Ευστάθιος Κεφάλας: «Ευσέβεια, θυσία & προσευχή προς τους Θεούς – Ελλήνων ένθεο ζην», από: eleysis69 (Θρησκεία Ελλήνων), τελευταία πρόσβαση: 10n Ισταμένου Γαμηλιώνος του 4ου έτους της 698ης Ολυμπιάδος / 9. Ιανουαρίου «2017». [Αναδημοσίευση με την άδεια του διαχειριστή της σχετικής ιστοσελίδας.]
«Πρώτα, τους Αθανάτους Θεούς[1], όπως έχουν ορισθεί από το νόμο να τιμάς και να σέβεσαι τον Όρκο. Έπειτα του αγαυούς Ήρωες και τους καταχθόνιους Δαίμονες να σέβεσαι, τελώντας τα νόμιμα.»[2]
Μάλιστα ο Ιεροκλής λέγει αφενός πως :
«Ήταν συνήθεια των Πυθαγορείων να εξυμνούν τον δημιουργό και πατέρα τούτου του σύμπαντος με το όνομα του Διός και Ζηνός. Διότι αυτός λόγω του οποίου τα πάντα αποκτούν το “είναι” και τη ζωή, είναι δίκαιο να ονομάζεται από αυτή την ενέργειά του.»[3]
Αφετέρου ότι :
«Για αυτό και το όνομα του Διός είναι σύμβολο και λεκτική εικόνα της δημιουργικής ουσίας, επειδή εκείνοι πρώτοι έδωσαν ονόματα στα πράγματα, λόγω της υπεροχής της σοφίας τους σαν ένα είδος άριστων αγαλματοποιών αποκάλυψαν μέσω των ονομάτων σαν μέσω εικόνων τις δυνάμεις των πραγμάτων. Γιατί έφτιαχναν τα προφερόμενα ονόματα ως σύμβολα των νοήσεων της ψυχής, και έκαναν τις ίδιες τις νοήσεις γνωστικές εικόνες των πραγμάτων που νοήθηκαν. Γιατί, αφού γέμισαν με στοχασμό λόγω της στροφής τους προς τα νοητά, και αφού από εκεί άρχισαν να εγκυμονούν τα νοητά, προχώρησαν πλέον στις λέξεις και έδωσαν στα όντα τέτοια ονόματα τα οποία μέσω της ίδιας της λέξης και των γραμμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκφώνησή της αποτύπωναν, όσο ήταν δυνατόν, τις ιδέες των κατονομαζόμενων πραγμάτων και έστρεφαν προς τις ίδιες τις ουσίες εκείνους που τα άκουγαν σωστά, ώστε το πέρας του στοχασμού εκείνων να γίνεται για εμάς αρχή για την ανεύρεση της νόησης των πραγμάτων.» [4]
Και βέβαια – κατά πως λέγει ο Ιεροκλής:
«όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, θα τιμήσεις άριστα τον Θεό, αν εξομοιώσεις την διάνοιά σου με τον θεό, και η θεοσεβής σκέψη που είναι διαρκώς σταθερή μας συνδέει με τον θεό. Γιατί είναι ανάγκη το όμοιο να πηγαίνει στο όμοιο, για αυτό και μόνο ο σοφός λέγεται Ιερέας, μόνος αυτός είναι θεοφιλής, μόνο αυτός ξέρει να προσεύχεται. Γιατί ξέρει να τιμά μόνο εκείνος που δεν συγχέει την αξία όσων τιμώνται και που πριν από όλα προσφέρει τον εαυτό του σαν θυσία και μετατρέπει την ψυχή του σε θείο άγαλμα και κάνει τον νου του ναό για την υποδοχή του θείου φωτός. Γιατί τι παρόμοιο θα προσφέρεις από τα συνηθισμένα υλικά, το οποίο θα το κάνεις άγαλμα ταιριαστό στο θεό ή δώρο που να μπορεί να ενωθεί μαζί του : Αυτά, λοιπόν, είναι ανάγκη να συμβαίνουν στην λογική ψυχή που καθάρθηκε. Γιατί, όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, ο θεός δεν έχει πάνω στην γη τόπο καταλληλότερο από την καθαρή ψυχή. Και ο δελφικός θεός συμφωνεί λέγοντας : “Με τους ευσεβείς βροτούς χαίρομαι τόσο, όσο με τον Όλυμπο”.»[5]
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«ο εντός μας νους είναι διονυσιακός, πραγματικό άγαλμα του Διονύσου»[6]
Και βέβαια συμφώνως και με τον Ιεροκλή :
«Ευσεβείς είναι εκείνος που κατέχει την θεία επιστήμη και προσφέρει τη δική του τελείωση ως άριστη τιμή προς τους αίτιους των αγαθών, και με τον ζήλο και την απόκτησή τους στρέφεται προς όσους τα χορηγούν, και τιμά όσους χορηγούν πάντοτε τα αγαθά με το να είναι ικανός να τα λαμβάνει. Όποιος, όμως, επιλέγει να τιμά το θείο αλλιώς και όχι μέση του εαυτού του, κάνει την τιμή σπατάλη της εξωτερικής περιουσίας του, χωρίς να προσφέρει τη δική του αρετή αλλά προσπαθώντας με τα εξωτερικά αγαθά να εκπληρώσει το χρέος του προς αυτούς. Αυτά δεν είναι ευχάριστα ούτε και σε έναν ενάρετο άνθρωπο να τα λαμβάνει, εκτός και αν δίνονται με την καλύτερη διάθεση. Τέτοιο είναι και το ρητό πάλι του δελφικού θεού. Γιατί σε κάποιον που θυσίασε εκατοντάδες βόδια χωρίς ευσεβή διάθεση και ρωτούσε πως είχε δεχτεί τα δώρα του, απαντά : “Μα μου αρέσει το πλιγούρι του ξακουστού πολίτη της Ερμιόνης”, προτιμώντας το τελείως ευτελές παρά την τόση πολυτέλεια, επειδή ασφαλώς είχε κοσμηθεί με θεοσεβεί γνώμη. Γιατί με αυτήν όλα μπορούν να γίνουν θεοφιλή, και χωρίς αυτήν ποτέ τίποτα αρεστό στον Θεό.»[7]
Όμως επειδή – κατά πως λέγει ο Πορφύριος :
«το θείο είναι πανταχού και με κάθε τρόπο παρών, αλλά μονάχα του σοφού ανθρώπου η διάνοια έχει κατεξοχήν αφιερωθεί ως ναός του, και η πρέπουσα τιμή προς το θείο αποδίδεται από εκείνον που τον γνωρίζει καλύτερα. Και αυτός, φυσικά είναι μόνο ο σοφός, που δια της σοφίας του πρέπει να τιμά το θείο, και με την σοφία του πάλι να κοσμεί για αυτό μέσα στην σκέψη του ένα ιερό έμψυχο άγαλμα, τον νου του, του απεικονιζόμενου αγάλλοντος θεού.»[8]
Ως εκ τούτου – και κατά πως λέγει ο Πορφύριος :
«Ας ακολουθεί λοιπόν ο νους τον θεό και ας απεικονίζει μέσω της ομοιότητάς του προς αυτόν. Και τον νου ας τον ακολουθεί η ψυχή, και αυτήν – όσο τούτο μπορεί να γίνει – ας την υπηρετεί το σώμα, την καθαρή ψυχή το καθαρό σώμα.»[9]
Μιας και – συμφώνως με τον Πορφύριο:
«Τον Θεό θα τον τιμήσεις με τον καλύτερο τρόπο, όταν εξομοιώσεις τη διάνοιά σου με αυτόν, κάτι που επιτυγχάνεται με την αρετή και μόνο. Διότι μόνο η αρετή έλκει την ψυχή προς τα επάνω, προς τα συγγενικό της στοιχείο. Μετά τον Θεό, δεν υπάρχει τίποτα μεγάλο εκτός από την αρετή. Μεγαλύτερο από την αρετή είναι ο Θεός.»[10]
Και βέβαια – κατά Πορφύριο :
«Ο μεγαλύτερος καρπός της ευσέβειας είναι να τιμάς το θείο κατά τα πάτρια, όχι με την σκέψη ότι εκείνο έχει κάτι ανάγκη, αλλά ότι εκείνο, από της ευλαβεστάτης και μακαρίας σεμνότητά του μας καλεί στο σέβας. Οι βωμοί του Θεού ιερουργούμενοι δεν βλάπτουν κανέναν, αμελούμενοι όμως δεν ωφελούν κανέναν.»[11]
Όμως θα πρέπει να ξέρουμε πως – συμφώνως και με τον Πορφύριο :
«δεν αποδίδουμε σεβασμό προς τον θεό αν κάνουμε ή σκεφτόμαστε κάτι ορθό για αυτόν. Ούτε τα δάκρυα και οι παρακλήσεις μπορούν να μετατρέψουν τον θεό, ούτε οι θυηπολίες τον τιμούν ή τα πολλά αναθήματα τον κοσμούν : μόνο το ένθεον φρόνημα το καλώς εδραιωμένο μας συνάπτει με τον θεό.»[12]
Βέβαια κατά πως λέγει ο Πλωτίνος:
«Ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο σοφός δεν είναι σύνθεση ψυχής και σώματος και απόδειξη για αυτό αποτελεί ο αποχωρισμός από το σώμα και η περιφρόνηση των σωματικών αγαθών.» [13]
Εξ ου και κατά πως λέγει ο Πλωτίνος :
«Αν κάποιος δεν θέτει τον σοφό εκεί, στο νοητό, αλλά τον κατεβάζει, υποτάσσοντας τον στην τύχη και στον φόβο των κινδύνων που μπορεί να του τύχουν, τότε δεν σκέφτεται τον σοφό, όπως τον αξιολογούμε εμείς, αλλά τον κοινό άνθρωπο, μείγμα αγαθού και κακού, στον οποίο αποδίδει μια ζωή μεικτή από αγαθό και κακό, κάτι που δίνεται εύκολο. Ακόμη και αν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος, δεν θα άξιζε να ονομαστεί ευδαίμων, αφού δεν έχει ούτε το μεγαλείο ούτε την αξία της σοφίας ούτε την καθαρότητα του αγαθού. Δεν ανήκει λοιπόν στην κοινή ζωή η ζωή μετά ευδαιμονίας.»[14]
Δηλ. πραγματικός Ιερέας, θεοφιλής, ευσεβείς και αληθώς προσευχόμενος είναι μόνον ο Σοφός, και αυτός είναι ασώματος άνθρωπος.
Βέβαια – κατά πως λέγει ο Πλωτίνος :
«αν κανείς πρόκειται να ομολογήσει ότι γνωρίζει τον Θεό, θα αναγκαστεί επίσης να παραδεχτεί ότι γνωρίζει τον εαυτό του. Διότι θα γνωρίσει όσα έχει από εκείνον και τι δίνει και ποια πράγματα μπορεί. Αφού μάθει και γνωρίσει αυτά θα γνωρίσει επίσης και τον εαυτό του. Διότι μια από τις παροχές εκείνου είναι και ο ίδιος, ή μάλλον είναι όλες οι παροχές του. Αν, λοιπόν, γνωρίσει κι εκείνο μαθαίνοντάς το με τις δυνάμεις του, θα γνωρίσει και τον εαυτό του, αφού έχει έρθει από εκεί και έχει φέρει μαζί του ότι μπορεί.»[15]
Ως εκ τούτου ερχόμαστε στο γεγονός πως συμφώνως και με τον Ολυμπιόδωρο:
«Της μεν φιλοσοφίας έργο είναι να μας μετατρέψει σε νου, της δε θεουργίας να μας ενώσει με τα νοητά.«[16]
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Ιεροκλής: :
«Η φιλοσοφία είναι κάθαρση και τελείωση της ανθρώπινης ζωής : κάθαρση από την υλική αλογία και του θνητού σώματος, τελείωση ως ανάκτηση της κατάλληλης ευδαιμονίας, η οποία οδηγεί στην ομοίωση με το θείο.»[17]
Είπαμε όμως ότι θα τιμήσεις άριστα τον Θεό, αν εξομοιώσεις της σκέψη σου με τον θεό και ότι μόνο ο σοφός λέγεται Ιερέας, μόνος αυτός είναι θεοφιλής, μόνο αυτός ξέρει να προσεύχεται. Γιατί ξέρει να τιμά μόνο εκείνος που δεν συγχέει την αξία όσων τιμώνται και που πριν από όλα προσφέρει τον εαυτό του σαν θυσία και μετατρέπει την ψυχή του σε θείο άγαλμα και κάνει τον νου του ναό για την υποδοχή του θείου φωτός.
Μάλιστα ο Πρόκλος μας λέγει πως :
«ο φιλόσοφος Πορφύριος λέγει πως η προσευχή ταιριάζει περισσότερο στους ενάρετους, επειδή η προσευχή είναι επαφή με το θείο και το όμοιο έχει την τάση να συνδέεται με το όμοιο και ο ενάρετος με τους θεούς, αλλά και επειδή, όσοι μένουν προσκολλημένοι στην αρετή, βρίσκονται “εν φρουρά” (σε φυλακή) και είναι δεσμώτες στο σώμα και για αυτό οφείλουν να δεόμαστε στους Θεούς για τη μετακίνηση από εδώ. Επίσης λέει ότι εμείς, σαν παιδιά που αποσπάστηκαν από τους πατέρες τους πρέπει να προσευχόμαστε για την επιστροφή μας στους αληθινούς πατέρες μας, τους θεούς, καθώς και όσοι δεν θεωρούν σωστό να προσεύχονται ή να επιστρέψουν στους ανώτερούς μας, μοιάζουν με αυτούς που δεν έχουν πατέρες και μητέρες. Λέει ακόμη ότι σε όλα τα έθνη όσοι ξεχώρισαν στην σοφία επιδόθηκαν σε προσευχές, οι Βραχμάνοι μεταξύ των Ινδών, οι Μάγοι μεταξύ των Περσών και οι θεολογικώτατοι των Ελλήνων, οι οποίοι θέσπισαν τελετές και μυστήρια. Οι Χαλδαίοι μάλιστα λάτρεψαν το θείο γενικά και τίμησαν ειδικά την ίδια την αρετή των θεών χαρακτηρίζοντάς τη Θεό, απέχοντας πολύ από το να περιφρονήσουν την ιερή λατρεία λόγω της αρετής. Λέει, τέλος, ότι ταιριάζει, επειδή είμαστε μέρος του σύμπαντος[18], να δεόμαστε στο σύμπαν. Γιατί η επιστροφή στο σύμπαν προσφέρει σωτηρία στα πάντα. Είτε, λοιπόν έχεις την αρετή, πρέπει να δέεσε αυτό που έχει συμπεριλάβει εκ των προτέρων το σύνολο της αρετής (γιατί το απόλυτο αγαθό είναι η αιτία και του αγαθού που σου ταιριάζει), είτε επιζητάς κάποιο σωματικό αγαθό, το απόλυτο αγαθό είναι η συνεκτική δύναμη κάθε σώματος που υπάρχει μέσα στον Κόσμο. Από εκεί, λοιπόν, είναι ανάγκη να φτάνει η τελειότητα και στα μέρη.»[19]
Για να γίνει κατανοητό αυτό θα εξηγήσουμε πως :
«Όλα τα όντα είναι έκγονα των θεών και όλα παράγονται από αυτούς άμεσα και εδράζονται σε αυτούς. Γιατί δεν πραγματοποιείται μόνο η συνεχής πρόοδος των πραγμάτων και τα επόμενα δεν λαμβάνουν υπόσταση πάντα μόνο από τα αμέσως προηγούμενα αίτιά τους, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα πάντα γεννιούνται κατευθείαν από τους θεούς, ακόμα και αν λέγονται ότι είναι πάρα πολύ μακριά από τους θεούς, ακόμα κι αν μιλήσεις για την ίδια την ύλη. Γιατί το θείο δεν λείπει από τίποτα, αλλά παρευρίσκεται εξίσου στα πάντα. Για αυτό, ακόμα κι αν πάρεις τα τελευταία όντα, και σε αυτά θα βρεις να υπάρχει το θείο. Γιατί το Ένα υπάρχει παντού, στον βαθμό που κάθε ΟΝ έχει λάβει υπόσταση από τους θεούς, και τα πάντα, μολονότι έχουν προέλθει από τους θεούς, δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτούς, αλλά είναι ριζωμένα σε αυτούς – οι θεοί έχουν περιβάλει και συμπεριλάβει τα πάντα και τα κρατούν μέσα τους. Γιατί αυτό που υπάρχει πέρα από τους θεούς είναι «τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι» (αυτό που δεν υπάρχει καθόλου). Όλα τα όντα περιλαμβάνονται ολόγυρα από τους θεούς και υπάρχουν μέσα σε αυτού. Με έναν θαυμαστό, λοιπόν, τρόπο, και έχουν βγει τα πάντα και δεν έχουν βγει. Γιατί δεν αποσπάστηκαν από τους θεούς. Γιατί αν είχαν αποσπαστεί, δεν θα υπήρχαν καν, επειδή και όλα τα γεννήματα, αν αποσπαστούν από τους πατέρες τους, αμέσως ξεπέφτουν στην αχάνεια του μη όντος. Αντιθέτως, είναι εδραιωμένα κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς και, και παρότι έχουν προχωρήσει στον εαυτό τους, παραμένουν όμως στους θεούς. Επειδή, όμως, από τη στιγμή που προχώρησαν, έπρεπε και να επιστρέψουν, μιμούμενοι την εμφάνιση των θεών και την επιστροφή τους στο αίτιο, προκειμένου και αυτά να είναι τακτοποιημένα σύμφωνα με την “τελειοποιητική τριάδα”[20] και να περιέχονται πάλι από τους θεούς και τις πρωταρχικές Ενάδες, για αυτό δέχονται από αυτούς μια κατώτερη τελειότητα, με βάση την οποία μπορούν να επιστρέφουν προς την αγαθότητα των θεών, προκειμένου, επειδή εξ αρχής ήταν ριζωμένα στους θεούς, να στηριχτούν και πάλι σε αυτούς μέσω της επιστροφής, κάνοντας ένα τέτοιο κύκλο που ξεκινά από τους θεούς και καταλήγει στους θεούς. Όλα, λοιπόν, και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη τη δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο σύμβολα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδό τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα. Γιατί τι άλλο είναι αυτό που και σε τούτα προκαλεί την ομοιοπάθεια με διαφορετικές κάθε φορά δυνάμεις, αν όχι το ότι έχουν λάβει συνθήματα (σύμβολα) από τη φύση, εκ των οποίων η καθεμία τα εξοικειώνει και με διαφορετική σειρά των θεών ;; Γιατί η Φύση είναι εξαρτημένη από ψηλά και από τους ίδιους τους θεούς και έχει διανεμηθεί στις τάξεις των θεών και βάζει μέσα στα σώματα σύμβολα της εξοικείωσης των σωμάτων με τους θεούς, σε άλλα ηλιακές, σε άλλα σεληνιακές και σε άλλα κάποιου άλλου θεού, και τα επιστρέφει και αυτά στους θεούς, αλλά γενικά στους θεούς και άλλα σε συγκεκριμένους θεούς, τελειοποιώντας τα γεννήματα της με βάση διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα των θεών. Αυτά, μάλιστα, πολύ πιο πριν και ο δημιουργός τα έπραξε στις ψυχές, δίνοντας τους σύμβολα της παραμονής και της επιστροφής τους, εδραιώνοντας τις στο Ένα και χαρίζοντας τους την «κατὰ τὸν νοῦν ἐπιστροφὴν». Για αυτή την επιστροφή η (προς)ευχή παρέχει μέγιστη συντέλεια (βοήθεια), καθώς με τα άρρητα σύμβολα των θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, προσελκύει κοντά τους την ευποιία των θεών και ενώνει τους [προσ]ευχόμενους με τους θεούς στους οποίους προσεύχονται, συνάπτει τον των Θεών νου προς τους των ευχομένων λόγους, παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους, προκαλεί την πειθώ και την θεία δημιουργία των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.»[21]
Έτσι στους Έλληνες :
«Της τέλειας και αληθινής προσευχής προηγείται πρώτα η γνώση όλων των θεϊκών τάξεων τις οποίες προσεγγίζει αυτός που (προσ)εύχεται. Γιατί δεν θα τις προσεγγίσει κατάλληλα, αν δεν έχει μάθει τις ιδιότητές τους. Για αυτό και ο χρησμός προέτρεψε να έχει “τὴν πυριθαλπῆ ἔννοιαν” στην πρώτη σειρά “ἐν τῇ ἱερᾷ θρησκείᾳ”. Δεύτερη μετά από αυτή είναι η οικείωση μέσω της εξομοίωσης με το θείο ολόκληρης της καθαρότητάς μας, της αγνότητάς μας, της παιδείας μας και της σειράς με την οποία προσφέρουμε τα δικά μας στους θεούς, έλκοντας εκ μέρους τους την ευμένεια και τις ψυχές μας υποτάσσοντας σε αυτούς. Τρίτη είναι η επαφή κατά την οποία εφαπτόθεμα της θείας ουσίας μέσω της “κορυφής της ψυχής μας»[22] και συγκλίνουμε προς αυτή. Στην συνέχεια είναι η προσέγγιση – γιατί έτσι την αποκαλεί ο χρησμός : “γιατί ο βροτός προσεγγίζοντας το πυρ θα έχει φώς θέοθεν»” – το οποίο μας προσφέρει μεγαλύτερη (επι)κοινωνία και τρανότερη μετουσία στο των θεών φώς. Τελευταία είναι η ένωση, η οποία εγκαθιδρύει τον ένα της ψυχής μας στο ένα των θεών και κάνει κοινή την ενέργειά την δική μας και των θεών, με την οποία δεν ανήκουμε και στους εαυτούς μας αλλά στους θεούς και παραμένουμε μέσα στο θεϊκό φως και περιεχόμαστε ολόγυρα από αυτό. Και τούτο είναι το άριστο πέρας (τέλος) της αληθινής (προσ)ευχής, προκειμένου η (προσ)ευχή να επισυνάψει την επιστροφή μας με την παραμονή, και αυτό που προήλθε από το ένα των Θεών να το ενιδρύσει και πάλι ένα των Θεών και το εν ημίν φώς να το (συμ)περιλάβει στο φώς των θεών.»[23]
Εξ ου και στους Έλληνες – θα μας πει ο Πρόκλος:
«η (προσ)ευχή δεν είναι μικρό μέρος της ανόδου των ψυχών ούτε αυτός που κατέχει την αρετή δεν έχει την ανάγκη των αγαθών που προέρχονται από την (προσ)ευχή, αλλά αντιθέτως η άνοδος επιτελείται μέσω αυτής και μαζί με αυτήν και το κύριο στοιχείο της αρετής είναι η περί τους θεούς οσιότητα (ευσέβεια). Και γενικά δεν ταιριάζει να (προσ)εύχεται κανείς άλλος παρά ο “εξαιρετικά αγαθός”, όπως λέει ο Πλάτων στους «Νόμους, 716.d». “Γιατί για αυτόν και για τον ευδαίμονα βίο του είναι πάρα πολύ ωφέλιμο το να συνομιλεί με τους θεούς, ενώ στους κακούς συμβαίνει το ακριβώς αντίθετος”. Διότι “δεν είναι θεμιτό το ακάθαρτο να έρχεται σε επαφή με το καθαρό” σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού “Φαίδωνα, 67.b”.»[24]
Βέβαια στους Έλληνες – λέγει ο Πρόκλος ::
«αυτός που θα εφαρμόσει επιτυχώς την (προσ)ευχή, πρέπει “ἵλεώς τε ποιεῖσθαι τοὺς θεοὺς” και να αναγείρει μέσα του τις περί Θεών έννοιες, γιατί η εύνοια των ανώτερων είναι το πρώτιστο ορμητήριο για την μετουσία σε αυτούς, και να επιδίδεται αδιαλείπτως στην περί το θείο θρησκεία, γιατί “οι μακάριοι θεοί είναι σφοδροί με τον αμελή θνητό” και να διαφυλάττει αδιασάλευτη τη σειρά των πράξεων που είναι αρεστές στους θεούς και να έχει επιδείξει αρετές ”ἀπὸ τῆς γενέσεως καθαρτικὰς καὶ ἀναγωγοὺς”, καθώς και τη γνωστή τριάδα, πίστη, αλήθεια και έρωτα, και ελπίδα για τα αγαθά, αμετάτρεπτη υποδοχή του θεϊκού φωτός και “ἔκστασιν ἀπὸ πάντων τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων”, προκειμένου να συνευρεθεί με την θεότητα μόνος και να μην προσπαθεί με τα του πλήθους να συνδέσει την εαυτό του με το Ένα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος κάνει το ακριβώς αντίθετο και απομακρύνει τον εαυτό του από τον θεό. Γιατί, όπως δεν είναι θεμιτό κανείς να έρχεται σε επαφή με το ΟΝ συνοδευόμενος με το Μη-ΟΝ, έτσι δεν είναι δυνατόν να έρθει κανείς σε επαφή με το Ένα συνοδευόμενος από το πλήθος.»[25]
Και όταν αναφερόμαστε στις προσεχές, για τους Έλληνες – συμφώνως και με τον Πρόκλο :
-
Ουσία της είναι η συγκέντρωση και η σύνδεση των ψυχών προς τους θεούς ή ορθά η ένωση όλων των κατώτερων με τα ανώτερα.
-
Τελειότητά της είναι έναρξη της από τα κοινά αγαθά και η κατάληξή η θεία ένωση και η σταδιακή εξοικείωση της ψυχή με το θείο φως.
-
Δραστική ενέργειά της είναι να συμπληρώνει τα αγαθά και να κάνει τα δικά μας κοινά με τους θεούς.
-
Αιτίες της (προσ)ευχής, δημιουργικές αιτίες της, είναι οι δραστικές δυνάμεις των θεών, οι οποίες επιστρέφουν και ανακαλούν τα πάντα στους ίδιους τους θεούς, τελικές αιτίες (σκοποί) της είναι τα άχραντα αγαθά των ψυχών, τα οποία οι ψυχές καρπώνονται όταν εδραιωθούν μέσα στους θεούς, υποδειγματικές αιτίες της είναι τα πρώτιστα των όντων αίτια, τα οποία προήλθαν από το Αγαθό και είναι ενωμένα με αυτό μέσω μιας άρρητης ένωσης, ειδικές (διαμορφωτικές) αιτίες της είναι τα αίτια που εξομοιώνουν της ψυχές με τους θεούς και τελεσιουργούν (τελειοποιούν) ολόκληρη της ζωής τους, και υλικές αιτίες της είναι τα ενδοθέντα από τον δημιουργό στις ουσίες των ψυχών σύμβολα, προς ανάμνηση των θεών που έδωσαν υπόσταση στις ίδιες και στα υπόλοιπα.[26]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«η φιλοσοφία αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων λόγων αντίστοιχα. Ενώ οι Χρησμοί τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των πατρικών συμβόλων. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν. Διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί λόγοι είναι (προέρχονται) εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα είναι (προέρχονται) εκ των θείων ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συνθημάτων (συμβόλων). Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα (σύνολο) όλων των ειδών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται (συνδέεται) με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί από ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.»[27]
Εν ολίγοις :
Ως ψυχές έχουμε συσταθεί από :
-
Τους προερχόμενους εκ των νοητικών Ειδών Ιερούς/Νοερούς Λόγους.
-
Τα προερχόμενα εκ των θείων Ενάδων θεία σύμβολα.
Ως ψυχές-όντας είμαστε :
-
εικόνες των νοητικών ουσιών.
-
αγάλματα των αγνώστων συμβόλων.
Επίσης ως ψυχές είμαστε :
-
Πληρώματα όλων των Ειδών υποστασιοποιημένα εκ μίας αιτίας.
-
Μετέχουμε σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνδεόμαστε με τον Θεό.
-
Η ύπαρξή μας έχει καθοριστεί μέσα ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχουμε μέσα μας συνάγεται σε μια κορυφή.
Δηλαδή στους Έλληνες η προσευχή δεν είναι απλά λόγια που εκφράζουν κάποιες ανθρώπινες επιθυμίες αλλά είναι πολυμερής θεουργία. Μιας και στους Έλληνες για την προσευχή απαιτείται αφενός η γνώση όλων των θεϊκών σειρών τις οποίες θέλουμε να προσεγγίσουμε, αφετέρου απαιτείται η γνώση των άρρητων συμβόλων των Θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρα μέσα μας. Συμβόλων δια των οποίων προσελκύεται κοντά μας η ευποιία των θεών και ενωνόμαστε με τους θεούς στους οποίους προσευχόμαστε, συνάπτεται ο νους των Θεών με τα των λόγων μας, παρακινείτε η βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους προς εμάς και προκαλείτε η πειθώ και η θεία δημιουργία των θεών καθώς επίσης εγκαθιστούνται όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.
Μάλιστα στους Έλληνες – θα μας πει ο Ιάμβλιχος :
«η προσευχή είναι μέρος των θυσιών, όχι το πιο ασήμαντο, μιας και τις συμπληρώνει και μέσω αυτών ενισχύεται και επιτελείται ολόκληρο το έργο τους, και πραγματοποιεί από κοινού με τις θυσίες τη συντέλεια στη θρησκεία, και κάνει αδιάλυτη την ιερατική επικοινωνία με τους Θεούς.»[28]
Επειδή λοιπόν ισχύουν αυτά, θα πρέπει να ξέρουμε ότι συμφώνως και τον Ιάμβλιχο για τους Έλληνες και όσο αφορά την προσευχή :
-
Το πρώτο είδος της προσευχής είναι συγκεντρωτικό, εισάγοντας την επαφή και την γνωριμία με το θείο.
-
Το δεύτερο είναι συνδετικό της ομονοητικής επικοινωνίας, προκαλώντας δωρεές που στέλνονται κάτω από τους Θεούς πριν από τον λόγο και επιτελούν το σύνολο των έργων πριν την νόηση.
-
Το τρίτο και τελειότερο το σφραγίζει η άρρητη ένωση, η οποία εγκαθιστά ολόκληρη τη δύναμή της στους Θεούς και παρέχει την πλήρη εδραίωση της ψυχής μας σε αυτούς.
Με από αυτές τις τρεις ιδιότητες, από τις οποίες χαρακτηρίζονται όλα τα θεία, η προσευχή διαμόρφωσε τη φιλία μας προς τους Θεούς και παρέχει το ιερατικό όφελος από τους Θεούς τριπλό, καθώς
-
ένα αφορά τον φωτισμό
-
ένα την κοινή δράση
-
ένα την τέλεια αποπλήρωση από το πυρ.
Και άλλοτε προηγείται των θυσιών η προσευχή, άλλοτε πάλι παρεμβάλλεται μέσα στην ιερουργία, και άλλοτε πάλι αποπληρεί το τέλος των θυσιών. Και κανένα ιερατικό έργο δεν γίνεται χωρίς τις ικεσίες των προσευχών. Μάλιστα η εγχρονίζουσα διατριβή με αυτές τρέφει τον νου μας και κάνει πολύ ευρύτερη την υποδοχή των Θεών από την ψυχή, και ανοίγει στους ανθρώπους τα των Θεών, και εξασφαλίζει εξοικείωση με τις λάμψεις του φωτός, και λίγο – λίγο τελειοποιεί όσα βρίσκονται μέσα μας για τις επαφές των Θεών, έως ότου μας επαναφέρει στη κορυφή, και ανυψώνει σιγά-σιγά τα ήθη τις σκέψης μας, και τα ήθη των Θεών τα μεταδίδει σε εμάς, και προκαλεί πειθώ, επικοινωνία και αδιάλυτη φιλία, και αυξάνει τον θείο έρωτα, και ανάβει το θείο της ψυχής, και καθαρίζει κάθε αντίθετη τάση της ψυχής, και απορρίπτει εκ του αιθερώδους και αυγοειδούς πνεύματος της ψυχής το γενεσιουργό μέρος του, και τελειοποιεί την καλή ελπίδα και την πίστη γύρω από το φώς, και, για να μιλήσουμε γενικά κάνει όσους τις χρησιμοποιούν συνομιλητές των Θεών.[29]
Δηλαδή συμφώνως και με τον Ιάμβλιχο:
αυτό είναι εκείνο που θα έλεγε κανείς προσευχή, και αυτό το πράγμα προκαλεί μέσα μας τόσα αγαθά, και έχει με τις θυσίες τη σχέση που έχουμε πει, και είναι προφανές ότι η ολοκλήρωση των θυσιών έχει συμμετάσχει και αυτή στην επαφή με τον δημιουργό, επειδή έμπρακτα εξοικειώνεται με τους Θεούς, και το αγαθό από την επαφή αυτή είναι τόσο όσο από τα δημιουργικά αίτια στέλνεται κάτω στους ανθρώπους. Από την προσευχή μάλιστα γίνεται φανερή η ανύψωση, η τελειοποίηση και η συμπλήρωση από τις θυσίες, πως επιτελείται δραστικά, πως ενωμένα και πώς έχει τον κοινό σύνδεσμο που παραχωρούν οι Θεοί και τρίτον ότι και τα δυο, θυσία και προσευχή, επιβεβαιώνονται το ένα από το άλλο, και εισάγουν το ένα στο άλλο την τέλεια ιερατική δύναμη της αγιστείας. Για αυτό ακριβώς, λοιπόν, από όλα φαίνεται ότι ολόκληρη η σύμπνοια και η συνεργασία της ιερατικής με τον εαυτό της συνδέει τα μέρη της πλήρως, με βάση μια συνέχεια και πιο στενά από κάθε ζωντανό οργανισμό αυτή την συνέχεια δεν πρέπει ποτέ να παραμελούμε, ούτε εγκρίνοντας τα μισά μέρη της να αποδοκιμάζουμε τα άλλα. Παρομοίως πρέπει να εξασκούμε σε όλα και με το σύνολο τους να τελειοποιούνται όσοι θέλουν ειλικρινά να συνδεθούν με τους Θεούς.[30]
Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Αμφικτύων) – 31/1/2014
[1] Αθάνατοι Θεοί = «νέοι Θεοί» κατά Πλάτωνα, οι υπερκόσμιοι & εγκόσμιοι Θεοί που μονάδα τους είναι ο υπερκόσμιος Ζευς : ο Ζευς της υπερκόσμιας τριάδας των 3ων δημιουργών, ο Ζευς που είναι ενωμένος με τα των 3-ων υπερκόσμιων δημιουργών ή 3-ων Κρονιδών “μικρός” Ζεύς (=Νους καθολικός), Ζεύς ενάλιος ή Ποσειδών (=καθολική Ψυχή), Ζεύς καταχθόνιος ή Πλούτων ή Άδης (=Καθολική Φύση).
Οι 12 υπερκόσμιοι & εγκόσμιοι ή αθάνατοι θεοί χωρίζονται σε 4εις τριάδες : δημιουργοί/πατρικοί, εμψυχωτικοί/γεννητικοί, προσαρμοστικοί/τελεσιουργοί, φρουρητικοί
-
Δημιουργική ή πατρική τριάδα, ήτοι Ζευς – Ποσειδώνας – Ήφαιστος.
-
Φρουρητική τριάδα, ήτοι Εστία – Αθηνά – Άρης
-
Ζωογονική ή εμψυχωτική ή γεννητική τριάδα, ήτοι Δήμητρα – Ήρα – Άρτεμις.
-
Αναγωγός ή τελεσιουργική τριάδα, ήτοι Ερμής – Αφροδίτη – Απόλλωνας.
[2] Βλ. «Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1 – 3» :
Carmen aureum 1 ` to Carmen aureum 3 Ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς, νόμωι ὡς διάκειται, τίμα καὶ σέβου ὅρκον. ἔπειθ᾽ ἥρωας ἀγαυούς τούς τε καταχθονίους σέβε δαίμονας ἔννομα ῥέζων
[3] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη 25.1.2 – 25.1.4» :
In aureum carmen 25.1.2 ` to In aureum carmen 25.1.4 Πυθαγορείοις τῷ τοῦ Διὸς καὶ Ζηνὸς ὀνόματι σεμνύνειν. δι᾽ ὃν γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῇν τοῖς πᾶσιν ὑπάρχει, τοῦτον δίκαιον ἀπὸ τῆς ἐνεργείας ὀνομάζεσθαι.
[4] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη 25.2.4 – 25.3.12» :
In aureum carmen 25.2.4 ` to In aureum carmen 25.3.12 ὅθεν καὶ τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα σύμβολόν ἐστι καὶ εἰκὼν ἐν φωνῇ δημιουργικῆς οὐσίας τῷ τοὺς πρώτους θεμένους τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα διὰ σοφίας ὑπερβολὴν ὥσπερ τινὰς ἀγαλματοποιοὺς ἀρίστους διὰ τῶν ὀνομάτων ὡς δι᾽ εἰκόνων ἐμφανίσαι αὐτῶν τὰς δυνάμεις. τὰ γὰρ ἐν τῇ φωνῇ ὀνόματα σύμβολα τῶν ἐν τῇ ψυχῇ νοήσεων ἀπειργάζοντο, τὰς δὲ νοήσεις αὐτὰς γνωστικὰς εἰκόνας τῶν νοηθέντων πραγμάτων ἐποιοῦντο. τῇ γὰρ πρὸς τὰ νοητὰ ἐπιστροφῇ θεωρίας πλησθέντες κἀκεῖθεν ἐγκύμονες γενόμενοι νοερῶν ὠδίνων εἰς φωνὰς ἤδη προϊόντες τοιαῦτα ἐτίθεντο τοῖς οὖσιν ὀνόματα, ἃ δι᾽ αὐτῆς τῆς φωνῆς καὶ τῶν εἰς τὴν ταύτης ἐκφώνησιν παραληφθέντων στοιχείων, ὡς οἷόν τε ἦν, ἀπετύπου τῶν ὀνομαζομένων τὰ εἴδη καὶ ἐπέστρεφε πρὸς αὐτὰς τὰς οὐσίας τοὺς ὀρθῶς αὐτῶν κατακούοντας, ὥστε γίνεσθαι τὸ πέρας τῆς ἐκείνων θεωρίας ἀρχὴν ἡμῖν πρὸς εὕρεσιν τῆς τῶν πραγμάτων νοήσεως.
[5] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη 17.3 – 19.7» :
In aureum carmen 1.17.3 ` to In aureum carmen 1.19.7 ὡς γάρ φασιν οἱ Πυθαγόρειοι, τιμήσεις τὸν θεὸν ἄριστα, ἐὰν τῷ θεῷ τὴν διάνοιαν ὁμοιώσῃς· καὶ ὅστις τιμᾷ τὸν θεὸν ὡς προσδεόμενον, οὗτος λέληθεν οἰόμενος ἑαυτὸν τοῦ θεοῦ εἶναι κρείττονα. καὶ ἡ τῶν προσφερομένων πολυτέλεια τιμὴ εἰς θεὸν οὐ γίνεται, εἰ μὴ μετὰ τοῦ ἐνθέου φρονήματος προσάγοιτο. δῶρα γὰρ καὶ θυηπολίαι ἀφρόνων πυρὸς τροφὴ καὶ ἀναθήματα ἱεροσύλοις χορηγία, τὸ δὲ ἔνθεον φρόνημα διαρκῶς ἡδρασμένον συνά πτει θεῷ· χωρεῖν γὰρ ἀνάγκη τὸ ὅμοιον πρὸς τὸ ὅμοιον, ὅθεν καὶ μόνος ἱερεὺς ὁ σοφὸς λέγεται, μόνος θεοφιλής, μόνος εἰδὼς εὔξασθαι. μόνος γὰρ οἶδε τιμᾶν ὁ τὴν ἀξίαν μὴ συγχέων τῶν τιμωμένων καὶ ὁ προηγουμένως ἱερεῖον ἑαυτὸν προσάγων καὶ ἄγαλμα θεῖον τεκταίνων τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν καὶ ναὸν εἰς ὑποδοχὴν τοῦ θείου φωτὸς τὸν ἑαυτοῦ κατασκευάζων νοῦν. τί γὰρ τοιοῦτον προσάξεις ἀπὸ τῶν ἐν μέσῳ κειμένων ὑλῶν, ὃ τῷ θεῷ προσφυὲς ἄγαλμα ἐργάσῃ ἢ δῶρον ἑνοῦσθαι αὐτῷ δυνάμενον; ἃ δὴ ἐπὶ τῆς λογικῆς ψυχῆς καθαρθείσης συμβαίνειν ἀνάγκη. ὡς γὰρ οἱ αὐτοὶ ἄνδρες φασί, ψυχῆς καθαρᾶς τόπον οἰκειότερον ἐπὶ γῆς θεὸς οὐκ ἔχει· οἷς καὶ ὁ Πύθιος συμφέρεται λέγων· εὐσεβέσιν δὲ βροτοῖς γάνυμαι τόσον ὅσσον Ὀλύμπῳ.
[6] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 133.1» :
in Cra 133.1 ` to in Cra 133.7 Οτι ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς Διονυσιακός ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὄντως τοῦ Διονύσου.
[7] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη 1.21.9. – 1.21.9» :
In aureum carmen 1.20.1 ` to In aureum carmen 1.21.9 εὐσεβὴς δὲ ὁ τὴν θείαν ἐπιστήμην ἔχων καὶ τὴν ἑαυτοῦ τελείωσιν ὡς τιμὴν ἀρίστην προσάγων τοῖς τῶν ἀγαθῶν αἰτίοις, τῇ σπουδῇ τῆς κτήσεως πρὸς τοὺς χορηγεῖν πεφυκότας ἐπιστρεφόμενος καὶ τῷ λαμβάνειν τὰ ἀγαθὰ δύνασθαι τιμῶν τοὺς ἀεὶ διδόντας αὐτά. ὁ δὲ ἄλλως τιμᾶν τὸ θεῖον προαιρούμενος καὶ μὴ δι᾽ ἑαυτοῦ, παρανάλωμα τῆς ἔξωθεν εὐπορίας ποιεῖται τὴν τιμήν, οὐκ οἰκείαν ἀρετὴν προσφέρων, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν ἐκτὸς αὐτοῖς ἀφοσιούμενος. ταῦτα δὲ οὐδὲ σπουδαίῳ ἀνδρὶ λαμβάνειν ἡδὺ εἰ μὴ μετὰ τῆς ἀρίστης διαθέσεως διδόμενα. τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ τοῦ Πυθίου πάλιν ἀπόφθεγμα· πρὸς γὰρ τὸν ἑκατόμβας θύσαντα μὴ μετ᾽ εὐσεβοῦς γνώμης, καὶ πυνθανόμενον, πῶς εἴη προσδεδεγμένος τὰ παρ᾽ αὐτοῦ δῶρα, ἀποκρίνεται· ἀλλά μοι εὔαδε χόνδρος ἀγακλυτοῦ Ἑρμιονῆος, τὸ εὐτελέστατον προκρίνων τῆς τοσαύτης πολυτελείας, ὅτι δὴ θεοσεβεῖ γνώμῃ κεκόσμητο. μετὰ ταύτης γὰρ πάντα θεοφιλῆ καὶ ἄνευ ταύτης οὐδὲν θεῷ φίλον ἄν ποτε γένοιτο.
[8] Βλ Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 11.1 – 11.9» ;
Ad Marcellam 11.1 ` to Ad Marcellam 11.9 λέγει δὲ ὁ λόγος πάντῃ μὲν καὶ πάντως παρεῖναι τὸ θεῖον, νεὼν δὲ τούτῳ παρ᾽ ἀνθρώποις καθιερῶσθαι τὴν διάνοιαν μάλιστα τοῦ σοφοῦ μόνην, τιμήν τε προσήκουσαν ἀπονέμεσθαι τῷ θεῷ ὑπὸ τοῦ μάλιστα τὸν θεὸν ἐγνωκότος· τοῦτον δὲ εἶναι εἰκότως μόνον τὸν σοφόν, ᾧ τιμητέον διὰ σοφίας τὸ θεῖον καὶ κατακοσμητέον αὐτῷ διὰ σοφίας ἐν τῇ γνώμῃ τὸ ἱερὸν ἐμψύχῳ ἀγάλματι τῷ νῷ ἐνεικονισαμένου ἀγάλλοντος θεοῦ.
[9] Βλ Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 11.1 – 11.9» :
Ad Marcellam 13.11 ` to Ad Marcellam 13.13 ἑπέσθω τοίνυν ὁ μὲν νοῦς τῷ θεῷ, ἐνοπτριζόμενος τῇ ὁμοιώσει θεοῦ. τῷ δὲ νῷ ἡ ψυχή· τῇ δ᾽ αὖ ψυχῇ ὑπηρετείτω τὸ σῶμα, εἰς ὅσον οἷόν τε, καθαρᾷ καθαρόν.
[10] Βλ Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 13.11 – 13.13» :
Ad Marcellam 16.1 ` to Ad Marcellam 16.4 καὶ τιμήσεις μὲν ἄριστα τὸν θεόν, ὅταν τῷ θεῷ τὴν σαυτῆς διάνοιαν ὁμοιώσῃς· ἡ δὲ ὁμοίωσις ἔσται διὰ μόνης ἀρετῆς. μόνη γὰρ ἀρετὴ τὴν ψυχὴν ἄνω ἕλκει καὶ πρὸς τὸ συγγενές. καὶ μέγα οὐδὲν ἄλλο μετὰ θεὸν ἢ ἀρετή. μείζων ἀρετῆς θεός.
[11] Βλ Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 18.1 – 18.1» :
Ad Marcellam 18.1 ` to Ad Marcellam 18.4 οὗτος γὰρ μέγιστος καρπὸς εὐσεβείας τιμᾶν τὸ θεῖον κατὰ τὰ πάτρια, οὐχ ὡς ἐκείνου προσδεομένου, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἐκείνου εὐλαβεστάτης καὶ μακαρίας σεμνότητος εἰς τὸ σέβας αὐτοῦ ἐκκαλούμενον. βωμοὶ δὲ θεοῦ ἱερουργούμενοι μὲν οὐδὲν βλάπτουσιν, ἀμελούμενοι δὲ οὐδὲν ὠφελοῦσιν.
[12] Βλ Πορφύριος – «Προς Μαρκέλλαν, 19.2 – 19.6» :
Ad Marcellam 19.2 ` to Ad Marcellam 19.6 καὶ οὐχ ὅτι τινὰ ποιοῦντες ἢ δοξάζοντες περὶ θεοῦ καλῶς τοῦτον σέβομεν. οὔτε δάκρυα καὶ ἱκετεῖαι θεὸν ἐπιστρέφουσιν οὔτε θυηπολίαι θεὸν τιμῶσιν οὔτε ἀναθημάτων πλῆθος κοσμοῦσι θεόν, ἀλλὰ τὸ ἔνθεον φρόνημα καλῶς ἡδρασμένον συνάπτει θεῷ.
[13] Βλ Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.14.1 – 1.4.14.11, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”» :
Enneades 1.4.14.1 ` to Enneades 1.4.14.11 Τὸ δὲ μὴ συναμφότερον εἶναι τὸν ἄνθρωπον καὶ μάλιστα τὸν σπουδαῖον μαρτυρεῖ καὶ ὁ χωρισμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ ἡ τῶν λεγομένων ἀγαθῶν τοῦ σώματος καταφρόνησις. Τὸ δὲ καθόσον ἀξιοῦν τὸ ζῷον τὴν εὐδαιμονίαν εἶναι γελοῖον εὐζωίας τῆς εὐδαιμονίας οὔσης, ἣ περὶ ψυχὴν συνίσταται, ἐνεργείας ταύτης οὔσης καὶ ψυχῆς οὐ πάσης—οὐ γὰρ δὴ τῆς φυτικῆς, ἵν᾽ ἂν καὶ ἐφήψατο σώματος· οὐ γὰρ δὴ τὸ εὐδαιμονεῖν τοῦτο ἦν σώματος μέγεθος καὶ εὐεξία—οὐδ᾽ αὖ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι εὖ, ἐπεὶ καὶ κινδυνεύσουσιν αἱ τούτων πλεονεξίαι βαρύνασαι πρὸς αὑτὰς φέρειν τὸν ἄνθρωπον.
[14] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.16.1 – 1.4.16.24, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”»:
Enneades 1.4.16.1 ` to Enneades 1.4.16.24 Εἰ δέ τις μὴ ἐνταῦθα ἐν τῷ νῷ τούτῳ ἄρας θήσει τὸν σπουδαῖον, κατάγοι δὲ πρὸς τύχας καὶ ταύτας φοβήσεται περὶ αὐτὸν γενέσθαι, οὔτε σπουδαῖον τηρήσει, οἷον ἀξιοῦμεν εἶναι, ἀλλ᾽ ἐπιεικῆ ἄνθρωπον, καὶ μικτὸν ἐξ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ διδοὺς μικτὸν βίον ἔκ τινος ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ ἀποδώσει τῷ τοιούτῳ, καὶ οὐ ῥᾴδιον γενέσθαι. Ὃς εἰ καὶ γένοιτο, οὐκ ἂν ὀνομάζεσθαι εὐδαίμων εἴη ἄξιος οὐκ ἔχων τὸ μέγα οὔτε ἐν ἀξίᾳ σοφίας οὔτε ἐν καθαρότητι ἀγαθοῦ. Οὐκ ἔστιν οὖν ἐν τῷ κοινῷ εὐδαιμόνως ζῆν. Ὀρθῶς γὰρ καὶ Πλάτων ἐκεῖθεν ἄνωθεν τὸ ἀγαθὸν ἀξιοῖ λαμβάνειν καὶ πρὸς ἐκεῖνο βλέπειν τὸν μέλλοντα σοφὸν καὶ εὐδαίμονα ἔσεσθαι καὶ ἐκείνῳ ὁμοιοῦσθαι καὶ κατ᾽ ἐκεῖνο ζῆν. Τοῦτο οὖν δεῖ ἔχειν μόνον πρὸς τὸ τέλος, τὰ δ᾽ ἄλλα ὡς ἂν καὶ τόπους μεταβάλλοι οὐκ ἐκ τῶν τόπων προσθή κην πρὸς τὸ εὐδαιμονεῖν ἔχων, ἀλλ᾽ ὡς στοχαζόμενος καὶ τῶν ἄλλων περικεχυμένων αὐτόν, οἷον εἰ ὡδὶ κατακείσεται ἢ ὡδί, διδοὺς μὲν τούτῳ ὅσα πρὸς τὴν χρείαν καὶ δύναται, αὐτὸς δὲ ὢν ἄλλος οὐ κωλυόμενος καὶ τοῦτον ἀφεῖναι, καὶ ἀφήσων δὲ ἐν καιρῷ φύσεως, κύριος δὲ καὶ αὐτὸς ὢν τοῦ βουλεύσασθαι περὶ τούτου. Ὥστε αὐτῷ τὰ ἔργα τὰ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν συντείνοντα ἔσται, τὰ δ᾽ οὐ τοῦ τέλους χάριν καὶ ὅλως οὐκ αὐτοῦ ἀλλὰ τοῦ προσεζευγμένου, οὗ φροντιεῖ καὶ ἀνέξεται, ἕως δυνατόν, οἱονεὶ μουσικὸς λύρας, ἕως οἷόν τε χρῆσθαι·
[15] Βλ. Πλτωίνος «Εννέαδες, 5η, “Περί των γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα”, 5.3.7.1 – 5.3.7.9» :
Enneades 5.3.7.1 ` to Enneades 5.3.7.9 Αλλ᾽ εἰ τὸν θεὸν γινώσκειν αὐτόν τις ὁμολογήσει, καὶ ταύτῃ συγχωρεῖν ἀναγκασθήσεται καὶ ἑαυτὸν γινώσκειν. Καὶ γὰρ ὅσα ἔχει παρ᾽ ἐκείνου γνώσεται, καὶ ἃ ἔδωκε, καὶ ἃ δύναται ἐκεῖνος. Ταῦτα δὲ μαθὼν καὶ γνοὺς καὶ ταύτῃ ἑαυτὸν γνώσεται· καὶ γὰρ ἕν τι τῶν δοθέντων αὐτός, μᾶλλον δὲ πάντα τὰ δοθέντα αὐτός. Εἰ μὲν οὖν κἀκεῖνο γνώσεται κατὰ τὰς δυνάμεις αὐτοῦ μαθών, καὶ ἑαυτὸν γνώσεται ἐκεῖθεν γενό μενος καὶ ἃ δύναται κομισάμενος·
[16] Βλ. Ολυμπιόδωρος στο «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Φαίδωνα, 8.2.14 – 20» :
In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.19 ` to In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.20 καὶ φιλοσοφίας μὲν ἔργον νοῦν ἡμᾶς ποιῆσαι, θεουργίας δὲ ἑνῶσαι ἡμᾶς τοῖς νοητοῖς, ὡς ἐνεργεῖν παραδειγματικῶς.
[17] Βλ. Ιεροκλής «υπόμνημα στα χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 1.1 – 2.1» : φιλοσοφία ἐστὶ ζωῆς ἀνθρωπίνης κάθαρσις καὶ τελειότης, κάθαρσις μὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς ἀλογίας καὶ τοῦ θνητοειδοῦς σώματος, τελειότης δέ, τῆς οἰκείας εὐζωΐας ἀνάληψις, πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἐπανάγουσα.
[18] Όταν λέμε βέβαια Σύμπαν θα πρέπει να ξέρουμε ότι η έννοια αυτή δηλώνει:
«τους σωματικούς όγκους, τις συνολικές σφαίρες και τα συμπληρώματα καθεμίας, τις ζωτικές και νοητικές δυνάμεις που επιβαίνουν στους όγκους, και περιλαμβάνει ασφαλώς και όλους τους ίδιους τους εγκόσμιους θεούς και τηνς καθολική θεότητα του Κόσμου, από την οποία προέρχεται ο αριθμός των εγκόσμιων Θεών. Η μία θεότητα, λοιπόν, και ο ένας νους και θεία ψυχή και ο συνολικός όγκος μαζί με το συνδεδεμένο μαζί τους θείο, νοητικό, ψυχικό και σωματικό πλήθος – γιατί κάθε μονάδα έχει το συγγενικό της πλήθος – ας εννοηθούν με το “σύμπαν”. Γιατί όλα αυτά σημαίνει το “σύμπαν”.»
— Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Τίμαιο, 1.300.13 – 1.300.24» —
in Ti 1.300.13 ` to in Ti 1.300.24 τὸ δὲ <πᾶν τόδε> σημαίνει μὲν καὶ τοὺς ὄγκους τοὺς σωματικοὺς τάς τε ὅλας σφαίρας καὶ τὰ πληρώματα τὰ ἑκάστης, σημαίνει δὲ καὶ τὰς ἐποχουμένας τοῖς ὄγκοις δυνάμεις ζωτικάς τε καὶ νοεράς, περιλαμβάνει γε μὴν καὶ αὐτοὺς πάντας τοὺς ἐγκοσμίους <θεοὺς> καὶ τὴν ὅλην τοῦ κόσμου θεότητα, περὶ ἣν πρόεισιν ὁ τῶν ἐγκοσμίων θεῶν ἀριθμός· ἥ τε οὖν μία θεότης καὶ ὁ εἷς νοῦς καὶ ἡ θεία ψυχὴ καὶ ὁ ὅλος ὄγκος μετὰ τοῦ συζυγοῦντος ἀριθμοῦ θείου τε καὶ νοεροῦ, ψυχικοῦ τε καὶ σωματοειδοῦς—ἑκάστη γὰρ μονὰς ἔχει σύστοιχον ἑαυτῇ πλῆθος—ἀντὶ τοῦ παντὸς εἰλήφθω· ταῦτα γὰρ πάντα σημαίνει <τὸ πᾶν>.
[19] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 1.208.6 – 208.30» :
in Ti 1.208.6 ` to in Ti 1.208.30 καὶ δὴ καὶ προστίθησιν, ὅτι τοῖς σπουδαίοις ἡ εὐχὴ μάλιστα προσήκει, διότι συναφὴ πρὸς τὸ θεῖόν ἐστι, τῷ δὲ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον συνάπτεσθαι φιλεῖ, τοῖς δὲ θεοῖς ὁ σπουδαῖος ὁμοιότατος, καὶ διότι <ἐν φρουρᾷ> ὄντες οἱ τῆς ἀρετῆς ἀντεχόμενοι καὶ ὑπὸ τοῦ σώματος ὡς δεσμωτηρίου συνειλημμένοι δεῖσθαι τῶν θεῶν ὀφείλουσι περὶ τῆς ἐντεῦθεν μεταστάσεως, καὶ ὅτι ὡς παῖδας πατέρων ἀποσπασθέντας εὔχεσθαι προσήκει περὶ τῆς πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς ἡμῶν πατέρας, τοὺς θεούς, ἐπανόδου, καὶ ὅτι ἀπάτορές τινες ἄρα καὶ ἀμήτορες ἐοίκασιν εἶναι οἱ μὴ ἀξιοῦντες εὔχεσθαι μηδὲ ἐπιστρέφειν εἰς τοὺς κρείττονας, καὶ ὅτι καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν οἱ σοφίᾳ διενεγκόντες περὶ εὐχὰς ἐσπούδασαν, Ἰνδῶν μὲν Βραχμᾶνες, Μάγοι δὲ Περσῶν, Ἑλλήνων δὲ οἱ θεολογικώτατοι, οἳ καὶ τελετὰς κατεστήσαντο καὶ μυστήρια· Χαλδαῖοι δὲ καὶ τὸ ἄλλο θεῖον ἐθεράπευσαν καὶ αὐτὴν τὴν ἀρετὴν τῶν θεῶν θεὸν εἰπόντες ἐσέφθησαν, πολλοῦ δέοντες διὰ τὴν ἀρετὴν ὑπερφρονεῖν τῆς ἱερᾶς θρησκείας· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, ὅτι μέρος ὄντας τοῦ παντὸς δεῖσθαι προσήκει τοῦ παντός· παντὶ γὰρ ἡ πρὸς τὸ ὅλον ἐπιστροφὴ παρέχεται τὴν σωτηρίαν· εἴτε οὖν ἀρετὴν ἔχεις, παρακλητέον σοι τὸ τὴν ὅλην ἀρετὴν προειληφός· τὸ γὰρ πᾶν ἀγαθὸν αἴτιόν ἐστι καὶ σοὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ σοὶ προσήκοντος· εἴτε σωματικόν τι ζητεῖς ἀγαθόν, ἔστιν ἡ παντὸς σώματος ἐν τῷ κόσμῳ συνεκτικὴ δύναμις· ἐκεῖθεν οὖν ἐφήκειν ἀνάγκη καὶ τοῖς μέρεσι τὸ τέλειον.
[20] παρα)μονή, πρόοδος και επιστροφή.
[21] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, 1.209.13 – 211.8» :
in Ti 1.209.13 ` to in Ti 1.211.8 Πάντα τὰ ὄντα θεῶν ἐστιν ἔκγονα καὶ παράγεται ὑπ᾽ αὐτῶν ἀμέσως πάντα καὶ ἱδρύεται ἐν αὐτοῖς. οὐ γὰρ μόνον ἡ κατὰ συνέχειαν ἐπιτελεῖται τῶν πραγμάτων πρόοδος, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἀπὸ τῶν προσεχῶς αἰτίων ὑφισταμένων, ἀλλὰ καὶ αὐτόθεν ἀπὸ τῶν θεῶν ἔστιν ὅπῃ γεννᾶται τὰ πάντα, κἂν πορρωτάτω τῶν θεῶν εἶναι λέγηται, κἂν αὐτὴν εἴπῃς τὴν ὕλην• οὐδενὸς γὰρ ἀφέστηκε τὸ θεῖον, ἀλλὰ πᾶσιν ἐξ ἴσου πάρεστι. διό, κἂν τὰ ἔσχατα λάβῃς, καὶ τούτοις παρὸν τὸ θεῖον εὑρήσεις• ἔστι γὰρ πανταχοῦ τὸ ἕν, καθὸ τῶν ὄντων ἕκαστον ἐκ θεῶν ὑφέστηκε, προελθόντα δὲ πάντα ἐκ θεῶν οὐκ ἐξελήλυθεν ἀπ᾽ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐνερρίζωται ἐν αὐτοῖς• ποῦ γὰρ ἂν καὶ ἐξέλθοι, πάντα τῶν θεῶν περιειληφότων καὶ προκατειληφότων καὶ ἐν ἑαυτοῖς ἐχόντων; τὸ γὰρ ἐπέκεινα τῶν θεῶν τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι. πάντα δὲ τὰ ὄντα κύκλῳ περιείληπται ὑπὸ τῶν θεῶν καὶ ἐν αὐτοῖς ἐστι. θαυμαστὸν οὖν τινα τρόπον καὶ προῆλθε πάντα καὶ οὐ προῆλθεν. οὐ γὰρ ἀπεσπάσθη τῶν θεῶν• οὐδὲ γὰρ ἂν ἦν ἀποσπασθέντα, διότι καὶ πάντα τὰ ἔκγονα τῶν πατέρων ἀποσπώμενα πρὸς τὴν ἀχάνειαν εὐθὺς ὑποτρέχει τοῦ μὴ ὄντος• ἀλλ᾽ ἵδρυταί πως ἐν αὐτοῖς, καί, ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν, ἑαυτοῖς μὲν προελήλυθε, μένει δὲ τοῖς θεοῖς. ἐπεὶ δὲ προελθόντα καὶ ἐπιστρέφειν ἔδει μιμούμενα τὴν τῶν θεῶν ἔκ φανσίν τε καὶ εἰς τὸ αἴτιον στροφήν, ἵνα κατὰ τὴν τελεσιουργὸν τριάδα καὶ ταῦτα διατεταγμένα πάλιν ὑπὸ τῶν θεῶν περιέχηται καὶ τῶν πρωτίστων ἑνάδων, δευτέραν τινὰ δέχεται παρ᾽ αὐτῶν τελειότητα, καθ᾽ ἣν ἐπιστρέφειν δύναται πρὸς τὴν ἀγαθότητα τῶν θεῶν, ὅπως ἂν ἐρριζωμένα τὴν ἀρχὴν ἐν θεοῖς διὰ τῆς ἐπιστροφῆς αὖθις ἐν αὐτοῖς ἀπερείδηται, κύκλον τινὰ τοῦτον ἀπὸ θεῶν τε ἀρχόμενον καὶ εἰς θεοὺς λήγοντα ποιούμενα. πάντ᾽ οὖν καὶ μένει καὶ ἐπιστρέφει πρὸς τοὺς θεούς, ταύτην λαβόντα παρ᾽ αὐτῶν τὴν δύναμιν καὶ διττὰ συνθήματα κατ᾽ οὐσίαν ὑποδεξάμενα, τὰ μὲν ὅπως ἂν ἐκεῖ μένῃ, τὰ δὲ ὅπως ἂν ἐπιστρέφῃ προελθόντα. καὶ ταῦτα οὐκ ἐν ψυχαῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἑπομένοις ἀψύχοις πάρεστι θεωρεῖν. τί γὰρ ἄλλο ἐστὶ τὸ καὶ τούτοις τὴν συμπάθειαν πρὸς ἄλλας καὶ ἄλλας δυνάμεις ἐναπεργαζόμενον, ἢ τὸ σύμβολα παρὰ τῆς φύσεως εἰληχέναι, τὰ μὲν πρὸς ἄλλην, τὰ δὲ πρὸς ἄλλην οἰκειοῦντα σειρὰν θεῶν; ἄνωθεν γὰρ καὶ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐξηρτημένη τῶν θεῶν ἡ φύσις καὶ διανενεμημένη περὶ τὰς τῶν θεῶν τάξεις ἐντίθησι καὶ τοῖς σώμασι τῆς πρὸς θεοὺς αὐτῶν οἰκειότητος συνθήματα, τοῖς μὲν Ἡλιακά, τοῖς δὲ Σεληνιακά, τοῖς δὲ ἄλλου τινὸς θεῶν, καὶ ἐπιστρέφει καὶ ταῦτα πρὸς θεούς, τὰ μὲν ὡς πρὸς θεοὺς ἁπλῶς, τὰ δὲ ὡς πρὸς τούσδε τοὺς θεούς, τελεώσασα τὰ ἑαυτῆς γεννήματα κατ᾽ ἄλλην καὶ ἄλλην ἰδιότητα θεῶν. ταῦτ᾽ οὖν πολλῷ πρότερον καὶ ὁ δημιουργὸς περὶ τὰς ψυχὰς ἐνήργησε τοῦ τε μένειν αὐταῖς καὶ τοῦ ἐπιστρέφειν συνθήματα δοὺς καὶ κατὰ μὲν τὸ ἓν ἱδρύσας αὐτάς, κατὰ δὲ τὸν νοῦν τὴν ἐπιστροφὴν αὐταῖς καταχαρισάμενος. πρὸς δὲ τὴν ἐπιστροφὴν ταύτην ἡ εὐχὴ μεγίστην παρέχεται συντέλειαν συμβόλοις ἀρρήτοις τῶν θεῶν, ἃ τῶν ψυχῶν ὁ πατὴρ ἐνέσπειρεν αὐταῖς, τῶν θεῶν τὴν εὐποιίαν ἕλκουσα εἰς ἑαυτὴν καὶ ἑνοῦσα μὲν τοὺς εὐχομένους ἐκείνοις, πρὸς οὓς εὔχονται, συνάπτουσα δὲ καὶ τὸν τῶν θεῶν νοῦν πρὸς τοὺς τῶν εὐχομένων λόγους, κινοῦσα δὲ τὴν βούλησιν τῶν τελείως τὰ ἀγαθὰ περιεχόντων ἐν ἑαυτοῖς ἐπὶ τὴν ἄφθονον αὐτῶν μετάδοσιν, πειθοῦς τε οὖσα τῆς θείας δημιουργὸς καὶ ὅλα τὰ ἡμέτερα τοῖς θεοῖς ἐνιδρύουσα.
[22] Άλλωστε : «Τον υπερουράνιο τόπο λοιπόν, προς τον οποίο εκτείνει ο Ουρανός τη νοητική ζωή του, άλλοι τον χαρακτηρίζουν με άρρητα σύμβολα και άλλοι, μολονότι του δίνουν όνομα, τον άφησαν άγνωστο, χωρίς να καταφέρουν να μιλήσουν ούτε για το είδος του ούτε για το σχήμα και την μορφή του. Πηγαίνοντας ακόμα παραπάνω από αυτόν, μπόρεσαν να δηλώσουν μόνο κατ’ όνομα το πέρας των νοητών θεών, ενώ τα επέκεινα αυτού τα εκφράζουν μόνο μέσω αναλογίας, άρρητα καθώς είναι και ακατάληπτα. Επειδή όμως και μεταξύ των νοητών θεών μόνο τούτος ο θεός, που περικλείει το πατρικό διάκοσμο (Κόσμο), λέγεται ότι μπορεί να λάβει όνομα από τους σοφούς, για τούτο και η θεουργία φτάνει μέχρι αυτή τη βαθμίδα. Καθώς λοιπόν στα προ του Ουρανού έλαχε τέτοια υπεροχή της ενοειδούς υποστάσεως, καθώς εκείνα είναι ρητά και συνάμα άρρητα, φθεγκτά και άφθεγκτα, γνωστά και άγνωστα λόγω της συγγένειας τους με το Ένα, εύλογα ο Σωκράτης αποφεύγει να μιλήσει για εκείνα, δεδομένου ότι και τα ονόματα δεν μπορούν να περιλάβουν πλήρως με την ύπαρξή τους και γενικώς επειδή η διάκριση του ρητού και αρρήτου της ύπαρξης ή της δυνάμεως τους απαιτεί μια αξιοθαύμαστη πραγματεία. Μέμφεται λοιπόν την μνήμη, χωρίς να δυσπιστεί προς τους μύθους που τοποθετούν επέκεινα του Ουρανού κάποιες πρεσβύτερες αιτίες ή να μην τους θεωρεί αξιομνημόνευτους (ο ίδιος άλλωστε στον “Φαίδρο” εξυμνεί τον “υπερουράνιο τόπο”), αλλά επειδή τα πρωταρχικά Όντα δεν θα ήταν δυνατόν να απομνημονευτούν ή να γίνουν γνωστά μέσα από τις εντυπώσεις, τις δοξασίες ή τη διάνοια. Πράγματι, από τη φύση μας συνδεόμαστε δια του άνθους του νου και της υπάρξεως της ουσίας μας, σχηματίζοντας μέσω εκείνων μια αίσθηση για τη φύση τους. Αυτός ακριβώς ο εξηρημένος (υπερβατικός) χαρακτήρας τους είναι και για τη δική μας γνωστική και μνημονευτική ζωή, κατά τον Σωκράτη, αίτιο του να μην ονομάζουμε με κατηγορίες ονομάτων. Πραγματικά, είναι φυσικό τους χαρακτηριστικό το να μη γίνονται γνωστά μέσω ονομάτων. Έτσι και οι θεολόγοι δηλώνουν τις σημασίες τους μάκροθεν, βάσει της προς αυτά αναλογίας των φαινομένων. Αν επρόκειτο για πράγματα δεκτικά ονομασίας και γνωστικά προσλαμβανόμενα, θα μιλούσαμε και για τα δικά τους ονόματα.» —- Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 113.4 – 113.42». —-
Αλλά και : «ο Σωκράτης στον “Κρατύλο”, με αναλυτικό τρόπο, ξεκινώντας από τα θεϊκά ονόματα, που είναι αγάλματα των θεών, ανατρέχει στις δυνάμεις και στις ενέργειες τους. Τη θέαση των ουσιών τους, καθώς πρόκειται για άρρητες και άγνωστες, την αφήνει μόνο για το “άνθος του νου”.»
—– Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 96.1- 96.8» —-
in Cra 113.4 ` to in Cra 113.42 τὸν οὖν ὑπερουράνιον τόπον, ἐφ᾽ ὃν καὶ ὁ Οὐρανὸς ἀνατείνει τὴν ἑαυτοῦ νοερὰν ζωήν, οἱ μὲν ἀρρήτοις χαρακτηρίζουσι συμβόλοις, οἱ δὲ καὶ ὀνομάσαντες ἄγνωστον ἀπέλιπον, μήτ᾽ εἶδος αὐτοῦ μήτε σχῆμα καὶ μορφὴν εἰπεῖν ἐξ ισχύσαντες· ἀνωτέρω δ᾽ ἔτι καὶ τούτου προελθόντες τὸ πέρας τῶν νοητῶν θεῶν μόνον ὀνόματι δηλῶσαι δεδύνηνται, τὰ δ᾽ ἐπέκεινα δι᾽ ἀναλογίας μόνης, ἄρρητα ὄντα καὶ ἄληπτα, σημαίνουσιν· ἐπεὶ καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς νοητοῖς τῶν θεῶν μόνος ὁ θεὸς οὗτος, ὁ συγκλείων τὸν πατρικὸν διάκοσμον, εἶναι λέγεται παρὰ τοῖς σοφοῖς ὀνομαστός, καὶ ἡ θεουργία μέχρι ταύτης ἄνεισι τῆς τάξεως. ἐπεὶ τοίνυν τὰ πρὸ τοῦ Οὐρανοῦ τοιαύτην ἔλαχεν ὑπερβολὴν τῆς ἑνοειδοῦς ὑποστάσεως, ὡς τὰ μὲν εἶναι ῥητά τε ἅμα καὶ ἄρρητα καὶ φθεγκτὰ καὶ ἄφθεγκτα καὶ γνωστὰ καὶ ἄγνωστα διὰ τὴν πρὸς τὸ ἓν συγγένειαν, εἰκότως ὁ Σωκράτης (p 396c-e) ἐπέχει τὸν περὶ ἐκείνων λόγον, ὡς καὶ τῶν ὀνομάτων οὐ πάντῃ καταδράττεσθαι τῆς ὑπάρξεως αὐτῶν δυναμένων, καὶ ὅλως τοῦ διακρίνεσθαι τῆς ἐκείνων ὑπάρξεως ἢ δυνάμεως τό τε ῥητὸν καὶ τὸ ἄρρητον θαυμαστῆς τινος δεομένου πραγματείας. αἰτιᾶται γοῦν τὴν μνήμην, οὐ τοῖς μύθοις ἀπιστῶν τοῖς ἐπέκεινα τοῦ Οὐρανοῦ τιθεμένοις τινὰς πρεσβυτέρας αἰτίας καὶ οὐδὲν μνήμης ἀξίους αὐτοὺς νομίζων (αὐτὸς γὰρ ἐν <Φαίδρῳ> (p 247c) τὸν ὑπερουράνιον τόπον ἀνυμνεῖ), ἀλλ᾽ ὅτι μνημονευτὰ καὶ διὰ φαντασίας ἢ δόξης ἢ διανοίας γνωστὰ τὰ πρώτιστα τῶν ὄντων οὐκ ἂν γένοιτο· τῷ γὰρ ἄνθει τοῦ νοῦ καὶ τῇ ὑπάρξει τῆς οὐσίας ἡμῶν αὐτοῖς συνάπτεσθαι πεφύκαμεν. καὶ τῆς ἀγνώστου φύσεως αὐτῶν αἴσθησιν δι᾽ ἐκείνων λαμβάνομεν. αὐτὸ δὴ οὖν τὸ ἐξῃρημένον αὐτῶν καὶ τῆς γνωστικῆς ἡμῶν καὶ τῆς μνημονευτικῆς ζωῆς αἴτιον εἶναί φησιν ὁ Σωκράτης τοῦ μὴ δι᾽ ὀνομάτων τάξεως ἐκεῖνα ὀνομάζειν· οὐδὲ γὰρ δι᾽ ὀνομάτων γνωρίζεσθαι πεφύκασιν, ἀλλὰ οἱ θεολόγοι πόρρωθεν αὐτὰ σημαίνουσι ἐκ τῆς τῶν φαινομένων πρὸς ἐκεῖνα ἀναλογίας· εἰ δ᾽ ἦσαν ὀνομασταὶ καὶ διὰ γνώσεως ληπταί, καὶ περὶ ἐκείνων ἂν ἐποιησάμεθα τῆς ὀνομασίας λόγον.
in Cra 96.1 ` to in Cra 96.7 Ὅτι ἀναλυτικῶς ὁ Σωκράτης ἀπὸ τῶν θείων ὀνο μάτων, ἀγαλμάτων ὄντων τῶν θεῶν, ἐπὶ τὰς δυνάμεις αὐτῶν ἀνατρέχει καὶ τὰς ἐνεργείας· τὰς γὰρ οὐσίας αὐτῶν ὡς ἀρρήτους καὶ ἀγνώστους μόνῳ τῷ <ἄνθει τοῦ νοῦ> θεωρεῖν καταλείπει.
[23] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 1.211.8 – 1.212.1» :
in Ti 1.211.8 ` to in Ti 1.212.1 Ηγεῖται δὲ τῆς τελείας καὶ ὄντως οὔσης εὐχῆς πρῶτον ἡ γνῶσις τῶν θείων τάξεων πασῶν, αἷς πρόσεισιν ὁ εὐχόμενος· οὐ γὰρ ἂν οἰκείως προσέλθοι μὴ τὰς ἰδιότητας αὐτῶν ἐγνωκώς. διὸ καὶ <τὸ λόγιον τὴν πυριθαλπῆ ἔννοιαν> πρωτίστην ἔχειν τάξιν ἐν τῇ ἱερᾷ θρησκείᾳ παρεκελεύσατο. δευτέρα δὲ μετὰ ταύτην ἡ οἰκείωσις κατὰ τὴν πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσιν ἡμῶν τῆς συμ πάσης καθαρότητος, ἁγνείας, παιδείας, τάξεως, δι᾽ ἧς τὰ ἡμέτερα προσάγομεν τοῖς θεοῖς, ἕλκοντες τὴν ἀπ᾽ αὐτῶν εὐμένειαν καὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν ὑποκατακλίνοντες αὐτοῖς. τρίτη δὲ ἡ συναφή, καθ᾽ ἣν ἐφαπτόμεθα τῆς θείας οὐσίας τῷ ἀκροτάτῳ τῆς ψυχῆς καὶ συννεύομεν πρὸς αὐτήν. ἐπὶ δὲ ταύταις ἡ ἐμπέλασις—οὕτως γὰρ αὐτὴν καλεῖ τὸ <λόγιον· τῷ πυρὶ γὰρ βροτὸς ἐμπελάσας θεόθεν φάος ἕξει>— μείζω τὴν κοινωνίαν ἡμῖν παρεχομένη καὶ τρανεστέραν τὴν μετουσίαν τοῦ τῶν θεῶν φωτός. τελευταία δὲ ἡ ἕνωσις, αὐτῷ τῷ ἑνὶ τῶν θεῶν τὸ ἓν τῆς ψυχῆς ἐνιδρύουσα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἡμῶν τε ποιοῦσα καὶ τῶν θεῶν, καθ᾽ ἣν οὐδὲ ἑαυτῶν ἐσμεν, ἀλλὰ τῶν θεῶν, ἐν τῷ θείῳ φωτὶ μένοντες καὶ ὑπ᾽ αὐτοῦ κύκλῳ περιεχόμενοι. καὶ τοῦτο πέρας ἐστὶ τὸ ἄριστον τῆς ἀληθινῆς εὐχῆς, ἵνα ἐπισυνάψῃ τὴν ἐπιστροφὴν τῇ μονῇ καὶ πᾶν τὸ προελθὸν ἀπὸ τοῦ τῶν θεῶν ἑνὸς αὖθις ἐνιδρύσῃ τῷ ἑνὶ καὶ τὸ ἐν ἡμῖν φῶς τῷ τῶν θεῶν φωτὶ περιλάβῃ.
[24] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 1.212.1 – 1.212.12» :
in Ti 1.212.1 ` to in Ti 1.212.12 οὐκ ἄρα σμικρόν τι μόριόν ἐστιν ἡ εὐχὴ τῆς ὅλης ἀνόδου τῶν ψυχῶν, οὐδὲ ὁ τὴν ἀρετὴν ἔχων ἀπροσδεής ἐστι τῶν ἀγαθῶν τῶν ἀπὸ τῆς εὐχῆς προσ γινομένων, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον ἡ ἄνοδος δι᾽ αὐτῆς ἐπι τελεῖται καὶ μετὰ ταύτης καὶ τὸ κεφάλαιον τῆς ἀρετῆς ἡ περὶ θεούς ἐστιν ὁσιότης. ὅλως δὲ οὐδὲ ἄλλον εὔχεσθαι προσῆκεν, ἢ τὸν ἀγαθὸν <διαφερόντως>, ὥς φησιν ὁ <Ἀθηναῖος ξένος>· τούτῳ γὰρ <ἀνυσιμώτατον> γίνεται <πρὸς τὸν εὐδαίμονα βίον τὸ προσομιλεῖν θεοῖς>, τοῖς δὲ κακοῖς <τἀναντία τούτων πέφυκε> [leg. IV 716.D]· <μὴ καθαρῷ γὰρ καθαροῦ ἐφάπτεσθαι οὐ θεμιτόν> [ Phaed. 67 B ].
[25] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 1.212.12 – 1.212.28» :
in Ti 1.212.12 ` to in Ti 1.212.28 δεῖ δὴ οὖν τὸν γενναίως ἀντιληψόμενον τῆς εὐχῆς ἵλεώς τε ποιεῖσθαι τοὺς θεοὺς καὶ ἀνεγείρειν ἐν ἑαυτῷ τὰς περὶ θεῶν ἐννοίας—τὸ γὰρ προσηνὲς τῶν κρειττόνων πρώ τιστόν ἐστιν ὁρμητήριον τῆς μετουσίας αὐτῶν—καὶ ἀδια λείπτως ἔχεσθαι τῆς περὶ τὸ θεῖον θρησκείας— <2δηθύνοντι>2 γὰρ <2βροτῷ κραιπνοὶ μάκαρες τελέ θουσιν>2— καὶ τὴν τάξιν τῶν θείων ἔργων ἀσάλευτον φυλάττειν ἀρετάς τε ἀπὸ τῆς γενέσεως καθαρτικὰς καὶ ἀναγωγοὺς προβεβλῆ σθαι καὶ πίστιν καὶ ἀλήθειαν καὶ ἔρωτα, ταύτην ἐκείνην τὴν τριάδα, καὶ ἐλπίδα τῶν ἀγαθῶν ἄτρεπτόν τε ὑποδοχὴν τοῦ θείου φωτὸς καὶ ἔκστασιν ἀπὸ πάντων τῶν ἄλλων ἐπι τηδευμάτων, ἵνα μόνος τις τῷ θεῷ μόνῳ συνῇ καὶ μὴ μετὰ πλήθους τῷ ἑνὶ συνάπτειν ἑαυτὸν ἐγχειρῇ· πᾶν γὰρ τοὐν αντίον ὁ τοιοῦτος δρᾷ καὶ ἀφίστησιν ἑαυτὸν τῶν θεῶν· ὡς γὰρ οὐ θέμις μετὰ τοῦ μὴ ὄντος τῷ ὄντι προσομιλεῖν, οὕτως οὐδὲ μετὰ πλήθους τῷ ἑνὶ συνάπτεσθαι δυνατόν.
[26] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 1.212.29 – 1.213.18» :
in Ti 1.212.29 ` to in Ti 1.213.18 Ἃ μὲν οὖν περὶ εὐχῆς εἰδέναι δεῖ τὴν πρώτην, τοιαῦτα ἄττα ἐστίν, ὅτι οὐσία μὲν αὐτῆς ἡ συναγωγὸς καὶ συνδετικὴ τῶν ψυχῶν πρὸς τοὺς θεούς, μᾶλλον δὲ ἡ πάντων τῶν δευτέρων ἑνοποιὸς πρὸς τὰ πρότερα· <πάντα γὰρ εὔχεται πλὴν τοῦ πρώτου>, φησὶν ὁ μέγας <Θεόδωρος>. τελειότης δὲ ἀρχομένη μὲν ἀπὸ τῶν κοινοτέρων ἀγαθῶν, λήγουσα δὲ εἰς τὴν θείαν ἕνωσιν καὶ κατὰ μικρὸν συνεθίζουσα τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ θεῖον φῶς. ἐνέργεια δὲ δραστήριος καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀποπληρωτικὴ καὶ κοινὰ ποιοῦσα τὰ ἡμέτερα τοῖς θεοῖς. αἰτίας δὲ τῆς εὐχῆς ὡς μὲν ποιητικὰς ἀπολογιζόμεθα εἶναι τὰς δραστηρίους τῶν θεῶν δυνάμεις, τὰς ἐπιστρεφούσας καὶ ἀνακαλουμένας πάντα ἐπ᾽ αὐτοὺς τοὺς θεούς, ὡς δὲ τελικὰς τὰ ἄχραντα ἀγαθὰ τῶν ψυχῶν, ἃ δὴ καρποῦνται ἐνιδρυνθεῖσαι τοῖς θεοῖς, ὡς δὲ παραδειγματικὰς τὰ πρωτουργὰ αἴτια τῶν ὄντων, ἃ καὶ προῆλθεν ἐκ τἀγαθοῦ καὶ ἥνωται πρὸς αὐτὸ κατὰ μίαν ἄρρητον ἕνωσιν, ὡς δὲ εἰδικὰς τὰ ἀφομοιωτικὰ τῶν ψυχῶν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τελεσιουργὰ τῆς ὅλης αὐτῶν ζωῆς, ὡς δὲ ὑλικὰς τὰ συνθήματα τὰ ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ ταῖς οὐσίαις αὐτῶν ἐνδοθέντα πρὸς ἀνάμνησιν τῶν ὑποστησάντων αὐτάς τε καὶ τὰ ἄλλα θεῶν.
[27] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.13» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 5.13 Ἡ φιλοσοφία τήν τε λήθην καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀιδίων λόγων αἰτιᾶται τῆς τε ἀποφοιτήσεως τῆς ἀπὸ τῶν θεῶν καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἐπιστροφῆς· τὰ δὲ λόγια, τῶν πατρικῶν συνθημάτων. Συνᾴδει δὲ ἀμφότερα· συνέστηκε γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τῶν θείων συμβόλων· ὧν οἱ μέν εἰσιν ἀπὸ τῶν νοερῶν εἰδῶν, τὰ δὲ ἀπὸ τῶν θείων ἑνάδων· καὶ ἐσμὲν εἰκόνες μὲν τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ἀγάλματα [τὰ] δὲ τῶν ἀγνώστων συνθημάτων. Καὶ ὥσπερ πᾶσα ψυχὴ πάντων μέν ἐστι πλήρωμα τῶν εἰδῶν, κατὰ μίαν δὲ ὅλως αἰτίαν ὑφέστηκεν, οὕτω καὶ πάντων μὲν μετέχει τῶν συνθημάτων, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ θεῷ, ἀφώρισται δὲ ἡ ὕπαρξις ἐν ἑνί, καθὸ συνάγεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ πλῆθος εἰς μίαν κορυφήν.
[28] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 5.26.1 – 5.26.6» :
Myst 5.26.1 ` to Myst 5.26.6 Επεὶ δὲ μέρος τῶν θυσιῶν οὐ τὸ σμικρότατόν ἐστι τὸ τῶν εὐχῶν, συμπληροῖ τε αὐτὰς ἐν τοῖς μάλιστα, καὶ διὰ τούτων κρατύνεται αὐτῶν καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πᾶν ἔργον, κοινήν τε συντέλειαν ποιεῖται πρὸς τὴν θρησκείαν, καὶ τὴν κοινωνίαν ἀδιάλυτον ἐμπλέκει τὴν ἱερατικὴν πρὸς τοὺς θεούς,
[29] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 5.26.9 – 5.26.41» :
Myst 5.26.9 ` to Myst 5.26.41 Φημὶ δὴ οὖν ὡς τὸ μὲν πρῶτον τῆς εὐχῆς εἶδός ἐστι συναγωγόν, συναφῆς τε τῆς πρὸς τὸ θεῖον καὶ γνωρίσεως ἐξηγούμενον· τὸ δ᾽ ἐπὶ τούτῳ κοινωνίας ὁμονοητικῆς συνδετικόν, δόσεις τε προκαλούμενον τὰς ἐκ θεῶν καταπεμπομένας πρὸ τοῦ λόγου, καὶ πρὸ τοῦ νοῆσαι τὰ ὅλα ἔργα ἐπιτελούσας· τὸ δὲ τελεώτατον αὐτῆς ἡ ἄρρητος ἕνωσις ἐπισφραγίζεται, τὸ πᾶν κῦρος ἐνιδρύουσα τοῖς θεοῖς, καὶ τελέως ἐν αὐτοῖς κεῖσθαι τὴν ψυχὴν ἡμῶν παρέχουσα. Εν τρισὶ δὲ τούτοις ὅροις, ἐν οἷς τὰ θεῖα πάντα μετρεῖται, τὴν πρὸς θεοὺς ἡμῶν φιλίαν συναρμόσασα καὶ τὸ ἀπὸ τῶν θεῶν ἱερατικὸν ὄφελος τριπλοῦν ἐνδίδωσι, τὸ μὲν εἰς ἐπίλαμψιν τεῖνον, τὸ δὲ εἰς κοινὴν ἀπεργασίαν, τὸ δὲ εἰς τὴν τελείαν ἀποπλήρωσιν ἀπὸ τοῦ πυρός· καὶ ποτὲ μὲν προηγεῖται τῶν θυσιῶν, ποτὲ δ᾽ αὖ μεταξὺ διαλαμβάνει τὴν ἱερουργίαν, ἄλλοτε δ᾽ αὖ τὸ τέλος τῶν θυσιῶν ἀποπληροῖ· ἔργον τε οὐδὲν ἱερατικὸν ἄνευ τῶν ἐν ταῖς εὐχαῖς ἱκετειῶν γίγνεται. Ἡ δ᾽ ἐν αὐταῖς ἐγχρονίζουσα διατριβὴ τρέφει μὲν τὸν ἡμέτερον νοῦν, τὴν δὲ τῆς ψυχῆς ὑποδοχὴν τῶν θεῶν ποιεῖ λίαν εὐρυτέραν, ἀνοίγει δὲ τοῖς ἀνθρώποις τὰ τῶν θεῶν, συνήθειαν δὲ παρέχει πρὸς τὰς τοῦ φωτὸς μαρμαρυγάς, κατὰ βραχὺ δὲ τελειοῖ τὰ ἐν ἡμῖν πρὸς τὰς τῶν θεῶν συναφάς, ἕως ἂν ἐπὶ τὸ ἀκρότατον ἡμᾶς ἐπαναγάγῃ, καὶ τὰ μὲν ἡμέτερα τῆς διανοίας ἤθη ἠρέμα ἀνέλκει, τὰ δὲ τῶν θεῶν ἡμῖν ἐκδίδωσι, πειθὼ δὲ καὶ κοινωνίαν καὶ φιλίαν ἀδιάλυτον ἐγείρει, τόν τε θεῖον ἔρωτα συναύξει, καὶ τὸ θεῖον τῆς ψυχῆς ἀνάπτει, ἀποκαθαίρει τε πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς ψυχῆς, καὶ ἀπορρίπτει τοῦ αἰθερώδους καὶ αὐγοειδοῦς πνεύματος περὶ αὐτὴν ὅσον ἐστὶ γενεσιουργόν, ἐλπίδα τε ἀγαθὴν καὶ τὴν περὶ τὸ φῶς πίστιν τελειοῖ, καὶ τὸ ὅλον εἰπεῖν, ὁμιλητὰς τῶν θεῶν, ἵνα οὕτως εἴπωμεν, τοὺς χρωμένους αὐταῖς ἀπεργάζεται.
[30] ΠρΒλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 5.26.42 – 5.26.46» :
Myst 5.26.42 ` to Myst 5.26.64 Εἰ δὴ τοῦτό ἐστιν ὅπερ εὐχὴν ἄν τις εἴποι, δρᾷ τε ἐν ἡμῖν τοσαῦτα ἀγαθὰ τὸ τοιοῦτον, ἔχει τε πρὸς τὰς θυσίας ἣν εἰρήκαμεν κοινωνίαν, πῶς οὐ καὶ διὰ τούτου καταφανὲς γίγνεται τὸ τῶν θυσιῶν τέλος, ὡς συναφῆς καὶ αὐτὸ δημιουργικῆς μετείληχεν ἐπειδὴ δι᾽ ἔργων οἰκειοῦται τοῖς θεοῖς, τό τε ἀγαθὸν αὐτῆς ὡς τοσοῦτόν ἐστιν ὅσον ἀπὸ τῶν δημιουργικῶν αἰτίων καταπέμπεται εἰς ἀνθρώπους; καὶ μὴν ἀπ᾽ ἐκείνου γε αὖθις τὸ τῶν εὐχῶν ἀναγωγὸν καὶ τελεσιουργὸν καὶ ἀποπληρωτικὸν εὔδηλον γίγνεται, πῶς μὲν δραστήριον πῶς δὲ ἡνωμένον ἐπιτελεῖται πῶς δὲ ἔχει τὸν ἐνδιδόμενον ἀπὸ τῶν θεῶν κοινὸν σύνδεσμον· τὸ τρίτον τοίνυν, ὡς ἄμφω δι᾽ ἀλλήλων βεβαιοῦται, καὶ δύναμιν ἐντίθησιν εἰς ἄλληλα ἁγιστείας τελείαν ἱερατικήν, ῥᾳδίως ἄν τις ἀπὸ τῶν εἰρημένων κατανοήσειεν. Διόπερ δὴ δι᾽ ὅλων φαίνεται τῆς ἱερατικῆς ἀγωγῆς ἡ πᾶσα σύμπνοια καὶ συνέργεια πρὸς ἑαυτήν, ζῴου παντὸς μᾶλλον συμφυῆ τὰ μόρια ἑαυτῆς παντάπασι κατὰ μίαν συνέχειαν συνάπτουσα, ἧς οὐδέποτε δεῖ καταμελεῖν, οὐδὲ τὰ ἡμίση μέρη αὐτῆς ἐγκρίνοντας τὰ ἄλλα ἀποδοκιμάζειν· ὁμοίως δὲ πᾶσιν ἐγγυμνάζεσθαι καὶ δι᾽ ὅλων αὐτῶν τελειοῦσθαι χρὴ τοὺς ἐθέλοντας εἰλικρινῶς τοῖς θεοῖς συνάπτεσθαι.