλου, και η παράθεση γεύματος και η συμμετοχή σε γεύμα είναι λέξεις που ταιριάζουν στους Θεούς, και εξίσου στους εγκόσμιους θεούς. Γιατί ανεβαίνουν μαζί με τους ανεξάρτητους θεούς σε “σε γεύμα και γιορτή”, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Φαίδρο, 247.a, και το τραπέζι την ημέρα της γεννήσεως της Αφροδίτης παρατίθεται από τον μεγάλο Δία. Ανάλογα, λοιπόν, ζητά και ο Σωκράτης να συμβαίνουν ανάμεσα και στα μέλη της παρέας του και να κοινωνίσουν μεταξύ τους τις περί τα θεία νοήσεις. Και δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Τίμαιος και φιλοξενεί τους άλλους και φιλοξενείται από αυτούς, επειδή και από τους θεολόγους έχουν εξυμνηθεί μεταδόσεις και ανταλλαγές των δυνάμεων, καθώς τα θεία συμπληρώνουν το ένα το άλλο και συμπληρώνονται το ένα από το άλλο. Έτσι και από τους Φοιβόληπτους ποιητές ακούσαμε ότι οι θεοί φιλεύουν αλλήλους με τις νοητικές ενέργειές τους ή με τις προνοητικές πράξεις τους στο σύμπαν : “εκείνοι με χρυσά κύπελλα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν, κοιτάζοντας την πόλη των Τρώων”. Αν, μάλιστα, γνωρίζουν και νοούν ο ένας τον άλλον, “γιατί οι θεοί δεν είναι άγνωστοι ο ένας στον άλλον”, και αν το νοητό είναι τροφή του νοητικού, σύμφωνα με τον χρησμό, είναι φανερό ότι και η ανταλλαγή φιλοξενίας υπάρχει πρώτα στους θεούς και οι σοφότεροι άνθρωποι, μιμούμενοι και σε αυτό τους θεούς, μεταδίδουν ο ένας στον άλλο γενναιόδωρα τις νοήσεις τους[3]

Έτσι οι Πυθαγόρειοι μοιμούμενοι τους Θεούς :

  • «έθεταν την Φιλία και την ομονοητική[4] ζωή ως σκοπό ολόκληρης της φιλοσοφίας τους[5], εξ ου και «αυτή ο Σωκράτης στον “Τίμαιο” την έχει προβάλει πριν από όλα αποκαλώντας τον Τίμαιο φίλο.»[6] Aλλά και ο Πλάτων στους “Νόμους” λέγει ότι : «Θα βρούμε λοιοπόν την πρώτη (=καλύτερη) πόλη, πολιτεία (πολίτευμα), και νόμους εκεί που ισχύει το παλιό γνωμικό το οποίο λέει ότι τα αγαθά των φίλων είναι κοινά. Δεν ξέρω βέβαια αν υπάρχει ή θα υπάρξει κάποτε μια κοινωνία, όπου τα πάντα θα ανήκουν σε όλους – κοινές γυναίκες, κοινά παιδιά και αγαθά αλλά σε μία τέτοια πολή η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Τα πάντα θα είναι στην διάθεση όλων, ακόμα και εκείνα που από την φύση τους αποτελούν ιδιοκτησία κάθε ανθρώπου, όπως τα όμματα ή τα ώτα ή τα χέρια, με την έννοια ότι όλοι οι πολίτες βλέπουν, ακούνε και ενεργούν από κοινού επιβάλλουν τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στην πόλη και είναι οι καλύτεροι που μπορούν να υπάρξουν. Σε μια τέτοια πόλη κατοικούν είτε Θεοί είται παίδες θεών και η ζωή όλων όσων έχουν τέτοιους νόμους είναι στ’ αλήθεια ευφραινόμενοι. Επομένως, δεν χρειάζεται να ψάξουμε αλλού για να βρούμε πιο υποδειγματικό πολίτευμα από αυτό. Αν πραγματοποιηθούν όσα είπαμε, θα το κάνουν αθάνατο και δεύτερο σε αξία.»[7] Άλλωστε : «η τελειότητα επέρχεται στις ψυχές μέσω της φιλίας και της (επι)κοινωνίας με τα ενάρετα ήθη, πράγμα που φρόντιζαν ιδιαιτέρως οι Πυθαγόρειοι, κάνοντας σκοπό της ζωής τους την καθαρώτατη φιλία.»[8] Μιας και «η αληθινή φιλία είναι χαρακτηριστικό των ίδιων των Θεών και των ανώτερων από εμάς γενών, και φτάνει στις αγαθέ ψυχές.»[9] Όμως «Οφείλουμε να ξέρουμε ότι η είναι μεν πράγμα σεβαστό και πολύτιμο, χρειάζεται όμως ζωή πρέπουσα στους θεούς και νοητική. Διότι για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση μεταξύ των Θεών με τη νοητική ζωή και τον, κατά Εμπεδοκλή, νοητό θεό, τον οποίο εκείνος αποκαλεί συνήθως “Σφαίρο”.»[10] Αλλά και ο Πρόκλος λέγει ότι : «Τελικός σκοπός της άριστης πολιτείας είναι η ένωση, όπως βέβαια και της συστάσεως του Κόσμου, και πριν από τον Κόσμο τούτο το Ένα. Διότι η ομοιότητα ανήκει στην συστοιχία του Ενός. Εξ ου και όλα τα στοιχεία που λαμβάνουν την πρόοδό τους παράγονται μέσως της ομοιότητας από τα οικεία του αίτια, και όλα όσα επιστρέφουν προς τις αρχές επιστρέφουν μέσω της ομοιότητας λόγω του πόθου τους για το Ένα. Διότι αυτό που δεν μπόρεσε να παραμείνει στο Ένα αποδέχεται το όμοιο ως συγγενικό προς το Ένα. Η αρμονία επίσης και ο ρυθμός, των οποίων προϊστανται οι Μούσες, έχουν την ύπαρξή τους μέσααπο την ομοιότητα. Για τούτο βέβαια δεν δημιουργούν όλοι οι λόγοι ρυθμούς ή αρμονίες, αλλά αυτοί της ομοιότητας επιμόριοι και πολλαπλάσιοι. Οι πολυσχιδής και πολυσύνθετος χαρακτήρας των άλλων λόγων είναι ξένος προς τους μουσικούς λόγους. Σε αλληλουχία λοιπόν προς τις δικές τους ενέργειες και προς τα δώρα που προσφέρουν στον Κόσμο, οι Μούσες ανήγαγαν τη διχοστασία στην ανομοιότητα και την φιλία στην ομοιότητα της ζωής. Και ο ίδιος άλλωστε ο ιερός αριθμός των Μουσών ανήκει στη φύση της ταυτότητας και της ομοιότητας, διότι είναι τετράγωνος παραγώμενος από τον πρώτο περιττό και τέλειο, που προσδιορίζεται από τρείς τριάδες, και δεν είναι μόνο τέλειος, αλλά τέλειος ως προς όλες τις αναφορές του, συνδεδεμένος με τη μονάδα από την οποία προήλθε και σπεύδοντας και αυτός να είναι ένα καινούριο ένα.»[11]

  • «θεωρούσαν ότι οι συμφωνίες, τις οποίες έκαναν ανάμεσά τους, έπρεπε να παραμένουν σε αυτούς σταθερές.»[12] : εξ ου και ο Σωκράτης στην αρχή του “Τίμαιο” αναζητά και ρωτά που είναι το τέταρτο πρόσωπο που υπήρχε στην συνάντηση της “Πολιτείας”.

  • «Ασπάζονταν την κοινοκτημοσύνη στις ανακαλύψεις των δογμάτων και τα συγγράματα του ενός ήταν κοινά όλων[13] : «Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Σωκράτης, στον “Τίμαιο” καλώντας τους ίδιους να γίνουν διαιτυμόνες και εστιάτορες, πληρούντες και πληρομενους, διδάσκοντες και μανθάνοντες.»[14] : Και βέβαια «ο Πλάτων μέσω της ίδιας της μίμησης των τέλειων ανδρών μας σκαιγραφεί τα πρότυπα των καθηκόντων, πρότυπα που έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση από αυτά που εμπεριέχονται σε ξερούς κανόνες. Γιατί η μίμηση διαμορφώνει τη ζωή των ακροατών σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου της. Με αυτά, λοιπόν, δηλώνει με το τι θα χορτάσει ο φιλόσοφος. Με την ακρόαση των λόγων και ποιο θα θεωρήσει ότι είναι το αληθινό γεύμα. Όχι αυτό που έχουν πιστέψει οι περισσότεροι – γιατί αυτό είναι ζωώδες -, αλλά αυτό που χορτένει τον άνθρωπο που έχουμε μέσα μας. Για αυτό και χρησιμοποιείται συχνά από τον Πλάτωνα το ρήμα “φιλεύω” για τα λόγια. “Ή μήπως είναι φανερό ότι ο Λυσίας σας φίλεψε με λόγια” (βλ. “Φαίδρος, 227.b”) και “Μόνο εσείς οι δυο φιλευτείται και σε εμάς μην δώσετε” (βλ. “Λυσίας, 211.c-d”).»[15]

  • «πρέσβεβαν την φυσική επικοινωνία, την επικοινωνία των φυσικών όντων, τόσο εν τη γενέσει, με βάση την οποία όλα καθίστανται ρητά και συμμετρικά μεταξύ τους, όσο και την εν τοις ουρανίοις. Γιατί και εκείνα μεταδίδουν το ένα στο άλλο τις δυνάμεις τους[16] Εξ ου και σχολιάζοντας τα λόγια του Σωκράτης του “Τίμαιου, 17.a” που λέγει : «Φυσικά, και κατά δύναμη δε θα παραλείψουμε τίποτα. Γιατί δεν θα ήταν δίκαιο, ενώ χτές φιλευτήκαμε από εσένα με όσα φιλέματα ήταν πρέπον, να μη σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία με προθυμία εμείς οι υπόλοιποι», ο Πρόκλος εξηγεί πως : «Φυσικά δηδάγματα που πρέπει να πάρουμε από αυτό το χωρίο είναι τα εξής : πρώτον, η ανταπόδοση των λόγων αποτελεί εικόνα της επικοινωνίας και της ανταλαγής των δυνάμεων στα έργα της Φύσης. Λόγω της ανταλαγής αυτής όλα έχουν συμπαραταχτεί και συντελούν στην μία αρμονία του σύμπαντος. Δεύτερον, οι ενέργειες της Φύσης εναλλάσσονται, καθώς κάθε φορά το ένα ή το άλλο αίτιο προκαλεί το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Με αυτό μοιάζει η ανταπόδοση της φιλοξενίας στον χτεσινό οικοδεσπότη. Θεολογικά δόγματα είναι τα εξής : το δημιουργικό αίτιο προχωρά μέσα από όλα και συμπληρώνει τα πάντα και αποκόπτει κάθε έλλειψη με τη δύναμή του και την γόνιμη αφθονία του, με βάση την οποία δεν αφήνει τίποτα στερημένο από τον εαυτό του. Γιατί χαρακτηρίζεται από επλερπληρότητα, επάρκεια και πλήρη τελειότητα. Αλλά και η ανταπόδοση της φιλοξενίας είναι παρμένη από την φιλοξενία των μύθων για τους θεούς, με βάση την οποία οι θεοί χαιρετούν ο ένας τον άλλον, “εκείνοι με χρυσά κύπελα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν” λέγει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα, Δ’ 4”. Μάλιστα πληρούνται με νέκταρ κοντά στον μέγιστο Δία. Και δεν έχει ειπωθεί απλά “να σου αντιδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνθεστιᾶν)” αλλά να “να σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνταφεστιᾶν)”. γιατί το “αποδίδω” συμπεριλαμβάνει την ολοκληρωτική αποπληρωμή της φιλοξενίας. Αυτό παρατηρείται και στα καθολικότερα όντα. Γιατί και οι φαινόμενες διακοσμίσεις (=Κόσμοι) με την κορυφαία καταλληλότητά τους προσκαλούν τις αφανείς δυνάμεις, και εκείνες λόγω της αφθονίας της αγαθότητά τους τις/τους τελειοποιούν και αυτές/αυτούς, και συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και η μετάδοση της τελειότητας γίνται ανταπόδοση της πρόσκλησης. Επιπλέον, η πραγματοποίηση όλων αυτών σύμφωνα με το “δίκαιο” αποτελεί εικόνα της Δίκης/Δικαιοσύνης που μαζί με τον Δία τακτοποιεί τα πάντα, το δε “πρέπον” αποτελεί εικόνα της αιτίας που φωτίζει το σύμπαν με το κάλλος του δημιουργού, και τα “φιλέματα” είναι εικόνα της ανταλλαγής που είναι καθορισμένη σύμφωνα με τις θείες ιδιότητες. Γιατί καθένα θείο έχει δικές του δυνάμεις και ενέργειες. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο Σωκράτης φίλεψε τον Τίμαιο με τους λόγους της φιλοσοφίας του, έτσι και ο καθένας από τους θεούς ενεργώντας με βάση τις δικές του δυνάμεις συντελεί στη μια και ανώτερη πρόνοια του δημιουργού για το σύμπαν[17]

Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] –23η Μεταγειτνιώνος του 1-ου έτους της 698-ης Ολυμπιάδας (1/9/2013).


[1] Βλ. Πυθαγορεικά “Χρυσά έπεη, 47-48” :

Carmen aureum 47 ` to Carmen aureum 48 ναὶ μὰ τὸν ἁμετέραι ψυχᾶι παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως.

[2] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.21 – 1.16.25» :

in Ti 1.16.21 ` to in Ti 1.17.4 τοῖς ἀριθμοῖς πᾶσαν τὴν φυσικὴν ποίησιν ἔλεγον συνέχεσθαι, καὶ κατ᾽ ἀριθμοὺς συνεστάναι πάντα τὰ δημιουργήματα τῆς φύσεως, εἶναι δὲ τοὺς ἀριθμοὺς τούτους μετεχομένους, ὥσπερ καὶ πάντα τὰ ἐγκόσμια εἴδη μεθεκτά ἐστιν. εἰκότως ἄρα καὶ ἀρχόμενος ὁ λόγος διὰ τῶν ἀριθμῶν πρόεισι καὶ ἀριθμοῖς χρῆται τοῖς ὡς ἀριθμητοῖς, ἀλλ᾽ οὐκ αὐτοῖς ἐκείνοις, ὧν καὶ οὗτοι μετέχουσιν· ἄλλο γὰρ μονὰς δυὰς τριάς, ἄλλο τὸ εἷς δύο τρεῖς· τὰ μὲν γὰρ ἁπλᾶ καὶ αὐτὸ ἕκαστον, τὰ δὲ μετέχοντα ἐκείνων, καὶ οὐκ ἄρα ὀρθῶς <Ἀριστοτέλης> λέγων, ὅτι τοὺς ἀριθμοὺς ἐν τοῖς αἰσθη τοῖς οἱ ἄνδρες ἐτίθεντο· πῶς γάρ; οἱ τὸν ἀριθμὸν ὑμνοῦν τες <πατέρα μακάρων καὶ ἀνδρῶν> καὶ τὴν <τετρακτὺν> <παγὰν ἀενάου φύσεως>; ἐπεὶ δ᾽ οὖν φυσικὸς ὁ διάλογος, ἀπὸ τῶν μετεχομένων ἀριθμῶν πεποίηται τὴν πρώτην ἐπιβολήν, οἷοι δή εἰσιν οἱ φυσικοὶ πάντες.

[3] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.10 – 1.18.28» :

in Ti 1.17.10 ` to in Ti 1.18.28 διὰ τῶν πρώτων καὶ ἡγεμονικῶν ἀριθμῶν πάντα ἐγέννων οἱ ἄνδρες, καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν θεῶν πᾶσι τὴν ὑπόστασιν ἐδίδοσαν τοῖς ἐγκοσμίοις. τούτων ἔνδειξιν ἔχουσιν ἥ τε μονὰς καὶ ἡ δυὰς καὶ ἡ τριάς, ὥστε ἀπ᾽ αὐτῶν ἄρχεσθαι δέον καὶ πρὸς αὐτὰς βλέπειν τὸν ἐσόμενον τῆς φύσεως θεατήν. ἔτι τὰ μὲν συν αίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων καὶ παρ᾽ ἄλλοις ἐτεθεώρητο, τὸ δὲ τελικὸν καὶ παραδειγματικὸν καὶ ποιητικὸν ἰδίως παρ᾽ αὐτοῖς ἐξητάζετο. ταῦτ᾽ οὖν τὰ αἴτια διὰ τῶν ἐκκειμένων ἀριθμῶν δηλοῦται, τὸ μὲν τελικὸν διὰ τῆς μονάδος· ἐν τἀγαθοῦ γὰρ τάξει προέστηκε τῶν ἀριθμῶν· τὸ δὲ παραδειγματικὸν διὰ τῆς δυάδος· ἡ γὰρ ἑτερότης τῶν ὄντων διέκρινε τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας τῶν ὅλων· ἔτι δὲ καὶ ἡ δυὰς ἀρχὴ τῆς τετρακτύος ἐστὶ τῶν νοητῶν παραδειγμάτων· τὸ δὲ ποιητικὸν σημαίνεται διὰ τῆς τριάδος· οἰκεῖος γὰρ ὁ νοῦς τῇ τριάδι, τρίτος ὢν ἀπὸ τοῦ ὄντος διὰ μέσης τῆς ζωῆς, ἢ ἀπὸ τοῦ πατρὸς διὰ τῆς δυνάμεως, ἢ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ διὰ τῆς νοήσεως· ἀνάλογον γὰρ ὡς μονὰς πρὸς δυάδα, οὕτως τὸ ὂν πρὸς τὴν ζωήν, καὶ ὁ πατὴρ πρὸς τὴν δύναμιν, καὶ τὸ νοητὸν πρὸς τὴν νόησιν· ὡς δὲ δυὰς πρὸς τριάδα, ἥ τε ζωὴ πρὸς τὸν νοῦν καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ νόησις. ἔτι τὰ θεῖα πάντα ἐν πᾶσίν ἐστι καὶ ἥνωται ἀλλήλοις, ὡς εἶναι καὶ πάντας ἐν ἑνὶ καὶ ἐν πᾶσιν ἕκαστον καὶ διὰ τῆς θείας φιλίας συνέχεσθαι· καὶ ὁ ἐκεῖ <Σφαῖρος> [Emped. frg. 27D.] τὴν μίαν ἕνωσιν περιέχει τῶν θεῶν. εἰκότως ἄρα καὶ ὁ Σωκράτης εἰς τὸ θεῖον βλέπων κοινωνίας καὶ ὁμονοίας προκατάρχει καὶ εἰς ταύ την καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλεῖ. καὶ μὴν καὶ ἡ ἑστίασις καὶ ἡ δαὶς προσήκοντά ἐστιν ὀνόματα τοῖς θεοῖς καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς ἐγκοσμίοις· συνανίασι γὰρ τοῖς ἀπολύτοις θεοῖς <ἐπὶ δαῖτά τε καὶ θοίνην>, ὥς φησιν ὁ ἐν τῷ <Φαίδρῳ Σωκράτης> [247.a ], καὶ ἡ ἑστίασις ἡ ἐν τοῖς γενεθλίοις τῆς Ἀφροδίτης παρὰ τῷ μεγάλῳ γίγνεται Διί. ταῦτα δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἀνάλογον ἀξιοῖ γίγνεσθαι περὶ αὐτούς, νοήσεων θείων κοινωνοῦντας ἀλλήλοις. καὶ οὐδὲν θαυμαστόν, εἰ καὶ Τίμαιος ἑστιᾷ τοὺς ἄλλους καὶ ἑστιᾶται παρ᾽ αὐτῶν, ἐπεὶ καὶ παρὰ τοῖς <θεολόγοις> μεταδόσεις εἰσὶ δυνάμεων ὑμνημέναι καὶ μετουσίαι, πληρούντων τε ἄλληλα τῶν θείων καὶ πληρουμένων ὑπ᾽ ἀλλήλων· οὕτω γὰρ καὶ παρὰ τοῖς <φοιβολήπτοις ποιηταῖς> ἠκούσαμεν, ὅτι δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοὶ ταῖς νοεραῖς ἐνεργείαις ἢ ταῖς προνοητικαῖς εἰς τὸ πᾶν ποιήσεσι· <τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι δειδέχατ᾽ ἀλλήλους Τρώων πόλιν εἰσορόωντες> [Δ 4]. εἰ δὲ καὶ γιγνώσκουσιν ἀλλήλους καὶ νοοῦσιν· <οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται> [ε 79]· τροφὴ δὲ τὸ νοητὸν τῷ νοοῦντι κατὰ τὸ <λόγιόν> ἐστι, δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἀνταφεστιᾶν πρώτως ἐν τοῖς θεοῖς, καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ σοφώτεροι μιμούμενοι καὶ ταύτῃ τοὺς θεοὺς μεταδιδόασιν ἀλλήλοις ἀφθόνως τῶν οἰκείων ἕκαστοι νοήσεων.

[4] «το ιδιαίτερο έργο της δικαιοσύνης, και καμίας άλλης τέχνης, είναι να δημιουργεί φιλία μέσα στις πόλεις.»

-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, 409.d.4 – 409.d.6.» —-

Clit 409.d.4 ` to Clit 409.d.6 τὸ τῆς δικαιοσύνης ἴδιον ἔργον, ὃ τῶν ἄλλων οὐδεμιᾶς, φιλίαν ἐν ταῖς πόλεσιν ποιεῖν.

«η όντως φιλία δηλώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια με τη λέξη ομόνοια.»

-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, .» —-

Clit 409.e.3 ` to Clit 409.e.4 τὴν δὲ ὄντως καὶ ἀληθῶς φιλίαν εἶναι σαφέστατα ὁμόνοιαν.

[5] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.27 – 1.15.28» :

in Ti 1.15.27 ` to in Ti 1.15.28 τὴν φιλίαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι σκοπὸν ἐτίθεντο πάσης τῆς ἑαυτῶν φιλοσοφίας καὶ τὴν ὁμονοητικὴν ζωήν·

[6] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.28 – 1.15.30» :

in Ti 1.15.28 ` to in Ti 1.15.30 ταύτην δὴ καὶ ὁ Σωκράτης πρὸ πάντων προβέβληται φίλον τὸν Τίμαιον ἀποκαλῶν.

[7] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 739.b.8 – 739.e.3» :

Leg 739.b.8 ` to Leg 739.e.3 Πρώτη μὲν τοίνυν πόλις τέ ἐστιν καὶ πολιτεία καὶ νόμοι ἄριστοι, ὅπου τὸ πάλαι λεγόμενον ἂν γίγνηται κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν ὅτι μάλιστα· λέγεται δὲ ὡς ὄντως ἐστὶ κοινὰ τὰ φίλων. τοῦτ᾽ οὖν εἴτε που νῦν ἔστιν εἴτ᾽ ἔσται ποτέ— κοινὰς μὲν γυναῖκας, κοινοὺς δὲ εἶναι παῖδας, κοινὰ δὲ χρή ματα σύμπαντα—καὶ πάσῃ μηχανῇ τὸ λεγόμενον ἴδιον πανταχόθεν ἐκ τοῦ βίου ἅπαν ἐξῄρηται, μεμηχάνηται δ᾽ εἰς τὸ δυνατὸν καὶ τὰ φύσει ἴδια κοινὰ ἁμῇ γέ πῃ γεγονέναι, οἷον ὄμματα καὶ ὦτα καὶ χεῖρας κοινὰ μὲν ὁρᾶν δοκεῖν καὶ ἀκούειν καὶ πράττειν, ἐπαινεῖν τ᾽ αὖ καὶ ψέγειν καθ᾽ ἓν ὅτι μάλιστα σύμπαντας ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς χαίροντας καὶ λυπου μένους, καὶ κατὰ δύναμιν οἵτινες νόμοι μίαν ὅτι μάλιστα πόλιν ἀπεργάζονται, τούτων ὑπερβολῇ πρὸς ἀρετὴν οὐδείς ποτε ὅρον ἄλλον θέμενος ὀρθότερον οὐδὲ βελτίω θήσεται. ἡ μὲν δὴ τοιαύτη πόλις, εἴτε που θεοὶ ἢ παῖδες θεῶν αὐτὴν οἰκοῦσι πλείους ἑνός, οὕτω διαζῶντες εὐφραινόμενοι κατοι κοῦσι· διὸ δὴ παράδειγμά γε πολιτείας οὐκ ἄλλῃ χρὴ σκοπεῖν, ἀλλ᾽ ἐχομένους ταύτης τὴν ὅτι μάλιστα τοιαύτην ζητεῖν κατὰ δύναμιν.

[8] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Α’, 677.24 – 677.29» :

in Prm 677.24 ` to in Prm 677.29 διὰ φιλίας καὶ κοινωνίας τῶν σπουδαίων ἠθῶν ἡ τελειότης προσγίγνεται ταῖς ψυχαῖς, περὶ ἣν οἱ Πυθαγόρειοι διαφερόντως ἐσπούδαζον, τέλος ποιούμενοι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς τὴν καθαρωτάτην φιλίαν•

[9] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.13 – 113.15 :

in Alc 113.13 ` to in Alc 113.15 ἡ ἀληθινὴ φιλία καὶ τῶν θεῶν ἐστὶν αὐτῶν καὶ τῶν κρειττόνων ἡμῶν γενῶν, ἥκει δὲ καὶ εἰς ψυχὰς τὰς ἀγαθάς·

[10] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.17 – 113.21 :

in Alc 113.17 ` to in Alc 113.21 δέον δὲ γιγνώσκειν, ὅτι σεμνὸν μὲν καὶ τίμιον ἡ φιλία ἐστί, δεῖται δὲ ζωῆς θεοπρεποῦς καὶ νοερᾶς· ἐπεὶ καὶ τὴν πρώτην ἐν τοῖς θεοῖς ὑπέστη καὶ τῇ νοερᾷ ζωῇ καὶ τῷ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα νοητῷ θεῷ· «<2σφαῖρον>2» δὲ αὐτὸν ἐκεῖνος εἴωθεν ἀποκαλεῖν.

[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, (Β’[συνέχεια], 2.80.6 – 2.80.28) :

in R 2.80.6 ` to in R 2.80.28 ΜΕ. Τέλος ἐστὶν τῆς ἀρίστης πολιτείας ἡ ἕνωσις, ὥσπερ δὴ καὶ τοῦ κόσμου τῆς συστάσεως, καὶ πρὸ τοῦδε τοῦ κόσμου τὸ ἕν. καὶ γὰρ ἡ ὁμοιότης τῆς τοῦ ἑνός ἐστι συστοιχίας· διὸ καὶ πάντα τὰ προϊόντα δι᾽ ὁμοιότητος ἀπὸ τῶν οἰκείων αἰτίων παράγεται, καὶ πάντα τὰ ἐπιστρέφοντα πρὸς τὰς ἀρχὰς δι᾽ ὁμοιότητος ἐπιστρέφει πόθῳ τοῦ ἑνός· τὸ γὰρ ἐν τῷ ἑνὶ μεῖναι μὴ δυνηθὲν τὸ ὅμοιον ὡς συγγενὲς ἀσπάζεται πρὸς τὸ ἕν. καὶ ἡ ἁρμονία δὲ καὶ ὁ ῥυθμὸς δι᾽ ὁμοιότητος ἔχουσιν τὴν ὕπαρξιν, ὧν αἱ Μοῦσαι προεστᾶσιν· ὅθεν δὴ καὶ οὐ πάντες λόγοι ῥυθμοὺς ποιοῦσιν ἢ ἁρμονίας, ἀλλ᾽ οἱ τῆς ὁμοιότητος ὄντες ἐπιμόριοι καὶ πολλαπλάσιοι· τὸ δὲ πολυσχιδὲς τῶν ἄλλων λόγων καὶ πολυσύνθετόν ἐστι τῶν μουσικῶν λόγων ἀλλότριον. ἑπομένως ἄρα ταῖς ἑαυτῶν ἐνεργείαις αἱ Μοῦσαι καὶ τοῖς δώροις, οἷς δωροῦνται τὸν κόσμον, εἰς τὴν ἀνομοιότητα τὴν στάσιν ἀνήγαγον καὶ αὖ τὴν φιλίαν εἰς τὴν ὁμοιότητα τῆς ζωῆς· ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ὁ τῶν Μουσῶν ἱερὸς ἀριθμὸς τῆς ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου φύσεώς ἐστιν, ἐκ τοῦ πρώτου περιττοῦ καὶ τελείου τετράγωνος ὤν, ἐν τρισὶ τριάσιν ἀφωρισμένος, καὶ οὐ μόνον τέλειος ὤν, ἀλλὰ κατὰ πάντα τέλειος, εἴς τε τὴν μονάδα συνελισσόμενος, ἀφ᾽ ἧς προῆλθεν, καὶ ἓν νέον εἶναι καὶ αὐτὸς ἐπειγόμενος. καὶ ἔστω καὶ ἡμῖν τοῦτο τέλος τῆς τοῦ λόγου τῶν Μουσῶν ἐπιβλέψεως ἐπὶ τὸ ἓν ἀναγαγοῦσι τὴν θεωρίαν.

[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.30 – 1.15.31» :

in Ti 1.15.30 ` to in Ti 1.15.31 τὰς ὁμολογίας ᾤοντο χρῆναι βεβαίας αὐτοῖς διαμένειν, ἃς πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦντο·

[13] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.1 – 1.16.3» :

in Ti 1.16.1 ` to in Ti 1.16.3 τὴν κοινωνίαν ἠσπάζοντο τὴν ἐν ταῖς εὑρέσεσι τῶν δογμάτων, καὶ τὰ ἑνὸς συγγράμματα κοινὰ πάντων ἦν·

[14] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.3 – 1.16.6» :

in Ti 1.16.3 ` to in Ti 1.16.6 τοῦτο καὶ ὁ Σωκράτης βεβαιοῖ τοὺς αὐτοὺς δαιτυμόνας καὶ ἑστιάτορας γίγνεσθαι παρακαλῶν, πληροῦντάς τε καὶ πληρουμένους, διδάσκοντας καὶ μανθά νοντας.

[15] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.8 – 1.16.19» :

in Ti 1.16.8 ` to in Ti 1.16.19 ὁ δὲ Πλάτων δι᾽ αὐτῆς τῆς μιμήσεως τῶν ἀρίστων ἀνδρῶν τοὺς τῶν καθηκόντων ἡμῖν ὑπογράφει τύπους, οἳ πολὺ τὸ δραστικώτερον ἔχουσι τῶν ἐν κανόσι ψιλοῖς ἀποκειμένων· διατίθησι γὰρ ἡ μίμησις τὰς τῶν ἀκουόντων ζωὰς κατὰ τὴν ἑαυτῆς ἰδιότητα. περὶ τίνα οὖν ὁ φιλόσοφος μάλιστα πλεονάσει, δηλοῖ διὰ τούτων· ὅτι περὶ τὴν τῶν λόγων ἀκρόασιν· καὶ τίνα ἡγήσεται θοίνην εἶναι ἀληθινήν· ὅτι οὐχ ἣν οἱ πολλοὶ ἥγηνται—ζωώδης γάρ—ἀλλὰ τὴν ἑστιῶσαν τὸν ἐν ἡμῖν ἄνθρωπον. διὸ καὶ πολὺ παρ᾽ αὐτῷ τὸ ἑστιᾶσθαι ἐπὶ τῶν λόγων· ἢ <δῆλον, ὅτι τῶν λόγων ὑμᾶς Λυσίας εἱστία> [Phaedr. 227.B]; καὶ <ὑμεῖς μόνω ἑστιάσεσθον, ἡμῖν δὲ οὐ μεταδίδοτον> [Lys. 211.D].

[16] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.4 – 1.17.7» :

in Ti 1.17.4 ` to in Ti 1.17.7 ἔτι τὴν φυσικὴν κοινωνίαν οἱ ἄνδρες ἐπρέσβευον, τήν τε ἐν τῇ γενέσει, καθ᾽ ἣν πάντα ῥητὰ καὶ σύμμετρα ἀλλήλοις ἀποτελεῖται, καὶ τὴν ἐν τοῖς οὐρανίοις· μεταδίδωσι γὰρ ἀλλήλοις καὶ ἐκεῖνα τῶν οἰκείων δυνάμεων.

[17] in Ti 1.25.8 ` to in Ti 1.26.8 φυσικὰ δὲ τὸ τὴν ἀντίδοσιν τῶν λόγων εἰκόνα φέρειν τῆς ἐν τοῖς φυσικοῖς ἔργοις κοινωνίας τῶν δυνάμεων καὶ ἀμοιβῆς, δι᾽ ἣν πάντα συντέτακται καὶ εἰς τὴν μίαν ἁρμονίαν συντελεῖ τοῦ παντός, καὶ τὸ κατὰ χρόνον ἐξαλλάττεσθαι τὰς τῆς φύσεως ἐνεργείας, νῦν μὲν ἄλλων, νῦν δὲ ἄλλων ποιούντων εἰς ἄλλα καὶ ἄλλα· τούτοις γὰρ ἔοικε τὸ ἀνταφεστιᾶν τὸν ἑστιάσαντα χθές. θεολογικὸν δὲ τὸ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον διὰ πάντων προϊέναι καὶ πάντα πληροῦν καὶ πᾶσαν ἔλλειψιν ἀποκόπτειν διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως καὶ τῆς γονίμου περιουσίας, καθ᾽ ἣν οὐδὲν ἀφίησιν ἔρημον ἑαυτοῦ· τῷ γὰρ ὑπερπλήρει καὶ τῷ ἱκανῷ καὶ τῷ παντελείῳ χαρακτηρίζεται. καὶ μὴν καὶ τὸ <ἀνταφεστιᾶν> ἀπὸ τῆς ἐν ταῖς θεομυθίαις ἑστιάσεως εἵλκυσται, καθ᾽ ἣν δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοί· <τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι Δειδέχατ᾽ ἀλλήλους> [Δ 4]· παρὰ τῷ μεγίστῳ Διὶ πληρούμενοι τοῦ νέκταρος. καὶ οὐδὲ ἁπλῶς εἴρηται ἀνθεστιᾶν, ἀλλ᾽ ἀνταφεστιᾶν· ἡ γὰρ ἀφεστίασις τὴν ὁλοτελῆ τῆς ἑστιάσεως ἀποπλήρωσιν συνείληφεν. ὁρᾶται δὲ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς ὅλοις· αἵ τε γὰρ φαινόμεναι διακοσμήσεις διὰ τῆς ἑαυτῶν ἄκρας ἐπιτηδειότητος προκαλοῦνται τὰς ἀφανεῖς δυνάμεις, καὶ ἐκεῖναι δι᾽ ἀγαθότητος ὑπερβολὴν καὶ ταύτας τελειοῦσι, καὶ συνάπτεται ταῦτα πάντα ἀλλήλοις, καὶ ἀνταπόδοσις γίνεται τῆς προκλήσεως ἡ τῆς τελειότητος μετάδοσις. ἔτι τοίνυν τὸ μετὰ <τοῦ δικαίου> ταῦτα πάντα ποιεῖν εἰκόνα φέρει τῆς Δίκης τῆς ἅμα τῷ Διὶ πάντα ταττούσης, τὸ <δὲ πρέπον> τῆς τῷ καλῷ τῷ δημιουργικῷ τὰ ὅλα καταλαμπούσης αἰτίας, τὰ <δὲ ξένια> τῆς κατὰ τὰς θείας ἰδιότητας ἀφωρισμένης ἐξαλλαγῆς· ἕκαστον γὰρ τῶν θείων οἰκείας ἔχει δυνάμεις καὶ ἐνεργείας. ὥσπερ οὖν ὁ <Σωκράτης> τοῖς ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ φιλοσοφίας λόγοις ἐξένισε τὸν Τίμαιον, οὕτω δὴ καὶ τῶν θεῶν ἕκαστος κατὰ τὰς ἰδίας ἐνεργῶν δυνάμεις συντελεῖ πρὸς τὴν μίαν τοῦ δημιουργοῦ καὶ ὑπερέχουσαν πρόνοιαν τῶν ὅλων.