Ευστάθιος Δ. Κεφάλας: «Ύβρις προς ικέτες, ξένους, ομόγνοιους & ορφανά», από: eleysis69 (Θρησκεία Ελλήνων), τελευταία πρόσβαση: 14η Μεσούντος Βοηδρομιώνος του τέταρτου έτους της 698ης Ολυμπιάδος / 16. Σεπτεμβρίου 2016.
Ύβρις προς ικέτες, ξένους, ομόγνοιους & ορφανά : η εξ αυτής προκαλούμενη των Θεών μήνις
κεφάλαια μελέτης
-
Ύβρις προς ικέτες & ορφανά
-
Ύβρις προς ξένους
-
Ύβρις προς ομόγνοιους(δια αίματος συγγενείς)
-
Ενδοοικογενειακή βία : ύβρις προς ικέτη & ομόγνοιο
-
Μήνις Θεών
-
Ύβρις μοιχείας
-
Ύβρις προς γονείς-προγόνους
-
Ύβρις προς ικέτη στα Ομηρικά έπη
-
Καθαρμοί
-
Παλαιά μιάσματα – κνώδαλα βροτοφθώρα
-
Ο Επιμενίδης ο Κρής και το Κυλώνειο άγος
-
Προβληματισμοί και ερωτήματα
-
Η ανθρωπότητα ως ολότητα
-
Αιώνιο προς την ανθρωπότητα μήνυμα
«Ζεὺς ἐτεὸν τὰἕκαστ᾽ἐπιδέρκεται, οὐδέ μιν ἄνδρες λήθομεν ἔμπεδον οἵ τε θεουδέες οὐδὲ δίκαιοι.»[1]
«τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων, [οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,] πλουτοδόται·»[2]
«Τὰ δὲ μέσα γένη κρίσεως ἔφορα τυγχάνει· συμβουλεύει τε ἃ δεῖ ποιεῖν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι προσήκει, καὶ πρὸς μὲν τὰ δίκαια ἔργα συναίρεται, διακωλύει δὲ τὰ ἄδικα, πολλούς τε τῶν ἐπιχειρούντων ἀφαιρεῖσθαί τι τῶν ἀλλοτρίων παρὰ δίκην ἢ λυμαίνεσθαί τινα πλημμελῶς ἢ ἀπολλύναι, αὐτοὺς ἐποίησε παθεῖν ταῦτα οἷα ἄλλους διενοοῦντο ἐργάζεσθαι.»[3]
«Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος, ἀγλαομόρφου, ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ θρόνον ἱερὸν ἵζει οὐρανόθεν καθορῶσα βίον θνητῶν πολυφύλων, τοῖς ἀδίκοις τιμωρὸς ἐπιβρίθουσα δικαία, ἐξ ἰσότητος ἀληθείαι συνάγουσ᾽ ἀνόμοια· πάντα γάρ, ὅσσα κακαῖς γνώμαις θνητοῖσιν ὀχεῖται δύσκριτα, βουλομένοις τὸ πλέον βουλαῖς ἀδίκοισι, μούνη ἐπεμβαίνουσα δίκην ἀδίκοις ἐπεγείρεις· ἐχθρὰ τῶν ἀδίκων, εὔφρων δὲ σύνεσσι δικαίοις. ἀλλά, θεά, μόλ᾽ ἐπὶ γνώμαις ἐσθλαῖσι δικαία, ὡς ἂν ἀεὶ βιοτῆς τὸ πεπρωμένον ἦμαρ ἐπέλθοι.»[4]
«Δικαιοσύνης, θυμίαμα λίβανον. Ὦ θνητοῖσι δικαιοτάτη, πολύολβε, ποθεινή, ἐξ ἰσότητος ἀεὶ θνητοῖς χαίρουσα δικαίοις, πάντιμ᾽, ὀλβιόμοιρε, Δικαιοσύνη μεγαλαυχής, ἣ καθαραῖς γνώμαισ‹ιν› ἀεὶ τὰ δέοντα βραβεύεις, ἄθραυστος τὸ συνειδὸς ἀεί· θραύεις γὰρ ἅπαντας, ὅσσοι μὴ τὸ σὸν ἦλθον ὑπὸ ζυγόν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ αὐτοῦ πλάστιγξι βριαραῖσι παρεγκλίναντες ἀπλήστως· ἀστασία‹σ›τε, φίλη πάντων, φιλόκωμ᾽, ἐρατεινή, εἰρήνηι χαίρουσα, βίον ζηλοῦσα βέβαιον· αἰεὶ γὰρ τὸ πλέον στυγέεις, ἰσότητι δὲ χαίρεις· ἐν σοὶ γὰρ σοφίη ἀρετῆς τέλος ἐσθλὸν ἱκάνει. κλῦθι, θεά, κακίην θνητῶν θραύουσα δικαίως, ὡς ἂν ἰσορροπίαισιν ἀεὶ βίος ἐσθλὸς ὁδεύοι θνητῶν ἀνθρώπων, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσι, καὶ ζώιων πάντων, ὁπόσ᾽ ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς.»[5]
Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Αμφικτύων) – 22/07/2015
[1] Βλ., Απολώνιος Ρόδιος «Αργοναυτικά, βιβλίο β΄, στ. 1179 – 1180».
[2] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 122 – 126».
[3] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 4.1.17 – 4.1.28».
[4] Βλ., Ορφικός Ύμνος Δίκης.
[5] Βλ. Ορφικός Ύμνος Δικαιοσύνης.
1. Ύβρις προς ικέτες &ορφανά
«Κάποτε έπεσε ξηρασία στους Δελφούς και ακολούθησε λιμός. Οι Δελφιείς ήξεραν ότι δεν θα επιζούσα με τα τρόφιμα που είχαν απομείνει. Αποφάσισαν να παρουσιαστούν όλοι, μα τις γυναίκες και τα παιδιά τους στο βασιλιά, ως ικέτες. Ο Βασιλιάς εμφανίστηκε και τους κοίταξε. Ο Βασιλιάς έπαιρνε κριθάρι[1] και όσπρια[2] και τα μοίραζε στους κατοίκους. Άρχισε από τους γνωστούς τους. Καθώς πλησίαζαν οι φτωχότεροι, οι υπηρέτες βύθιζαν όλο και λιγότερο τα χέρια του στα καλάθια και έδιναν μικρότερες μερίδες. Κάποτε τα καλάθια άδειασαν, αλλά μπροστά στον βασιλιά στεκόταν αρκετοί φτωχοί, ανάμεσά τους μια μικρή παιδούλα, η Χάριλα, μια ορφανή από γονείς και απροστάτευτη, προχώρησε προς το μέρος του βασιλιά για να ζητήσει τροφή. Ο Βασιλιάς, βλοσυρά έβγαλε το σανδάλι του την ράπισε και το πέταξε στο πρόσωπο της. Η ορφανή μπήκε στο πλήθος και έφυγε. Βγήκε από την πόλη και κατευθύνθηκε στις πλαγιές των Φαιδριάδων, έφτασε σε ένα ξέφωτο και λύνοντας την ζώνη της έφτιαξε θηλιά γύρω από το λαιμό της, κοντά σε ένα μεγάλο δέντρο. Μετά κρεμάστηκε από ένα κλαδί του. Στους Δελφούς ο λιμός εξακολουθούσε να μένετε. Παρουσιάστηκαν και ασθένειες. Ο βασιλιάς πήγε στην Πυθία : “Εξευμενίστε/εξαγνίστε[3] την Χάριλα, την παρθένα αυτοθάνατον” του είπε. Μόλις έμαθε ότι το όνομα αυτό άνηκε στην μικρή που ράπισε, επιτέλεσε θυσία μετά καθαρμού και έδωνε τροφή σε όλου, ξένους και πολίτες, μαζί με ένα είδωλο της παιδούλας, όταν δε πήραν όλοι από ένα ο βασιλιάς ράπισε το είδωλο και η αρχηγός των Θυιάδων[4] κρέμασε με σχοινί το ειδώλιο από γκρεμό φαραγγιού και έθαψαν την μικρή παιδούλα εκεί που την βρήκαν.»[5]
Η μικρή Χάριλα ήταν ικέτης για την ζωή της και ο βασιλιάς διέπραξε ύβρις απέναντι στον «Ζεὺς ἀφίκτωρ»[6]. Ο λόγος – κατά πως λέγει ο Ησίοδος – είναι ότι:
«Όσοι έχουν στον νου τους την κακή ύβρης και τα κακουργήματα, προς δίκη τεκμαίρετε ο ευρύοπας Κρονίδης Ζεύς. Πολλές φορές ολόκληρη πόλη έπαθε από τον κακό άνθρωπο που μηχανεύεται ανόσιες πράξεις. Σε τούτους ουράνοθεν ο Κρονίδης δίνει μεγάλη συμφορά, λιμό μαζί με λοιμό. Πεθαίνουν οι λαοί, ουδέ τίκτουν οι γυναίκες και γκρεμίζονται οι οίκοι, σύμφωνα με τη σοφή θέληση του Ολύμπιου Ζηνός. Άλλοτε πάλι ο Κρονίδης ή τους καταστρέφει μεγάλο στρατό ή τους τιμωρεί στο κάστρο τους ή στα καράβια τους στην θάλασσα.»[7]
Καθώς επίσης κατά πως λέγει ο Ησίοδος :
«Και τα χρήματα δεν πρέπει να τα αρπάζουμε. Το βέλτιστο είναι να είναι θεόσδοτα. Γιατί και αν κανείς μαζέψει με την υλική βία μεγάλο πλούτο, ή αν τον κλέψει με απάτη, όπως συμβαίνει πολλές φορές, όταν πια το κέρδος ξεπλανέψει το νου των ανθρώπων και η αναίδεια νικήσει την αιδώ, γρήγορα οι Θεοί τον αφανίζουν και γκρεμίζουν τον οίκο αυτού του ανθρώπου, και ο πλούτος λίγο καιρό τον συντροφεύει. Τα ίδια παθαίνει και όποιος κάνει κακό σε ικέτη και ξένο, και όποιος ανέβει στο κρεβάτι του αδελφού του για συνουσιαστεί με την γυναίκα του, κάνοντας ανάξια πράγματα, και όποιος με τις αμυαλιές του ζημιώνει κάποιου τα ορφανά τέκνα, και όποιος στον γέροντα γονιό του, που βρίσκεται στα άχαρο κατώφλι των γερατειών, σηκώνει αμάχη πληγώνοντας τον με βαριά λόγια. Εναντίον τούτου, αλήθεια, ο ίδιος ο Ζευς αγανακτεί και τέλος στις άδικες αυτές πράξεις δίνει σκληρή αμοιβή.»[8]
Σχολιάζοντας ο Πρόκλος τους πρώτους στίχους μας λέγει ότι :
«όταν υπάρχει ένας πονηρός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον ένα & κολλάει την πονηριά σαν νόσημα & μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει & κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας πονηρός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την πονηριά του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν ο Αγαμέμνων συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, ο λοιμός απλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα. Και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι έγιναν συνένοχοι, επειδή δεν αγανάχτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους αδίκους παραλείποντας να σταματήσουμε την δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε.»[9]
Το αυτό γεγονός αναφέρεται και εκ του Αισχύλου, στην τραγωδία του «Επτά επί Θήβας», όπου βλέπουμε τον Ετεοκλή να λέγει :
«Τύχη ψεύτική[10], που σμίγει με τους δυσσεβέστερους δίκαιος άνδρας. Σε όποια δουλειά, σαν την κακή τη συντροφιά χειρότερο δεν είναι. Προκοπή δεν βλέπεις. Αν ένας ευσεβής ανήρ στο ίδιο καράβι μπει μαζί με ναύτες που σκαρώνουν κάποια πανουργία, βούλιαξε, πάει, με το θεόπτυστο[11] σινάφι.[12] Κι αν, δίκαιος όντας, βρεθεί να έχει συμπολίτες άσεβους[13] και εχθρόξενους[14], στην ίδια απόχη πέφτει μοιραία, κι από το μαστίγιο χτυπημένος το θείο, που τους χτυπά, χαμένος πάει. Έτσι και ο μάντης τούτος, ο γιός του Οικλέα λέω, σώφρων, δίκαιος, αγαθός, ευσεβής ανήρ, μέγας προφήτης, μιας και που χωρίς να το θέλει, έσμιξε με τους ανόσιους & θρασυστόμους[15] αυτούς, που δρόμο αγύριστο έχουν πάρει, στο Άδη αντάμα θα συρθεί, Διός θάλλοντος»[16]
Ενώ με τους επόμενους 8 στίχους που παραθέτουμε ο Ησίοδος, λέγει ο Πρόκλος, αναφέρεται σε αμαρτήματα τα οποία συνίστανται σε πράξεις προερχόμενες από μια ανόσια ζωή, λέγει δε ότι :
«αυτά είναι η περιφρόνηση του ικέτη, το κακουργείν στους ξένους, το διαφθείρειν την του αδελφού γυναίκα το αμαρτάνειν περί τα ορφανά, το υβρίζειν τους γέροντες γονείς. Γιατί με καθετί παρόμοιο, λέει, ο Ζεύς, “αγαναχτεί”, δηλαδή τα μέμφεται & επιφέρει την τιμωρία. Μνημόνευσε, μάλιστα, ιδιαιτέρως τον Ζευς, επειδή σε αυτόν απέδιδαν όλες τις παρόμοιες προσωνυμίες, αποκαλώντας εκείνον Ικέσιο ως έφορο των ικετών και Ξένιο ως προστάτη των ξένων, Ομόγνοιο[17] ως τον φύλακα των συγγενών και των προς των ομόγνοιους καθηκόντων. Έτσι τον έλεγαν και Κηδεμόνα όσων ζούσαν στην ορφάνια, θεωρώντας εκείνον πατέρα όλων, ακόμα και όσων δεν είχαν ποια ανθρώπινους πατέρες, και βοηθό των αδικημένων εκ των παιδιών τους. Γιατί οι πατέρες είναι αγάλματα του Διός, του πατέρα όλων. Και ασεβείς προς τα ομοιώματά των Θεών δίνουν την ασέβειά τους προς τους ίδιους τους Θεούς στους οποίους ανήκουν τα αγάλματα. Επομένως, δικαιολογημένα είπε ο Ησίοδος ότι ο Ζεύς αγαναχτεί με αυτούς και ότι αποδίδει βαριά τιμωρία σε όλους μαζί για τις άδικες πράξεις τις οποίες απαρίθμησε». [18]
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ασέβεια απέναντι σε ξένο, ομόγνοιο-συγγενή & ικέτη προκαλεί την μήνις των Θεών. Όντας ασέβεια απέναντι στον Ικέσιο, Ξένιο & Ομόγνοιο Ζεύς που τους προστατεύει!
Χαρακτηριστική η σκηνή της ικεσίας του Ιάσωνα προς την Μήδεια για να βοηθήσει αυτή τους Αργοναύτες να επιτελέσουν τους άθλους που τους έβαλε ο πατέρας της Αϊτής για να τους δώσει ως αντάλλαγμα το χρυσόμαλλο κώας :
«Σε παρακαλώ[19] προς Εκάτην, των γονιών σου και Διός που βάζει το χέρι του πάνω από τους ικέτες και τους ξένους. Κι εγώ ικέτης και συνάμα ξένος ήρθα εδώ, γονατιστός μες στην σκληρή ανάγκη, γιατί χωρίς εσάς δεν θα καταφέρω τον άθλο. Ύστερα την ευγνωμοσύνη μου θα σου αποδώσω για την αρωγή σου, κατά πως είναι θεμιστό, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που μένουν μακριά, υμνώντας το όνομα σου και την φήμη σου. Το ίδιο και οι άλλοι ήρωες γυρίζοντας στην Ελλάδα θα μιλούν για σένα, κι όμοια των ηρώων η γυναίκες και οι μητέρες, αυτές που τώρα κάθονται κάπου στην παραλία και θα θρηνούν για μας. Εσύ μπορείς να σκορπίσεις τη φοβερή την θλίψη. Κάποτε έσωσε το Θησέα από κακών αγώνων η εύφρονως παρθενική Μινωίς Αριάδνη, αυτή που γέννησε η Πασιφάη, η κόρη του Ήλιου. Εκείνη, όταν ο Μίνωας την οργή του κοίμισε, μπήκε στο πλοίο με τον Θησέα κι έφυγε από την πατρίδα της. Κι αυτή ακόμα και αθάνατοι την αγαπούν, και η απόδειξη στο μέσον του αιθέρα στεφάνι αστεριών, που το ονομάζουν της Αριάδνης, ολονυχτίς περιστρέφεται ανάμεσα στις ουράνια είδωλα. Έτσι και για σένα θέοθεν θα έρθει χάρις, αν σώσεις ομάδα τόσων άριστων ανδρών. Στ’ αλήθεια η ωραία σου μορφή δείχνει πως ξεχωρίζεις στα ευγενή έργα».[20]
Αλλά και η σκηνή στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου όπου ο Χορός λέγει:
«Φώναξε[21] οι ύμνοι σου να φέρουν τις ικεσίες σου στα ουράνια, στους Θεούς και στις Θεές. Μα από πού θα πραγματοποιηθούν για μένα στο τέλος ; Στον αγώνα μου ρίξε λιτανευτική[22] ματιά, πατέρα, και να δεις τη βία όχι με βλέμμα φιλικό, όπως τους πρέπει. Σεβάσου τους ικέτες σου, γαιάοχε[23] παγκρατές Ζεύς». [24]
Αλλά και στο σημείο από τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου όπου ο Δαναός μιλώντας προς τις κόρες του, τις Δαναΐδες, τους λέγει :
«τούτη την κοινοβωμία[25] απάντων των ανάκτων σέβεσθαι[26]. Ύστερα καθίστε στον αγνό τούτο χώρο σαν εσμός πελειάδων φοβισμένων από ομόπτερα γεράκια, αδέλφια που γεννήθηκαν εχθροί και θέλουν να μολύνουν το ίδιο τους το γένος.»[27]
Μάλιστα ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Ικέτιδες» λέγει δια στόματος χορού αφενός πως :
«Βαρύς είναι ο του Ζηνός Ικεσίου κότος»[28],
αφετέρου :
«Πρέπει να σεβασθώ τον κότον[29] του Διός Ικτήρος[30]. Ύψιστος φόβος για τους βροτούς.»[31]
Η γνώση της ύβρις αυτής και ο βωμός των θεών, γενικά αλλά ιδικά του Ικέσιου & Ξένιου Διός, είναι κάτι που φαίνεται πεντακάθαρα στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου που δια στόματος Δαναού λέγεται αφενός ό,τι :
«Μα είτε χωρίς κακό σκοπό, ή αντίθετα κεντρισμένος από σκληρή οργή, έρχεται κατά μας ο στρατός ετούτος, το καλλίτερο θα είναι, για παν ενδεχόμενο, ω κόρες μου, να συνταχτείτε στο λόφο τούτο, των Θεών των αγωνίων[32]. Γιατί είναι ανώτερος[33] ο βωμός από πύργο, άρρηκτη ασπίδα. Αλλά, περπατάτε γρήγορα, με λευκοστεφείς[34] ικτήρας, αγάλματα του Αίδοιου Διός»[35],
αφετέρου όταν ο Πελασγός, βασιλέας των Αργείων, παίρνει απόφαση να δεχτεί η πόλη του Άργους τον Δαναό και τις κόρες του ως μέτοικους, λέγει ο Δαναός και εν συνεχεία ο Χορός τα κάτωθι. Μάλιστα η περίπτωση των Δαναΐδων είναι πολύ ιδιαίτερη, καθώς είναι ταυτόχρονα Ικέτες, ομόγνοιες, πολίτες & ξένες, για τους Αργείους – (ο Αισχύλος τους ονομάζει «αστόξενους»[36], καθώς κατάγονται τόσο ο Πελασγός όσο και ο Δαναός με τις θυγατέρες από την Ιώ.). Να τι λέγετε :
«Δαναός : Τέτοια τους έπεισε να πάρουν απόφαση ο βασιλιάς των Πελασγών, καλώντας την πολιτεία να μην παχύνει του Ικέσιου Ζηνός τον μέγα κότον σε μελλοντικούς καιρούς μιας που εμείς είμαστε συγχρόνως και πολίτες και λέγοντας τους πως μπορεί το μίασμα διπλό να γένει για την πόλη, θεριό αδάμαστο που δεν θα χορτάσει από τη συμφορά. Τέτοια σαν άκουσε ο λαός του Άργους αμέσως σήκωσε τα χέρια κι εψήφισε, χωρίς να περιμένει τον κλήτορα : “έτσι να είναι αυτά”. Τα δημηγορικά τα λόγια τόσο πρόθυμα τα άκουσε ο δήμος των Πελασγών και ο Ζεύς έβγαλε στο τέλος την απόφαση.
Χορός : Εμπρός λοιπόν για τους Αργείους ας πούμε ευχές αγαθές, αγαθών ποινές, Κι άμποτε ο Ζεύς ο Ξένιος του ξένιου στόματος τις τιμές να επαληθεύσει. Και εσείς Διογενείς[37], τώρα είναι η ώρα να ακούσετε τις ευχές μου που θα σκορπίσω για τούτη την γενιά. Ποτέ τούτη η γη να μην την αφανίσει το πυρ του λυσσασμένου Άρη που η βοή του σταματά τους χορούς και θερίζει τους ανθρώπους σε αλλιώτικους κάμπους, γιατί μας σπλαχνίστηκαν και μας έδωσαν ευνοϊκή ψήφο, και σεβάστηκαν τους ικέτες του Διός, το αζήλευτο κοπάδι μας. Ούτε υπέρ ανδρών έδωκαν την ψήφο τους. Περιφρονώντας τον γυναικών το δίκαιο, αλλά σκέφτηκαν τον ακοίμητο δυσπολέμιτο επίσκοπο τον Ζεύς, που μόλυσμα αξέβγαλτο φέρνει σε όποιου σπιτιού τη σκεπή βαρύς καθίσει. Γιατί σεβάστηκαν ομόαιμους, Ζηνός αγνού ικέτες. Γι’ αυτό και οι βωμοί τους, που αρέσκονται οι Θεοί, θα είναι καθαροί. Έτσι λοιπόν από τα στόματά μας που σκιάζουν της ικεσίας τα κλαδιά της ικεσίας, ας υψωθεί ευχή που ζητά τη δόξα τους. Ποτέ κακό θανατικό την πόλη τους από άντρες να μην ερημώσει, μήτε ξένος με ντόπιων σφαγές με αίμα να βάψει το χώμα τούτης της γης. Και της νιότης ο ανθός αθέριστος να είναι και μήτε της Αφροδίτης εραστής ο ανθρωπομακελάρης Άρης τρίχα να μην τους αγγίξει. Και από τιμημένους γέροντες να είναι οι γιομάτες οι πρεσβυτοδόκοι γύρω από τους φλέγοντες βωμούς, ώστε η πόλη να καλοκυβερνιέται, με υπέρτατο σεβασμό προς τον Ζήνα τον Ξένιο, που με πανάρχαιους νόμους διοικεί την μοίρα. Κι ευχόμαστε αιώνια απανωτοί να γεννιούνται άρχοντες σε ετούτη την χώρα κι η Εκάτη με τη την Αρτέμιδα να εφορεύει των γυναικών τις γέννες. Μήτε κανένα ανδροφόνο κακό θανατικό να έρθει να ξεκληρίσει τούτη την πόλη και να αρματώσει έναν Άρη άχορον ακίθαρον δακρυγόνον ξεσηκώνοντας ένδημη αμάχη. Και άπειρες οι θλιβερές αρρώστιες μακριά από των πολιτών ας πάνε να καθίσουν το κεφάλι, και ευμενής ο Λύκειος να στέκεται σε ολόκληρη την νεολαία. Πλούσια σε καρπούς και δοσίματα ο Ζεύς ας κάμει τη γη τούτη σε όλες τις εποχές. Πολύγεννα τα κοπάδια που βόσκουν στους αγρούς ας γίνουν και οι Δαίμονες ας τα περιφρουρούν. Και επί των βωμών δοξαστικοί ας αντηχήσουν οι θεϊκοί ύμνοι από τους υμνωδούς και στόματα αγνά ας υψώσουν λόγους με την λύρα συνοδεία. Απείραχτο ας φυλά το συμβούλιο, που τον κυβερνά την πόλη, προβλεπτική ευκοινομήτις[38] εξουσία. Και με τους ξένους ευκολοσίμβίβααστοι ας είναι, προτού εξοπλίσουν Άρη, ας λύνουν τις διαφορές τους με συνθήκες. Και στους εγχώριους Θεούς που τούτη την γη πήραν για κλήρο, πάντα τις πατρώες δαφνηφόρες θυσίες βοδιών ας προσφέρουν. Γιατί το προς τους γονείς σέβας είναι η τρίτη εντολή ή γραμμένη στους θεσμούς της Δίκης που της πρέπει η μέγιστη τιμή.»[39]
Το ότι έπεσε στους Δελφούς λιμός οφείλεται στο ότι κατά πως λέγει ο Ησίοδος :
«όσοι όμως βγάζουν ορθές αποφάσεις για τους ξένους και στους ένδημους[40] και δεν βγαίνουν καθόλου έξω από το δίκαιο, τούτων ευημερεί η πόλη και προκόβουν οι λαοί που είναι σε αυτή. Και μένει στη χώρα τους η κουροτρόφος ειρήνη, ούτε ποτέ ορίζει γι’ αυτούς ο ευρύοπας Ζεύς τον φοβερό πόλεμο. Και ούτε η πείνα ούτε άλλο βλάψιμο ακολουθεί ποτέ τους δίκαιους ανθρώπους, και τούτοι χαίρονται σε συμπόσια τους καρπούς από τα φροντισμένα τους χωράφια. Για τούτους η γη παράγει άφθονα αγαθά, και στα όρη η δρυς φέρνει στην κορφή βελανίδια και στην μέση μέλισσες. Και τα μαλλωτά τους πρόβατα είναι φορτωμένα μαλλιά, και οι γυναίκες γεννάνε τέκνα όμοια με τους γονείς τους και προκόβουν από καλά ως το τέλος. Και ούτε με καράβια ταξιδεύουν, αφού τους προσφέρει τους καρπούς της η ζείδωρος αρούρα[41]».[42]
Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος λέγει πως :
«οι επίμαχοι στίχοι αναφέρονται στους θεοφιλείς. Και αυτοί είναι όσοι ζουν κατά δίκη. Αυτούς λέει ότι τους ακολουθούν τα αγαθά από παντός φύσης, και έτσι μας προτρέπει στην ευζωία, με το να λέει ότι η γη παράγει σε αυτούς αρκετούς καρπούς (γιατί τους αποκαλεί “βιος”, επειδή είναι κατάλληλοι για διατροφή), ότι οι βελανιδιές στις κορυφές τους παράγουν βελανίδια και στη μέση τους τρέφουν στις κουφάλες τους μέλισσες (γιατί εκεί συνήθιζαν οι μελισσουργοί να εκτρέφουν τις μέλισσες), ότι τα πρόβατα τους προσφέρουν κάλυμμα με το μαλλί που βγάζουν, ότι οι συνετές γυναίκες γεννούν παιδιά όμοια με τους άντρες τους (γιατί τα περισσότερα εξαμβλώματα & τέρατα γεννιούνται από τις υπερβολές και τις καταχρήσεις). Και αυτά τα ακολουθεί το ότι δεν χρειάζονται πλούτη, εμπόριο και πλοία, καθώς για την διατροφή των σωφρόνων αρκούν όσα παράγονται στην χώρα τους».[43]
[1] ‹Ἄλφιτα› = τὰ ἀπὸ νέας κριθῆς ἄλευρα. πολλὰ μὲν ἄλφιτα ἀπέκειτο πεφυρμένα, πολλαὶ δὲ κριθαὶ ἀλεῖν· μύλη γάρ τις ἦν αὐτόθι. (Βλ. Λεξικό Σούδα). ‹Ἀλείαρ› = τὸ ὑπὸ τῶν πυρῶν ἄλευρον· τὸ γὰρ ἀπὸ κριθῆς ἄλφιτον λέγεται. (Βλ. Λεξικό Ψευδοζωναρά).
ἄλφιτον, το (Α)
(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)
-
ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι
-
φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο. (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα
-
χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και κυρίως τών σφαγίων που πρόσφεραν ως θυσία στους θεούς
-
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από το αλεύρι αυτό (πρβλ. την μπίρα)
-
κάθε είδος χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια
-
φρ. «ἐπ’ ἀλφίτου πίνω», ή «ἄλφιτα πίνω» πίνω κρασί που περιέχει χόνδρους από κριθάρι
-
στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο αλφίτεια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. ‹ ἄλφιτα, πληθ. τής λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεύς, ἀλφιτηρός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλφιταμοιβός, ἀλφιτοπώλης, ἀλφιτοσκόπος, ἀλφιτοφάγος, ἀλφιτόχρως
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[2] ‹Χέδροπας› = ὄσπρια. καὶ ἑνικῶς χέδροψ, τὸ ὄσπριον. οὕτως Θουκυδίδης. (Βλ. Λεξικό Σούδα).
‹χεδροπά› = ὄσπριον τι. οἱ δὲ πανσπερμίαν. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου).
‹Χέδροπα› = τὰ ὄσπρια οὕτω καλοῦσιν οἱ Ἀττικοί. ἔνιοι δὲ διὰ τοῦ κ γράφουσι κέδροπα. Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς διὰ τοῦ χ γράφων, φησὶ χέδροπα τὰ παρ᾽ ἄλλοις ὄσπρια. [εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ τῇ χειρὶ αὐτὰ δρέπεσθαι, ὡς καὶ Νίκανδρος ἐν Γεωργικοῖς φησι· Χειροδρόποι δ᾽ ἵνα φῶτες ἄνευ δρεπάνοιο λέ γωνται.] (Βλ. Αριστοφάνους γραμματικού αποσπάσματα)
χεδροπά
τα, ΝΑ
-
τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια
-
(κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι
oἱ δὲ πανσπερμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή, ενώ η άποψη ότι ο τ. χεδροπά, πιθ. τ. ουδ. πληθ. τού επιθ. χεδροπός, -όν, έχει προέλθει, με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ-, από τ. *χερ-δροπά (‹ θ. χερ- τής λ. χείρ + δρέπω, πρβλ. χειρο-δρόπος) με σημ. «κομμένα, μαζεμένα με το χέρι» είναι μάλλον παρετυμολογική].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[3] ‹Ἱλάσκω› = τὸ εὐμενίζω. καὶ ἱλάσκεσθαι ἀπὸ τοῦ ἱλῶ δευτέρες συζυγίας τῶν περισπωμένων. ὁ μέλλων ἱλάσω, πλεονασμῷ τοῦ κ ἱλάσκω, καὶ μετάγεται εἰς ἐνεστῶτα. καὶ γίνεται ἱλάσκω, τὸ παθητικὸν ἱλάσκομαι, τὸ τρίτον ἱλάσκεται, καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἱλάσκεσθαι. ‹Ἵλαοσ› = ἵλεος ἔσο. ‹Ἱλάσθητι› = ἵλεώς μοι γενοῦ. ‹Ἱλήκοισ› = ἵλεως καὶ εὐμενὴς γενοῦ. (Βλ. Λεξικό Ψευδοζωναρά). ‹ἵλεωσ› = καὶ εὐμενής. Παρὰ τὸ ἱλάω γίνεται ἵλαος, ὡς, ταύροισι καὶ ἀρνειοῖσιν ἱλάων. (Il. β. 550.) ὅταν ᾖ παρὰ τὸ ἱλαρός. ‹Ἱλάσθητι› = Ἀπὸ τοῦ ἱλάω ἱλῶ δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων· ὁ μέλλων ἱλάσω, πλεονασμῷ τοῦ κ ἱλάσκω, καὶ μετάγεται εἰς ἐνεστῶτα. Τὸ παθητικὸν ἱλάσκομαι, ἐξ οὗ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι (Ιλ. α. 386.) ἀντὶ τοῦ ἐξιλεῖσθαι (sic) καὶ ἐξευμενίζεσθαι· ἢ ἐκ τοῦ ἰλῶ γίνεται ἵλημι, ἐξ οὗ τὸ ἵλαθι 1γ11ραι1 (γίνεται Cobet.). ‹Ἱλασσάμενοι› = Ἀντὶ τοῦ ἐξιλεωσάμενοι, ἐξευμενισάμενοι, πλεονασμῷ τοῦ διὰ τὸ μέτρον, ἐκ τοῦ ἱλῶ ἱλάσω, ἐξ οὗ καὶ ἱλάσθητι καὶ ἱλασμὸς, ὁ παρακείμενος ἵλακα, ὁ παθητικὸς ἵλασμαι, ἐξ αὐτοῦ ἱλασμὸς, ὁ ἀόριστος ἵλασα, ὁ μέσος ἱλασάμην. ‹Ἵλεωσ› = Ἱλῶ ἱλάσω γίνεται ἵλαος καὶ τὸ Ἀττικὸν ἵλεως, ἢ ἀπὸ τοῦ ἔλεος κατὰ τροπὴν τοῦ ε εἰς ἰῶτα. Ἐκ τοῦ ἵλεως γίνεται ἱλεῶ ἱλεώσω καὶ ἐξιλεω σάμην· ἐκ τοῦ ἱλεῶ γίνεται κατὰ συγκοπὴν ἰλῶ ἰλᾶς. (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό). ‹ἵλεωσ› = εὐμενής. ‹ἵλεοι› = εὐμενεῖς. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου). ‹Ἐξίλασμα› = παρὰ τὸ ἱλάω ἱλῶ ἱλάσω, ὁ παρακείμενος ἵλακα, ὁ παθητικὸς ἵλασμαι καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐξίλασμα. (Βλ. Etymologicum Gudianum).
‹Ἵλαος› = ὁ ἵλεως, καὶ εὐμενής. (Βλ. Λεξικό Σούδα).
ἱλάσκομαι (ΑΜ)
-
(κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω
-
(για ανθρώπους) εξευμενίζω
-
Εξαγνίζω
[ΕΤΥΜΟΛ. ‹ *σι-σλά-σκ-ομαι που εμφανίζει αναδιπλασιασμό (*σι- › *hi- › ἱ-), θ. -σλᾰ (το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *slә- τής ΙΕ ρίζας *selә- «ευνοϊκός, καλής διαθέσεως – κατευνάζω») και επίθημα -ση- (‹ *ske / o). Στην αναγωγή τού ρ. ἱλάσκομαι σε θ. -σλα- οδηγούν οι αιολ. τ. προστ. παρακμ. ἔλλᾱθι, ἔλλατε (‹ *σε-σλă-θι / -τε). Η μακρότητα τού -ᾱ- τού ἔλλαθι (το -α- τού ἱλάσκομαι είναι βραχύ) πρέπει να είναι υστερογενής. Οι παράλληλοι τ. τού ενεστ. ἱλάσκομαι: ἵλαμαι, ἱλάομαι ἔχουν το ἱ- βραχύ, ενώ στο ἱλάσκομαι το ἱ- είναι μακρό. Εικάζεται ότι αυτοί οι τ. οδηγούν σε ένα αρχ. ρ. *ἕλαμαι (*ε- › ι-). Βραχύ ĭ- εμφανίζουν και άλλοι τ. τής λεξιλογικής ομάδας τού ἱλάσκομαι, που μπορεί να ερμηνευθεί ως υποκατάστατο ενός αρχικού *ε- (πρβλ. ἱλαρός ‹ *ἑλαρός, ἱλάειρα ‹ ἑλάειρα). Παράλληλα όμως άλλοι τ. έχουν μακρό ι- (πρβλ. μέλλ. ἱλά[σ]σομαι, αόρ. ἱλά[σ]σασθαι, επίθ. ἵλεως). Στον Όμηρο μαρτυρείται προστ. ἵληθι, τής οποίας το ι- ερμηνεύεται είτε ως αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν μεταπλασμού από έναν τ. προστ. παρακμ. *εἵλαθι, ο οποίος επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού Ησύχ. εἵληθι ἵλεως γίνου.
ΠΑΡ. ιλαρός, ιλαστήριος, ίλεως
αρχ.
ιλάειρα, ιλάεις, ίλαος, ιλάς, ιλασία, ιλάσιμος, ίλασμα, ιλασμός, ιλαστής
μσν.
ιλατεύω.
ΣΥΝΘ. (Β΄ συνθετικό) αρχ. αφιλάσκομαι, εξιλάσκομαι, προϊλάσκομαι].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλασία
ἱλασία, ἡ (Α)
ο ιλασμός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. ‹ θ. ἱλα– (τού ρ. ἱλά–σκομαι) + κατάλ. –σια (πρβλ. σημα–σία)].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλασμός
ο (ΑΜ ἱλασμός) [ιλάσκομαι]
νεοελλ.
-
εξιλέωση, εξευμενισμός
-
εξαγνισμός, καθαρμός
αρχ.
-
εξιλεωτική ποινή, ιλαστήρια προσφορά
-
στον πληθ. οἱ ἱλασμοί
μέσο εξιλέωσης.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ίλεως
ἵλεως, -ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)
αρχ.
-
(για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν»)
-
(για ανθρώπους) πράος, αγαθός (α. «σὺ δ’ ἵλαον ἔνθεο θυμόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἵλεως κλύειν», Σοφ.)
-
ιλαρός, χαρωπός («ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῑ ἵλεων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἵλεως όσο και οι άλλοι διαλεκτικοί τ. ἵλος, ἵλεος, ἵλλαος προέρχονται από θ. *σι–σλη-, *σι–σλă– (πρβλ. ιλάσκομαι). Ο τ. ίλαος μαρτυρείται και με μακρό ᾱ: ἵλᾱος (πρβλ. νᾱός: νεώς, λᾱός: λεώς)]
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλαστής
ἱλαστής, ὁ (Α) [ιλάσκομαι]
ο εξιλεωτής.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλάεις
ἱλάεις και ἱλᾱς και ιων. τ. ἰλῆς και αιολ. τ. ἰλλάεις (Α)
βλ. ίλαος.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλάς
ἱλάς, -ᾱντος, ὁ (Α)
ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις ‹ θ. ἱλα– τού ρ. ἱλά–σκομαι + κατάλ. –εις, (πρβλ. σκι–άεις)]
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλής
ἰλῆς (Α)
βλ. ιλάεις.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ίλασμα
ἵλασμα, -άσματος, τὸ (Α) [ιλάσκομαι]
εξιλέωση, εξευμένιση.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
ιλάσιμος
ἱλάσιμος, -ον (Α) [ιλάσκομαι]
εξιλεωτικός.
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
«ἱλάσκομαι[ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. ἱλάσσομαι· αόρ. αʹ ἱλᾰσάμην, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἱλάσσεαι, αποθ. (ἵλαος)· I. εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, θεὸν ἱλάσκεσθαι, κερδίζω την εύνοιά του, σε Όμηρ.· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ’ ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί κανείς να εξευμενίσει μετά θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ.» (Βλ. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
των H.G. Liddell & R. Scott)
[4] ‹Θυάδεσ› = Αἱ βάκχαι· παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ· καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι, θυϊάδες. (Βλ. Μέγα ετυμολογικό λεξικό).
‹ἔθυιεν› = ὥρμα, ἐκινεῖτο. ἔνθεν καὶ θυιάδες αἱ Βάκχαι. (Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica 239.6).
[5] Πρβλ. Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά, 293.b.8 – 293.f.6» :
Aetia Romana et Graeca 293.B.8 ` to Aetia Romana et Graeca 293.F.6 «Τίς ἡ παρὰ Δελφοῖς Χάριλα;» τρεῖς ἄγουσι Δελφοὶ ἐνναετηρίδας κατὰ τὸ ἑξῆς, ὧν τὴν μὲν Σεπτήριον καλοῦσι, τὴν δ᾽ Ἡρωίδα, τὴν δὲ Χάριλαν. τὸ μὲν οὖν Σεπτήριον ἔοικε μίμημα τῆς πρὸς τὸν Πύθωνα τοῦ θεοῦ μάχης εἶναι καὶ τῆς μετὰ τὴν μάχην ἐπὶ τὰ Τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξεως. οἱ μὲν γὰρ φυγεῖν ἐπὶ τῷ φόνῳ φασὶ χρῄζοντα καθαρσίων, οἱ δὲ τῷ Πύθωνι τετρωμένῳ καὶ φεύγοντι κατὰ τὴν ὁδόν, ἣν νῦν ἱερὰν καλοῦμεν, ἐπακολουθεῖν καὶ μικρὸν ἀπολειφθῆναι τῆς τελευτῆς· κατέλαβε γὰρ αὐτὸν ἐκ τοῦ τραύματος ἄρτι τεθνηκότα καὶ κεκηδευμένον ὑπὸ τοῦ παιδός, ᾧ ὄνομα ἦν Αἴξ, ὡς λέγουσι. τὸ μὲν οὖν Σεπτήριον τούτων ἢ τοιούτων τινῶν ἀπομίμησίς ἐστιν ἑτέρων. τῆς δ᾽ Ἡρωίδος τὰ πλεῖστα μυστικὸν ἔχει λόγον, ὃν ἴσασιν αἱ Θυιάδες, ἐκ δὲ τῶν δρωμένων φανερῶς Σεμέλης ἄν τις ἀναγωγὴν εἰκάσειε. περὶ δὲ τῆς Χαρίλας τοιαῦτά τινα μυθολογοῦσι. λιμὸς ἐξ αὐχμοῦ τοὺς Δελφοὺς κατέσχε, καὶ πρὸς τὰς θύρας τοῦ βασιλέως ἐλθόντες μετὰ τέκνων καὶ γυναικῶν ἱκέτευον. ὁ δὲ τῶν ἀλφίτων καὶ τῶν χεδρόπων μετεδίδου τοῖς γνωριμωτέροις αὐτῶν· οὐ γὰρ ἦν ἱκανὰ πᾶσιν. ἐλθούσης δὲ παιδὸς ἔτι μικρᾶς ὀρφανῆς γονέων καὶ προσλιπαρούσης ἐρράπισεν αὐτὴν ὑποδήματι καὶ τῷ προσώπῳ τὸ ὑπόδημα προσέρριψεν· ἡ δέ, πενιχρά τις οὖσα καὶ ἔρημος οὐκ ἀγεννὴς δὲ τὸ ἦθος, ἐκποδὼν γενομένη καὶ λύσασα τὴν ζώνην ἀνήρτησεν ἑαυτήν. ἐπιτείνοντος δὲ τοῦ λιμοῦ καὶ νοσημάτων προσγενομένων ἀνεῖλεν ἡ Πυθία τῷ βασιλεῖ Χάριλαν ἱλάσκεσθαι παρθένον αὐτοθάνατον. μόλις οὖν ἀνευρόντες, ὅτι τοὔνομα τοῦτ᾽ ἦν τῇ ῥαπισθείσῃ παιδί, μεμιγμένην τινὰ καθαρμῷ θυσίαν ἀπετέλεσαν, ἣν ἐπιτελοῦσιν ἔτι καὶ νῦν δι᾽ ἐννέα ἐτῶν. προκάθηται μὲν γὰρ ὁ βασιλεὺς τῶν ἀλφίτων καὶ τῶν χεδρόπων ἐπιδιδοὺς πᾶσι καὶ ξένοις καὶ πολίταις, κομίζεται δὲ τῆς Χαρίλας παιδικὸν εἴδωλον· ὅταν οὖν πάντες λάβωσιν, ὁ μὲν βασιλεὺς ῥαπίζει τῷ ὑποδήματι τὸ εἴδωλον, ἡ δὲ τῶν Θυιάδων ἀρχηγὸς ἀραμένη κομίζει πρός τινα τόπον φαραγγώδη, κἀκεῖ σχοινίον περιάψαντες τῷ τραχήλῳ τοῦ εἰδώλου κατορύττουσιν, ὅπου τὴν Χάριλαν ἀπαγξαμένην ἔθαψαν.
[6] ἀφίκτωρ] = ἱκετῶν ἔφορος. (Scholia in Aeschylum Supp.1.1).
[7] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 238 – 247» :
Op 238 ` to Op 247 οἷς δ᾽ ὕβρις τε μέμηλε κακὴ καὶ σχέτλια ἔργα,
τοῖς δὲ δίκην Κρονίδης τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύς.
πολλάκι καὶ ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα,
ὅστις ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται.
τοῖσιν δ᾽ οὐρανόθεν μέγ᾽ ἐπήγαγε πῆμα Κρονίων,
λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί·
[οὐδὲ γυναῖκες τίκτουσιν, μινύθουσι δὲ οἶκοι
Ζηνὸς φραδμοσύνῃσιν Ὀλυμπίου· ἄλλοτε δ᾽ αὖτε]
ἢ τῶν γε στρατὸν εὐρὺν ἀπώλεσεν ἢ ὅ γε τεῖχος
ἢ νέας ἐν πόντῳ Κρονίδης ἀποτείνυται αὐτῶν.
[8] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 320 – 335» :
Op 320 ` to Op 335 χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται,
ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ
γίνεται, εὖτ᾽ ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ
ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζῃ,
ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί, μινύθουσι δὲ οἶκον
ἀνέρι τῷ, παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ.
Ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει,
ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ
[κρυπταδίῃς εὐνῇς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων],
ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνητ᾽ ὀρφανὰ τέκνα,
ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ
νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι·
τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν
ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν.
ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[9] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”» :
Scholia in opera et dies sch.240-241.3 ` to Scholia in opera et dies sch.240-241.16 δύναται δὲ λέγειν ὅτι μοχθηροῦ ἑνὸς ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί. δύναται δὲ κἀκεῖνο σημαίνειν ὅτι ἑνὸς ὄντος πονηροῦ δίδωσιν ἡ πᾶσα πόλις δίκην, ὡς ἐξὸν κωλύειν μὴ κωλύουσα τὴν τοῦ ἑνὸς πονηρίαν. οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός, ὡς παρέντας βοηθῆσαι τῷ ἱερεῖ· καὶ τοῦ Αἴαντος ἀσεβήσαντος περὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πάντες ἔνοχοι τῇ δίκῃ γεγόνασιν, ὡς μὴ ἀγανακτήσαντες ἐπὶ τῷ ἀσεβήματι. δεῖ γὰρ μὴ ἐπιτρέπειν τοῖς ὑβρισταῖς, μηδὲ συνεπινεύειν τοῖς ἀδίκοις δυναμένους μὲν παῦσαι, περιορῶντας δὲ τοῦ παῦσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν.
[10] ‹φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντοσ› = τοῦ συνάγοντος, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν τὰς συναλλαγὰς καὶ συμβόλαια ποιουμένων. τοῦτο δέ ἐστιν ὃ λέγει· ἰδὼν τὸν Ἀμφιάραον ὁ Ἐτεοκλῆς ἄνδρα ὄντα ἀγαθὸν καὶ εὐσεβῆ συστρατευόμενον μετὰ ἀνθρώπων πονηρῶν καὶ ἀσεβῶν, ἐπαρᾶται τῇ τύχῃ καί φησι· φεῦ τοῦ ὄρνιθος, ἤγουν τῆς τύχης καὶ τοῦ μαντεύματος, τοῦ ξυναλλάσσοντος καὶ συνάγοντος καὶ ἑνοῦντος τὸν δίκαιον ἄνδρα τοῖς δυσσεβεστέροις. ἀποκλαίεται γὰρ αὐτὸν ὁ Ἐτεοκλῆς ὡς προλέγοντα ἐκεῖσε θανεῖν αὐτόν. (Scholia in Aeschylum Th.597-598.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.597-598.8).
ξυναλλάσσοντος] = τοῦ συνάγοντος. ξυναλλάσσοντος] = ἑνοῦντος. ξυναλλάσσοντος] = τοῦ συνάγοντος καὶ τοῦ ἑνοῦντος. ξυναλλάσσοντος] = μιγνύντος. ξυναλλάσσοντος] = συναριθμοῦντος. ξυναλλάσσοντος] = τοῦ συνάπτοντος ἤτοι τοῦ εἰς φιλίαν ἐμβάλλοντος. ὄρνιθος] = τῆς τύχης. ὄρνιθος] = τῆς τύχης, τῆς μαντείας. ὄρνιθος] = τῆς τύχης καταχρηστικῶς, ὥς φησι καὶ οὗτος ἀλλαχοῦ (Ar. Ran. 1286)· ὄρνιθος] = θείας μαντείας καὶ τέχνης. (Scholia in Aeschylum Th.597d.1)
[11] θεοπτύστῳ] = θεομισήτῳ. θεοπτύστῳ] κακῷ, θεομισεῖ. (Scholia in Aeschylum Th.604 b.1 – c.1).
[12] Scholia in Aeschylum Th.602.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.602.10 ἢ γὰρ ξυνεισβὰς] τὰ ἀπὸ τῆς κακῆς ὁμιλίας γινόμενα κατὰ μέρος διέξεισι, καί φησιν ὅτι ὁ εὐσεβὴς ἀνὴρ, εἴτε ἐν θαλάσσῃ συμπλέοι πονηροῖς καὶ κακοῖς ἀνδράσιν, εἴτε ἐν γῇ διάγοι μετὰ πονηρῶν καὶ ἀσεβῶν ἀνδρῶν, φθείρεται καὶ ἀπόλλυται καὶ αὐτὸς σὺν ἐκείνοις, διὰ τὴν ἐκείνων ἀσέβειαν. ἡ δὲ σύνταξις οὕτως, ὁ εὐσεβὴς γὰρ ἀνὴρ ἢ εἰς πλοῖον συνεισβὰς καὶ συνελθὼν ναύταις θερμοῖς καὶ σπουδαίοις εἰς τὸ πανουργεύεσθαι ὄλωλε σὺν τῷ τοῖς θεοῖς μισητῷ γένει τῶν ἀσεβῶν ἀνδρῶν, ἢ δίκαιος ὢν σὺν πολίταις ἀνδράσιν ἐχθροξένοις τε καὶ ἐχθροῖς τῶν ξένων καὶ ἀμνήμοσι τῶν θεῶν ἐδάμη καὶ ἐδαμάσθη, πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ.
[13] ἀμνήμοσιν] = τοῖς μὴ εἰδόσι σέβεσθαι τοὺς θεούς. ἀμνήμοσιν] = ἤγουν μὴ μνήμην θεῶν ἔχουσιν. (Scholia in Aeschylum Th.606g.1 – Th.606h.1).
[14] ἐχθροξένοις] = ἐχθροῖς τῶν ξένων. ἐχθροξένοις] τοῖς μισοῦσι τοὺς ξένους. ‹ἐχθροξένοισ› = ἢ ἀπηνέσι καὶ τολμηροῖς καὶ ἀνοσίοις καὶ ἀναιδέσιν. (Scholia in Aeschylum Th.606a.1 – Th.606c.2).
[15] θρασυστόμοισιν] = φλυάροις. θρασυστόμοισιν] = ἀναισχύντοις, στωμύλοις. θρασυστόμοισιν] = στωμύλοις. θρασυστόμοισιν] = ἀλαζονικοῖς. θρασυστόμοισιν] = ἀλαζόσι. θρασυστόμοισιν] = ὑβρισταῖς, μεγαλαύχοις.
θρασυστόμοισιν] = καὶ ἀναιδέσι καὶ ἀναισχύντοις. (Scholia in Aeschylum Th.612a.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.612g.1).
[16] Βλ. Αισχύλος «Επτά επι Θηβαις, στ. 597 – 614» :
Th 597 ` to Th 614 {Ετ.} φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς
δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις.
ἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς
κάκιον οὐδέν, καρπὸς οὐ κομιστέος.
[ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται.]
ἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ
ναύτῃσι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶ
ὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει,
ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢν
ἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσιν,
ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος,
πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη.
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις, υἱὸν Οἰκλέους λέγω,
σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ,
μέγας προφήτης, ἀνοσίοισι συμμιγεὶς
θρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶν,
τείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖν,
Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται.
[17] ‹Ὁμόγνιοι θεοί› = οἷς οἱ συγγενεῖς κοινῶς ὀργιάζουσιν. (Βλ. Λεξικό Φώτιου & Τίμαιου σοφιστού «Εκ του Πλάτωνος λέξεως»). ‹Ὁμόγνιος› = ὁ τὰ τοῦ γένους ἐφορῶν δίκαια. ἢ ὁμογενὴς ἢ γνήσιος, φίλος. (Βλ. Λεξικό Σούδα).
‹Ὁμόγνιοσ› = ἀδελφός. ἢ ὁ γνήσιος συγγενής. ὁμογνίου αἵματος. (Βλ. Λεξικό Ψευδοζωναρά).
«ὁ δὲ πατρὸς ἀδελφὸς θεῖος ἢ ἀδελφόθεος ἢ πατράδελφος ἢ πάτρως, ὁ δὲ μητρὸς ἀδελφὸς θεῖος ἢ μητράδελφος ἢ μήτρως ἢ νέννος· ἡ δὲ πατρὸς ἀδελφὴ θεία ἢ πατράδελφος, ἡ δὲ μητρὸς ἀδελφὴ θεία ἢ μητράδελφος ἢ τηθίς. ὁ δ᾽ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς υἱὸς ἀδελφιδοῦς, καὶ ἡ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς θυγάτηρ ἀδελφιδῆ. ἀδελφοὶ δ᾽ οἱ μὲν ἐκ ταὐτοῦ πατρὸς ὁμοπάτριοι καὶ ὁμοπάτορες, οἱ δ᾽ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς ὁμομήτριοι καὶ ὁμομήτορες· καὶ ὁμογάλακτας δὲ τούτους καὶ ὁμογάστορας καὶ ὁμογαστρίους ὀνομαστέον, καὶ ὁμογνίους καὶ ὁμογόνους.» (Βλ. Julius Pollux Gramm., Onomasticon 3.22.1 – 3.23.3)
[18] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”» :
Scholia in opera et dies sch.327-335.1 ` to Scholia in opera et dies sch.327-335.24 ‹ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην› = διὰ τούτων καὶ τῶν ἑξῆς εἰρημένων στίχων ὀκτὼ τοῖς εἰρημένοις ἁμαρτήμασιν, οἷς ἔφατο δίκην ἀκολουθεῖν παρὰ τῶν θεῶν, ἄλλα συναριθμεῖ δι᾽ ἔργων ἁμαρτήματα ἀπὸ ἀνοσίου γινόμενα ζωῆς. ταῦτα δέ ἐστιν ἱκέτην παριδεῖν, εἰς ξένους κακουργεῖν, ἀδελφοῦ διαφθείρειν εὐνήν, ἁμαρτάνειν περὶ ὀρφανούς, ὑβρίζειν γονέας γέροντας. παντὶ γάρ φησι τῷ τοιούτῳ ὁ Ζεὺς ‹ἀγαίεται,› τουτέστι μέμφεται καὶ τιμωρίαν ἐπάγει. διαφερόντως δὲ τοῦ Διὸς ἐμνημόνευσεν, ἐπειδὴ πάσας εἰς τὸν θεὸν τοῦτον ἀνῆγον τὰς τοιαύτας προσηγορίας, Ἱκέσιον τοῦτον καλοῦντες ὡς ἔφορον τῶν ἱκετῶν καὶ Ξένιον ὡς τῶν ξένων προστάτην ‹καὶ› Ὁμόγνιον ὡς τῶν συγγενῶν μάλιστα φύλακα καὶ τῶν πρὸς τοὺς ὁμογνίους καθηκόντων. οὕτω γὰρ καὶ τῶν ἐν ὀρφανίᾳ ζώντων αὐτὸν ἔλεγον Κηδεμόνα, πατέρα νομίζοντες πάντων καὶ ὧν οὐκ εἰσὶν ἄνθρωποι πατέρες καὶ βοηθὸν τῶν ἀδικουμένων πατέρων ὑπὸ τῶν παίδων. ἀγάλματα γάρ εἰσιν οἱ πατέρες τοῦ πάντων πατρὸς τοῦ Διός· οἱ δὲ εἰς τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν δυσσεβεῖς εἰς αὐτοὺς ἀναφέρουσι τοὺς θεούς, ὧν τὰ ἀγάλματα, τὴν δυσσέβειαν· ὥστε εἰκότως ἔφη τὸν Δία καὶ νεμεσᾶν τούτοις καὶ πᾶσιν ὁμοῦ τῶν ἀδίκων ἔργων, ἅπερ διηριθμήσατο, χαλεπὴν ἀποδιδόναι τὴν ἔκτι σιν. αὕτη γὰρ ἡ ἀμοιβὴ τῶν ἀδικημάτων τιμωρία τις οὖσα τῆς ἀδικίας ἀκόλουθος.
Scholia in opera et dies sch.327a.1 ` to Scholia in opera et dies sch.327a.9 ‹ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξῃ›= ἶσον κακόν ἐστιν ὅστις τὸν αἰτοῦντα συγγνώμην καὶ ξένον ἀδίκως λυπήσῃ καὶ ὅστις τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ τῇ κοίτῃ ἐπιβῇ λαθραίως κατὰ τῆς ἰδίας αὐτοῦ νύμφης πορνικὰ πράττων, καὶ ὅστις ἐξ ἀνοίας ἁμαρτήσῃ εἰς ξένα τέκνα τινὸς ἀνθρώπου καὶ ὅστις τὸν πατέρα ἐν τῷ ἐσχάτῳ γήρᾳ ὄντα ἀτιμᾷ κακοῖς προσάπτων λόγοις· τούτων αὐτὸς ὁ Ζεὺς ἅγος καὶ μῖσος τιθεῖ ἐκ καθαρᾶς διανοίας.
[19] Μειλισσόμενος› = παρακαλῶν, πραΰνων. (Βλ Λεξικό Σούδα).
μειλίσσω
μειλίσσω(Α)
-
ευφραίνω,γλυκαίνω
-
φιλοξενώκάποιον
-
καταπραΰνω,καθησυχάζω,εξιλεώνω(«μειλίσσωναὔρανἄλλοιςἄλλανθνατῶνλαίφεσιχαίρειν»,Ευρ.)
-
παρακαλώ
-
μτφ.(γιαποταμό)καθιστώκαρποφόρατηγηποτίζοντάςτηνμετανεράμου(«λιπαροῑςχεύμασιγαίας…μειλίσσοντεςοὖδας»,Αισχύλ.)
-
(τομέσ.)μειλίσσομαι
α)γίνομαιπιοπράος,πιοήσυχος,καταπραΰνομαι,καθησυχάζω
β)εξευμενίζω,εξιλεώνω
γ)μεταχειρίζομαιγλυκάκαιπραϋντικάλόγια,μιλώμεφιλικότρόπο(«μηδὲτίμ’αἰδόμενοςμειλίσσεομηδ’ἐλεαίρων»,Ομ.Οδ.)
δ)δαμάζω,καταβάλλω,υποτάσσω
ε)επικαλούμαικάποιονενώπιονκάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ.‹*μειλίχ–jω‹μείλιχος].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[20] Βλ. Απολλώνιος Ρόδιος «Αργοναυτικά, βιβλίο Γ’, στ. 985 – 1007» :
Arg 3.985 ` to Arg 3.1007 πρός σ᾽ αὐτῆς Ἑκάτης μειλίσσομαι ἠδὲ τοκήων καὶ Διός, ὃς ξείνοις ἱκέτῃσί τε χεῖρ᾽ ὑπερίσχει· ἀμφότερον δ᾽ ἱκέτης ξεῖνός τέ τοι ἐνθάδ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ γουνούμενος, οὐ γὰρ ἄνευθεν ὑμείων στονόεντος ὑπέρτερος ἔσσομ᾽ ἀέθλου. σοὶ δ᾽ ἂν ἐγὼ τείσαιμι χάριν μετόπισθεν ἀρωγῆς ᾗ θέμις, ὡς ἐπέοικε διάνδιχα ναιετάοντας, οὔνομα καὶ καλὸν τεύχων κλέος· ὧς δὲ καὶ ὧλλοι ἥρωες κλῄσουσιν ἐς Ἑλλάδα νοστήσαντες, ἡρώων τ᾽ ἄλοχοι καὶ μητέρες, αἵ νύ που ἤδη ἡμέας ἠιόνεσσιν ἐφεζόμεναι γοάουσιν, τάων ἀργαλέας κεν ἀποσκεδάσειας ἀνίας. δή ποτε καὶ Θησῆα κακῶν ὑπελύσατ᾽ ἀέθλων παρθενικὴ Μινωὶς ἐυφρονέουσ᾽ Ἀριάδνη, ἥν ῥά τε Πασιφάη κούρη τέκεν Ἠελίοιο. ἀλλ᾽ ἡ μὲν καὶ νηός, ἐπεὶ χόλον εὔνασε Μίνως, σὺν τῷ ἐφεζομένη πάτρην λίπε· τὴν δὲ καὶ αὐτοί ἀθάνατοι φίλαντο, μέσῳ δέ οἱ αἰθέρι τέκμωρ ἀστερόεις στέφανος, τόν τε κλείουσ᾽ Ἀριάδνης, πάννυχος οὐρανίοις ἐνελίσσεται εἰδώλοισιν· ὧς καὶ σοὶ θεόθεν χάρις ἔσσεται, εἴ κε σαώσεις τόσσον ἀριστήων ἀνδρῶν στόλον· ἦ γὰρ ἔοικας ἐκ μορφῆς ἀγανῇσιν ἐπητείῃσι κεκάσθαι.
[21] ιύζω
ἰύζω (Α)
-
φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ’ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.)
-
κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.)
-
βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. τού ρ. ἰύζω. Η λ. μαρτυρείται άλλοτε με μακρό ἰ– και άλλοτε με βραχύ.
ΠΑΡ. ιυγή, ίυγμα, ιυγμός, ιυκτής].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
‹Ἰΰζει› = βοᾷ. κράζει. ἀγροικικῇ τῇ φωνῇ φωνεῖ. πεποίηται δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ ἰοῦ ἐπιῤῥήματος. (Βλ. Λεξικό Ψευδοζωναρά).
‹ἰυγή› = φωνή, κραυγή, βοή (Soph. Phil. 752). ‹ἰυγμόσ› = φωνή, κραυγή, βοή. ‹ἰΰζει› = κραυγάζει, βοᾷ. ποιῶς φωνεῖ.(Βλ. Λεξικό Ησύχιου). ‹Ἴυγγι› = φωνῇ, βοῇ, καὶ ἰΰζει τὴν βοὴν καὶ κραυγὴν ποιεῖ. λέγεται δὲ καὶ ΐυγξ σύριγξ μονοκάλαμος καὶ ὄρνεον ἐπαγωγὸν φίλτρων, καλούμενον σεισοπύγης. σημαίνει δὲ καὶ ᾠδήν· καὶ ἰϋγμὸς φωνὴ καὶ συριγμός. καὶ Ὅμηρος· οἱ δ᾽ ϊύζοντες ἕποντο, τουτ᾽ἔστι συρίζοντες· ἔστι δὲ πεποιημένη ἡ λέξις. (βλ. Etymologicum Gudianum iota.285. 10-15). ‹Ἴϋγγι› = βοῇ, φωνῇ· καὶ ‹ἰΰζει› = βοᾷ, κραυγὴν ποιεῖ. ‹ἰϋγμὸσ› = φωνὴ, συριγμός. Ὅμηρος, οἱ δ᾽ ἰΰζοντος ἕποντο. Τουτέστι συρίζοντος. Ἔστι δὲ πεποιημένη ἡ λέξις. Καὶ ‹ἰΰζουσιν› = ἀγροικικῇ φωνῇ προφέρονται, φωνοῦσι. Πεποίηται δὲ τοὔνομα παρὰ τὸ ἰοὺ ἐπίρρημα. (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό). ‹Ἰϋγμός› = βοή, φωνή. ‹Ἰΰζει› = βοᾷ, κράζει. (Βλ. Λεξικό Σούδα).
[22] λίτανα] = λιτανευτικά. (Scholia in Aeschylum Supp.809.1).
[23] ‹γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ›] = ὦ πάσης γῆς κρατῶν Ζεῦ. (Scholia in Aeschylum Supp.816.1). ὁ γαιάοχος] = ὁ ἐπὶ τῆς γῆς ὀχούμενος ἢ ὁ τὴν γῆν ἔχων. ὁ γαιάοχος] = ὁ συνέχων τὴν γῆν. ὁ γαιάοχος] = ὁ τὴν γῆν ἔχων. (Scholia in Aeschylum Th.310b.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.310d.1). Γαιάοχος] = Ἐπίθετον Ποσειδῶνος, ἤγουν ὁ τὴν γῆν συνέχων· περιλαμβάνει γὰρ αὐτὴν ὁ Ὠκεανὸς …. ὁ ὀχῶν καὶ βαστάζων αὐτήν. Φασὶ γὰρ αὐτὴν ἐφ᾽ ὕδατος ἐστηρίχθαι· ὅθεν ὁ αὐτὸς ἐννοσίχθων καὶ ἐννοσίγαιος λέγεται, ἤγουν ὁ κινῶν τὴν γῆν· (Scholia in Pindarum O 1.39.1 ` to Scholia in Pindarum O 1.39.5)
[24] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 808 – 816 »:
Supp 808 ` to Supp 816 ἴυζε δ᾽ ὀμφάν, οὐράνια
μέλη λιτανὰ θεοῖσι καὶ
τέλεα δέ μοί πως πελόμενα [μοι],
λύσιμα μάχιμα δ᾽· ἔπιδε, πάτερ,
βίαια μὴ φίλοις ὁρῶν
ὄμμασιν ἐνδίκως.
σεβίζου δ᾽ ἱκέτας σέθεν,
γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ.
[25] κοινοβωμία,ἡ(Α)
ηκοινήλατρείαπολλώνθεώνστονίδιοβωμό(«πάντωνδ’άνάκτωντῶνδεκοινοβωμίασέβεσθε»,Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ.‹κοινός+βωμός].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[26] Λατρέψτε.
[27] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 222 – 225»:
Supp 222 ` to Supp 225 {Δα.} πάντων δ᾽ ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν
σέβεσθ᾽· ἐν ἁγνῷ δ᾽ ἑσμὸς ὡς πελειάδων
ἵζεσθε κίρκων τῶν ὁμοπτέρων φόβῳ,
ἐχθρῶν ὁμαίμων καὶ μιαινόντων γένος.
[28] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 347 »:
Supp 347 ` to Supp 347 {Χο.} βαρύς γε μέντοι Ζηνὸς ἱκεσίου κότος.
[29] κότον] = ὀργήν, φθορὰν λέγω τίκτει. (Scholia in Aeschylum Ag.768c.1).
[30] ικτήρ
ἱκτήρ, -ῆρος,ὁ(Α)
-
Ικέτης
-
φρ.«Ζεὺςἱκτήρ»
Ζευςπροστάτηςτώνικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ.‹θ.ἱκ-τώνρ.ἵκω,ἱκνοῦμαι+επίθημα-τηρ(πρβλ.λου-τήρ,μηνυ-τήρ)].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
‹ἱκτῆρασ› = τοὺς ἱκετευτικούς. (Scholia in Sophoclem OT.143.2).
‹ἱκτῆρεσ› = ἱκέτιδες. (Scholia in Sophoclem OT.186.1.)
[31] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 478 – 479 »:
Supp 478 ` to Supp 479 ὅμως δ᾽ ἀνάγκη Ζηνὸς αἰδεῖσθαι κότον
ἱκτῆρος· ὕψιστος γὰρ ἐν βροτοῖς φόβος.
[32] ‹ἀγωνίων θεῶν›] = στρογγύλα γάρ ἐστι τὰ ἱερεῖα καὶ γωνίας οὐκ ἔχοντα. (Scholia in Aeschylum Supp.189.1)
[33] ‹κρεῖσσον› = κρεῖττον, βέλτιον, κάλλιον. (Βλ. Λεξικό Ησίχιου).
[34] λευκοστεφεῖς] λευκοῖς ἐρίοις ἐστεμμένας. (Scholia in Aeschylum Supp.191.1).
[35] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 186 – 192»:
Supp 186 ` to Supp 192 ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος
ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ᾽ ἐπόρνυται στόλος,
ἄμεινόν ἐστι παντὸς εἵνεκ᾽, ὦ κόραι,
πάγον προσίζειν τόνδ᾽ ἀγωνίων θεῶν.
κρεῖσσον δὲ πύργου βωμός, ἄρρηκτον σάκος.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα βᾶτε, καὶ λευκοστεφεῖς
ἱκτηρίας, ἀγάλματ᾽ αἰδοίου Διός,
[36] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 356»:
Supp 356 ` to Supp 356 εἴη δ᾽ ἄνατον πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἀστοξένων.
[37] Διογενεῖς] Διογενεῖς τοὺς θεοὺς λέγει, ὅτι ἐκ Διὸς τὸ γένος ἔχουσι· πατὴρ γὰρ ἀνδρῶν καὶ θεῶν ὁ Ζεὺς ὀνομάζεται κοινῶς· ἰδίᾳ δὲ καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν Διογενεῖς θεοί εἰσιν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄρτεμις. (Scholia in Aeschylum Th.301. 3 – 6).
[38] ευκοινόμητις
εὐκοινόμητις,ὁ,ἡ(Α)
αυτόςπουσκέφτεται,πουφροντίζειγιατοκοινόκαλόήπουσκέφτεταιαπόκοινού(«προμαθὶςεὐκοινόμητιςἀρχά»,Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ.‹ευ+κοινός+μήτις«σκέψη,στοχασμός»].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[39] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 615 – 709»:
Supp 615 ` to Supp 709 τοιάνδ᾽ ἔπειθε ῥῆσιν ἀμφ᾽ ἡμῶν λέγων
ἄναξ Πελασγῶν, ἱκεσίου Ζηνὸς κότον
μέγαν προφωνῶν μή ποτ᾽ εἰσόπιν χρόνου
πόλιν παχῦναι, ξενικὸν ἀστικόν θ᾽ ἅμα
λέγων διπλοῦν μίασμα πρὸς πόλεως φανὲν
ἀμήχανον βόσκημα πημονῆς πέλειν.
τοιαῦτ᾽ ἀκούων χερσὶν Ἀργεῖος λεὼς
ἔκραν᾽ ἄνευ κλητῆρος ὣς εἶναι τάδε.
δημηγόρους δ᾽ ἤκουσεν εὐπιθεῖς στροφὰς
δῆμος Πελασγῶν· Ζεὺς δ᾽ ἐπέκρανεν τέλος.
{Χο.} ἄγε δή, λέξωμεν ἐπ᾽ Ἀργείοις
εὐχὰς ἀγαθάς, ἀγαθῶν ποινάς.
Ζεὺς δ᾽ ἐφορεύοι ξένιος ξενίου
στόματος τιμὰς ἐπ᾽ ἀληθείᾳ,
τέρμον᾽ ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα·
νῦν ὅτε καὶ θεοὶ
Διογενεῖς κλύοιτ᾽ εὐκταῖα
γένει χεούσας·
μήποτε πυρίφατον
τάνδε Πελασγίαν [πόλιν]
τὸν ἄχορον βοᾶν
κτίσαι μάχλον Ἄρη,
τὸν ἀρότοις θερίζοντα
βροτοὺς ἐνάλλοις·
οὕνεκ᾽ ᾤκτισαν ἡμᾶς,
ψῆφον δ᾽ εὔφρον᾽ ἔθεντο,
αἰδοῦνται δ᾽ ἱκέτας Διός,
ποίμναν τάνδ᾽ ἀμέγαρτον·
οὐδὲ μετ᾽ ἀρσένων
ψῆφον ἔθεντ᾽ ἀτιμώ
σαντες ἔριν γυναικῶν,
Δῖον ἐπιδόμενοι
πράκτορ᾽, ἅτε σκοπόν,
δυσπολέμητον, ὃν
τίς ἂν δόμος ἔχοι
ἐπ᾽ ὀρόφων ἰαίνοντα;
βαρὺς δ᾽ ἐφίζει.
ἅζονται γὰρ ὁμαίμους
Ζηνὸς ἵκτορας ἁγνοῦ.
τοιγάρτοι καθαροῖσι βωμοῖς
θεοὺς ἀρέσονται.
τοιγὰρ ὑποσκίων
ἐκ στομάτων ποτάσθω
φιλότιμος εὐχά,
μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν
τάνδε πόλιν κενώσαι·
μηδ᾽ ἐπιχωρίοις ‹στάσις›
πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς.
ἥβας δ᾽ ἄνθος ἄδρεπτον
ἔστω, μηδ᾽ Ἀφροδίτας
εὐνάτωρ βροτολοιγὸς Ἄρης
κέρσειεν ἄωτον.
καὶ γεραροῖσι πρεσβυτοδόκοι
γέμουσαι
θυμέλαι φλεγόντων.
τὼς πόλις εὖ νέμοιτο
Ζῆνα μέγαν σεβόντων,
τὸν ξένιον δ᾽ ὑπερτάτως,
ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ.
τίκτεσθαι δ᾽ ἐφόρους γᾶς
ἄλλους εὐχόμεθ᾽ αἰεί,
Ἄρτεμιν δ᾽ ἑκάταν γυναικῶν
λόχους ἐφορεύειν.
μηδέ τις ἀνδροκμὴς
λοιγὸς ἐπελθέτω
τάνδε πόλιν δαΐζων,
ἄχορον ἀκίθαριν
δακρυογόνον Ἄρη
βοάν τ᾽ ἔνδημον ἐξοπλίζων.
νούσων δ᾽ ἑσμὸς ἀπ᾽ ἀστῶν
ἵζοι κρατὸς ἀτερπής·
εὐμενὴς δ᾽ ὁ Λύκειος ἔστω
πάσᾳ νεολαίᾳ.
καρποτελῆ δέ τοι
Ζεὺς ἐπικραινέτω
φέρματι γᾶν πανώρῳ·
πρόνομα δὲ βότ᾽ ἀγροῖς
πολύγονα τελέθοι·
τὸ πᾶν τ᾽ ἐκ δαιμόνων λάχοιεν.
εὔφημον δ᾽ ἐπὶ βωμοῖς
μοῦσαν θείατ᾽ ἀοιδοί·
ἁγνῶν τ᾽ ἐκ στομάτων φερέσθω
φήμα φιλοφόρμιγξ.
φυλάσσοι τ᾽ ἀτρεμαῖα τιμὰς
τὸ δάμιον, τὸ πτόλιν κρατύνει,
προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά·
ξένοισί τ᾽ εὐξυμβόλους,
πρὶν ἐξοπλίζειν Ἄρη,
δίκας ἄτερ πημάτων διδοῖεν.
θεοὺς δ᾽, οἳ γᾶν ἔχουσιν, αἰεὶ
τίοιεν ἐγχωρίοις πατρῴαις
δαφνηφόροις βουθύτοισι τιμαῖς.
τὸ γὰρ τεκόντων σέβας
τρίτον τόδ᾽ ἐν θεσμίοις
Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου.
[40] ‹Ἔνδημοσ› = Ὁ μὴ ἀποδημῶν· ‹ἐπίδημοσ› δὲ, ὁ ἐπιδημῶν ξένος. (Βλ. Μέγα ετυμολογικό Λεξικό)
[41] Το εμπόριο δηλ. είναι τρανταχτή απόδειξη της χαίρε βάθος αμέτρητο αδικίας που χαρακτηρίζει το σιδηρούν γένους.
[42] Βλ. Ησίοδος «Έργα & Ημέρες, στ. 225 – 237» :
Op 225 ` to Op 237 οἳ δὲ δίκας ξείνοισι καὶ ἐνδήμοισι διδοῦσιν
ἰθείας καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου,
τοῖσι τέθηλε πόλις, λαοὶ δ᾽ ἀνθεῦσιν ἐν αὐτῇ·
εἰρήνη δ᾽ ἀνὰ γῆν κουροτρόφος, οὐδέ ποτ᾽ αὐτοῖς
ἀργαλέον πόλεμον τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύς·
οὐδέ ποτ᾽ ἰθυδίκῃσι μετ᾽ ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ
οὐδ᾽ ἄτη, θαλίῃς δὲ μεμηλότα ἔργα νέμονται.
τοῖσι φέρει μὲν γαῖα πολὺν βίον, οὔρεσι δὲ δρῦς
ἄκρη μέν τε φέρει βαλάνους, μέσση δὲ μελίσσας·
εἰροπόκοι δ᾽ ὄιες μαλλοῖς καταβεβρίθασι·
τίκτουσιν δὲ γυναῖκες ἐοικότα τέκνα γονεῦσι·
θάλλουσιν δ᾽ ἀγαθοῖσι διαμπερές· οὐδ᾽ ἐπὶ νηῶν
νίσονται, καρπὸν δὲ φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
[43] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”» :
Scholia in opera et dies sch.232-237.1 ` to Scholia in opera et dies sch.232-237.15 ‹τοῖσι φέρει μὲν γαῖα› = τοῖς θεοφιλέσιν· οὗτοι δέ εἰσιν οἱ κατὰ δίκην ζῶντες, οἷς καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ παντός φησιν ἐπακολουθεῖν προτρέπων εἰς εὐζωΐαν, τῷ τὴν γῆν φέρειν τούτοις καρποὺς ἱκανούς— ‹βίον› γὰρ τούτους καλεῖ πρὸς διατροφὴν ὄντας ἐπιτηδείους—, τῷ τὰς δρῦς ἔν τε τοῖς ἄκροις γεννᾶν βαλάνους καὶ ἐν τοῖς μέσοις αὐτῶν κατὰ τὰ ἔγκοιλα μελίσσας ἐκτρέφειν—εἰώθεσαν γὰρ ἐν ἐκείνοις τὴν τῶν μελισσῶν ἐργάζεσθαι τιθασσείαν οἱ μελισσουργοί—, τῷ τὰς οἶς σκέπην παρέχειν τοῖς εἰρίοις οἷς [ἐκφέρουσιν ἢ] ἐκφύουσι, τῷ τὰς γυναῖκας ὅμοια τίκτειν τοῖς ἀνδράσι σωφρονούσας—καὶ γὰρ τὰ πολλὰ τῶν ἀμβλωθριδίων καὶ τῶν τεράτων ἐξ ἀκρασίας γίνονται καὶ πλησμονῆς—· ἕπεται δὲ τούτοις μηδὲ δεῖσθαι πλούτου καὶ ἐμπορίας καὶ πλοίων, ἀρκούντων τῶν ἐκ τῆς χώρας γινομένων εἰς διατροφὴν τοῖς σωφρονοῦσιν.
2. Ύβρις προς ξένους
Χαρακτηριστική περίπτωση ύβρως προς ξένους είναι η περίπτωση του πριαμίδη Αλέξανδρου ή Πάρι.
Εξ ου και λέγει ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Αγαμέμνων» δια στόματος χορού:
«Ζευς βασιλιά και νύχτα φιλία, κάτοχε[1] μεγάλων κόσμων που τύλιξες με δίχτυ στεγανό τους πύργους της Τροίας, και μήτε γέρος μήτε νέος να ξεφύγει μπόρεσε από το μεγάλο δίχτυ της δουλείας. Σέβομαι τον μέγα Ζεύς τον Ξένιο που έπραξε αυτό για τον Αλέξανδρο. Έτεινε για πολύ το τόξο, ώστε να μη λαθέψει στον καιρό και να μη πέσει μάταια το βέλος πάνω από τα άστρα. Έχουν να πούνε το χτύπημα του Διός κι εύκολο είναι να το αναγνωρίσουν. Τους βρήκε τύχη, που αυτός την αποφάσισε. Κανείς δεν είπε, πως οι θεοί δεν αξιώνονται να νοιάζονται για όσους βεβήλωσαν την χάρη των άθικτων. Δεν θα ήταν ευσεβής αυτός ο λόγος. Είναι ολοφάνερο : εκείνους, που τα πλούτη τα πολλά τους σπρώχνουν σε άδικους αγώνες, τους τιμωρεί η ίδια τους η τόλμη. Εκείνον, που με σοφή σκέψη είναι ολιγαρκής, ας μη τον πλήξει συμφορά. Δεν είναι κανένα κάστρο να προφυλάξει άνθρωπο, που γκρεμίζει με ένα λάκτισμα τον μεγάλο βωμό της Δίκης, για να χορτάσει πλούτη. Βίαια τον αρπάζει η αμείλικτη πειθώ, η μισητή κόρη της Άτης, που τον παρασύρει. Και δεν υπάρχει γιατρειά. Δεν κρύβεται η αμαρτία, μα σαν απαίσιο φως φαίνεται. Κι όπως ο πρόστυχος χαλκόςμε την τριβή και τα χτυπήματα γίνεται μαυροθώρητος, έτσι δίκαια έπαθε εκείνος, που σαν κυνήγησε ασύλληπτο πουλί κι έφερε δυστυχία αβάσταχτη στην πόλη του. Κανείς θεός δε ακούει τις Λίτες του. Μα καταστρέφει άδικο άνθρωπο, που έκαμε τέτοια εγκλήματα. Έτσι και ο Πάρις ήλθε στων Ατρειδών τον οίκο και ατίμασε ξένια τράπεζα κλέβοντας μια γυναίκα.»[2]
Και αυτό διότι καθώς λέγει ο Πρόκλος:
«όταν υπάρχει ένας πονηρός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον ένα και κολλάει την πονηριά σαν νόσημα και μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας πονηρός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την πονηριά του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν ο Αγαμέμνων συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, ο λοιμός απλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα. Και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι κατέστησαν ένοχοι για τη δικαιοσύνη, επειδή δεν αγανάκτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους αδίκους παραλείποντας να σταματήσουμε την δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε.»[3]
Μάλιστα ο Αισχύλος στην τραγωδία του “Αγαμέμνων” λέγει πως :
«Μια μήνις τελεσσίφρων ήλθε ορθώνυμος με το κήδος της νύφης που έφθασε στο Ίλιον. Με τον καιρό πλήρωσαν την βεβήλωση της ξενίας και του ξυνέστιου Διός αυτοί, που τότε τίμησαν την νύφη ψάλλοντας με όλη τους την δύναμη το νυμφότιμο μέλος υμέναιου.»[4]
Και ποιο κάτω λέγει ο Αισχύλος:
«Έτσι και κάποιος έθρεψε στον οίκο του λιονταριού σκύμνο ακόμα βυζανιάρικο. Κι ήταν τις πρώτες ημέρες ήμερο, καλή παρέα των παιδιών του και των ενήλικων μια αφορμή χαράς. Συχνά το έπαιρναν αγκαλιά σαν μωρό παιδί και έπαιζε με το χέρι, που του έδιναν τροφή. Μα όταν χρόνιασε έδειξε το ήθος των γονιών του. Εκπλήρωσε την χάρι στους τροφείς του κάνοντας μόνος του δείπνο σε φοβερή σφαγή αρνιών. Γέμισε το σπίτι αίματα κι όλοι λυπήθηκαν μια φοβερή καταστροφή με τόσα θύματα. Εκ θεού ιερέα της Άτης στους δόμους τον έθρεφαν. Θα έλεγα πως και η Ελένη έτσι ήλθε στο Ίλιον του Πριάμου. Στην αρχή αρχή σαν φαντασία γαλήνιας νηνεμίας, θαυμαστό του πλούτου άγαλμα, μαλθακό ομμάτων βέλος, έρωτος άνθος που κεντρώνει τον θυμό. Άλλαξε όμως κι έκαμε πικρό το τέλος του γάμου και ήλθε και έγινε δυσεδρος και δυσόμιλος των Πριαμιδών. Πομπή του Ξένιου Διός νυμφόκλαυτη Ερινύα. Είναι ένα παλιός λόγος, που από καιρό τον λένε οι θνητοί, πως του ανθρώπου η ευτυχία, όταν πληθύνει γεννά κι άλλη και δεν πεθαίνει άκληρη. Μα για τους απογόνους θα φυτρώσει από την καλή την τύχη η κακορριζικιά. Εγώ όμως χωριστά από τους άλλους έχω την δική μου γνώμη : όχι η ευτυχία, μα τα έργα της ασέβειας γεννούν πολλά παιδιά όμοια με την γεννήτρα τους. Σε σπίτια, που ζούνε δίκαια, πάντα έρχεται η τύχη των καλών παιδιών. Έτσι γίνεται και στων βροτών τα πάθη : η μία ύβρις, η παλιά, γεννά άλλα καινούρια μέσα στο σπίτι, όταν έλθει, η ορισμένη ημέρα να γεννήσει. Γεννά τον δαίμονα τον άμαχο, τον απολέμητο, το θράσος το ανίερο της μαύρης Άτης, που μοιάζει τους γονείς της. Μα η Δίκη λάμπει και στα καπνισμένα φτωχόσπιτα Αμείβοντας την τίμια ζωή κι αφήνει τα χρυσοστόλιστα μέγαρα, που έχουν στα χέρια μίασμα. Στρέφει τα μάτια της και τους αφήνει, για να έλθει στους όσιους, χωρίς να σέβεται πλούτου δύναμη στιγματισμένη με κακό. Αυτή κρίνει όλων το τέλος.»[5]
[1] κτεάτειρα,ἡ(Α)
-
ηκάτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ.Οτ.κτεά–τειρα,αντίτών*κτήτειρα, *κτήτρια(‹κτήτωρ),σχηματίστηκεμετηνεπίδρασητούτ.κτέατα].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[2] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 355 – 402» :
Ag 355 ` to Ag 402 ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία
μεγάλων κόσμων κτεάτειρα,
ἥτ᾽ ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες
στεγανὸν δίκτυον, ὡς μήτε μέγαν
μήτ᾽ οὖν νεαρῶν τιν᾽ ὑπερτελέσαι
μέγα δουλείας
γάγγαμον, ἄτης παναλώτου.
Δία τοι ξένιον μέγαν αἰδοῦμαι
τὸν τάδε πράξαντ᾽, ἐπ᾽ Ἀλεξάνδρῳ
τείνοντα πάλαι τόξον, ὅπως ἂν
μήτε πρὸ καιροῦ μήθ᾽ ὑπὲρ ἄστρων
βέλος ἠλίθιον σκήψειεν.
Διὸς πλαγὰν ἔχουσιν εἰπεῖν,
πάρεστιν τοῦτό γ᾽ ἐξιχνεῦσαι.
ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν. οὐκ ἔφα τις
θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν
ὅσοις ἀθίκτων χάρις
πατοῖθ᾽· ὁ δ᾽ οὐκ εὐσεβής.
πέφανται δ᾽ ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν Ἄρη
πνεόντων μεῖζον ἢ δικαίως,
φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ
ὑπὲρ τὸ βέλτιστον. ἔστω δ᾽ ἀπή
μαντον, ὥστ᾽ ἀπαρκεῖν
εὖ πραπίδων λαχόντι.
οὐ γὰρ ἔστιν ἔπαλξις
πλούτου πρὸς κόρον ἀνδρὶ
λακτίσαντι μέγαν Δίκας
βωμὸν εἰς ἀφάνειαν.
βιᾶται δ᾽ ἁ τάλαινα πειθώ,
προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας.
ἄκος δὲ πᾶν μάταιον. οὐκ ἐκρύφθη,
πρέπει δέ, φῶς αἰνολαμπές, σίνος·
κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον
τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς
μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς, ἐπεὶ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν,
πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον·
λιτᾶν δ᾽ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν·
τὸν δ᾽ ἐπίστροφον τῶν[δε]
φῶτ᾽ ἄδικον καθαιρεῖ.
οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν
ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν
ᾔσχυνε ξενίαν τράπε-
ζαν κλοπαῖσι γυναικός.
[3] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”» :
Scholia in opera et dies sch.240-241.3 ` to Scholia in opera et dies sch.240-241.16 δύναται δὲ λέγειν ὅτι μοχθηροῦ ἑνὸς ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί. δύναται δὲ κἀκεῖνο σημαίνειν ὅτι ἑνὸς ὄντος πονηροῦ δίδωσιν ἡ πᾶσα πόλις δίκην, ὡς ἐξὸν κωλύειν μὴ κωλύουσα τὴν τοῦ ἑνὸς πονηρίαν. οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός, ὡς παρέντας βοηθῆσαι τῷ ἱερεῖ· καὶ τοῦ Αἴαντος ἀσεβήσαντος περὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πάντες ἔνοχοι τῇ δίκῃ γεγόνασιν, ὡς μὴ ἀγανακτήσαντες ἐπὶ τῷ ἀσεβήματι. δεῖ γὰρ μὴ ἐπιτρέπειν τοῖς ὑβρισταῖς, μηδὲ συνεπινεύειν τοῖς ἀδίκοις δυναμένους μὲν παῦσαι, περιορῶντας δὲ τοῦ παῦσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν.
[4] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 699 – 708» :
Ag 699 ` to Ag 708 Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ-
ώνυμον τελεσσίφρων
μῆνις ἤλασεν, τραπέζας
ἀτίμωσιν ὑστέρῳ χρόνῳ
καὶ ξυνεστίου Διὸς πρασσομένα
τὸ νυμφότιμον
μέλος ἐκφάτως τίοντας,
ὑμέναιον, ὃς τότ᾽ ἐπέρρεπε
γαμβροῖσιν ἀείδειν.
[5] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 717 – 781» :
Ag 717 ` to Ag 781 ἔθρεψεν δὲ λέοντος ἶνιν
δόμοις ἀγάλακτον οὕτως
ἀνὴρ φιλόμαστον,
ἐν βιότου προτελείοις
ἅμερον, εὐφιλόπαιδα
καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον.
πολέα δ᾽ ἔσκ᾽ ἐν ἀγκάλαις
νεοτρόφου τέκνου δίκαν,
φαιδρωπὸς ποτὶ χεῖρα σαίνων
τε γαστρὸς ἀνάγκαις.
χρονισθεὶς δ᾽ ἀπέδειξεν ἦθος
τὸ πρὸς τοκέων· χάριν
γὰρ τροφεῦσιν ἀμείβων
μηλοφόνοισι μάταισιν
δαῖτ᾽ ἀκέλευστος ἔτευξεν,
αἵματι δ᾽ οἶκος ἐφύρθη,
ἄμαχον ἄλγος οἰκέταις,
μέγα σίνος πολυκτόνον.
ἐκ θεοῦ δ᾽ ἱερεύς τις ἄτας
δόμοις προσεθρέφθη.
πάραυτα δ᾽ ἐλθεῖν ἐς Ἰλίου πόλιν
λέγοιμ᾽ ἂν φρόνημα μὲν
νηνέμου γαλάνας,
ἀκασκαῖον ‹τ᾽› ἄγαλμα πλούτου,
μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος,
δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος.
παρακλίνασ᾽ ἐπέκρανεν
δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς,
δύσεδρος καὶ δυσόμιλος
συμένα Πριαμίδαισιν,
πομπᾷ Διὸς ξενίου,
νυμφόκλαυτος Ἐρινύς.
παλαίφατος δ᾽ ἐν βροτοῖς γέρων λόγος
τέτυκται, μέγαν τελεσθέντα
φωτὸς ὄλβον
τεκνοῦσθαι μηδ᾽ ἄπαιδα θνῄσκειν,
ἐκ δ᾽ ἀγαθᾶς τύχας γένει
βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν.
δίχα δ᾽ ἄλλων μονόφρων εἰ
μί. τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον
μετὰ μὲν πλείονα τίκτει,
σφετέρᾳ δ᾽ εἰκότα γέννᾳ.
οἴκων γὰρ εὐθυδίκων
καλλίπαις πότμος ἀεί.
φιλεῖ δὲ τίκτειν Ὕβρις
μὲν παλαιὰ νεά
ζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν
Ὕβριν τότ᾽ ἢ τόθ᾽, ὅτε τὸ κύριον μόλῃ
φάος τόκου, δαίμονά τ᾽ ἔταν,
ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον,
Θράσος, μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα,
εἰδομένα τοκεῦσιν.
Δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν
δυσκάπνοις δώμασιν,
τόν τ᾽ ἐναίσιμον τίει [βίον].
τὰ χρυσόπαστα δ᾽ ἔδεθλα σὺν πίνῳ χερῶν
παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ᾽,
ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ
σέβουσα πλούτου παράσημον αἴνῳ·
πᾶν δ᾽ ἐπὶ τέρμα νωμᾷ.
3. Ύβρις προς ομόγνοιους (δια αίματοςσυγγενείς)
Χαρακτηριστική περίπτωση ύβρης προς ομόγνιους είναι η περίπτωση των Θυέστιων δείπνων και των Αιολιδών.
Όσο αφορά την περίπτωση των Αιολιδών : Όταν ο Νέστορας (στην Ιλιάδα) πηγαίνει στην σκηνή του Αχιλλέα για να το πείσει να μπει και πάλι στην μάχη, και εκείνος αρνείται, ο «Γερήνιος ιππότης Νέστωρ», ο πρώτος την τάξη άριστος γέροντας των παν-αχαιών, του λέγει ότι :
«αφρήτωρ, αθέμιστος και ανέστιος εκείνος είναι
που τον επιδήμιο πόλεμο ερωτεύεται τον άγριο.»[1]
Εννοιολογικά και ετυμολογικά :
-
‹Ἀφρήτωρ› = Ὁ φρατρίαν καὶ συγγένειαν μὴ ἔχων. Φρατρία δὲ κυρίως ἐστὶ, τρίτον μέρος τῆς φυλῆς.[2]
-
‹Ἀθέμιστος.› = Ἄδικος ἄνθρωπος.[3]
-
‹ἀθέμιστος› = θηριώδης, ἄνομος, ὅπου καὶ Κύκλωπες θε μιστεύουσι «παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων» (ι 115), οἱονεὶ τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον.[4]
-
ἀνέστιος δὲ ὁ ἄπολις καὶ ἄοικος.[5]
-
‹ἀνέστιος› = ὁ γὰρ ἑστίαν νέμων καὶ βίον ἑδραῖον τιμῶν τῆς πρὸς τοὺς οἰκείους ἀπέχεται στάσεως ἐπιδήμιος (cf. Ι 64) γὰρ πόλεμος ὁ ἐμφύλιος.[6]
-
[ἐπιδημίου] = τοῦ μὴ πρὸς πολεμίους, ἀλλὰ πρὸς οἰκείους γινομένου.[7]
-
[ἐπιδημίου] = ἐπιδήμιος πόλεμος ὁ ἐμφύλιος.[8]
Ο Ησίοδος, βέβαια, μας λέγει πως :
«Από τον Έλληνα, τον φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος και ο Ξούθος και ο αρματομάχος Αίολος. Υιοί του Αίολου ήταν, θεμιστοπόλοι βασιλιάδες, ο Κρηθέας και ο Αθάμαντας και ο αιολομήτης Σίσυφος και ο άδικος ο Σαλμωνέας και ο υπέρθυμος Περιήρης.»[9]
Δηλ. οι Αιολίδες Κρηθέας & Αθάμαντας – ως θεμιστοπόλοι – «τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φύλασσαν δίκαιον».
Όταν όμως ο Αθάμαντας εξαπατώμενος εκ της γυναικός του Ινούς, κόρης του Κάδμου, προσπάθησε να θυσιάσει τα παιδιά του Φρίξο & Έλλη, τότε έπεσε πάνω στο γένος των Αιολιδών η μήνις του Διός!
Αναφέρει μάλιστα ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» – όταν αναφέρεται στον Αιήτη :
«Άλλωστε αυτός, ο Αιήτης, κάποτε υποδέχτηκε τον αμύμονα[10] Φρίξο, όταν προσπάθησε να ξεφύγει τον δόλο της μητριάς του και τις θυήλας του πατρός του, γιατί ακόμα και ο πλέον κύντατος[11] άνθρωπος σέβεται το δίκαιο του Ξένιου Διός και το υπολογίζει».[12]
Μήνις του Διός επί των Αιολιδών που για να καθαρθεί έγινε η Αργοναυτική Εκστρατεία στην χώρα του Αιήτη την Κολχίδα, κατά την οποία οι Αργοναύτες έφτασαν μέσω και δια ενός μεγάλου αριθμού «ποταμών» στην Αία από όπου οι ήρωες έφεραν στην Ελλάδα το χρύσειον κώας!
Εξ ου και όταν ο Άργος, ο γιός του Φρίξου, παρουσιάζει τους Αργοναύτες στον Αιήτη, βασιλιά της κολχίδας, του λέγει εκτός των άλλων :
«Αν θες να ξέρεις τον σκοπό τους, δεν θα στον κρύψω. Κάποιος βασιλιάς ήθελε να διώξει τον άντρα τούτον, τον Ιάσωνα, από την πατρίδα του και από την περιουσία του, γιατί στην δύναμη ήταν ανώτερος από όλους τους Αιολίδες, και γι’ αυτό τον έστειλε εδώ ταξίδι δίχως ελπίδα. Είπε μάλιστα πως η γενιά των τέκνων του Αιόλου δεν θα ξεφύγει την βαριά μήνις και τον χόλο του αμείλικτου Διός ούτε το αβάσταχτο άγος και τις ποινές λόγω του Φρίξου, πριν φτάσει το κώας στην Ελλάδα».[13]
Κυρίως όμως το θέμα της μήνις και του χόλου του Διός προς τους Αιολίδες παρουσιάζεται ως εξής :
«Οι γιοί του Φρίξου πηγαίνανε προς τον Ορχομενό από την Αία, από τον Κυταίο Αιήτη, πάνω σε πλοίο κολχικό, για να πάρουν τα μεγάλα πλούτη του πατρός τους[14]. Αυτός, άλλωστε πεθαίνοντας τους είχε προστάξει να το κάνουν αυτό. Τη ημέρα εκείνη λοιπόν βρισκόταν πολύ κοντά στο νησί, ο Ζεύς όμως έστειλε το μένος του Βορέα, σημαίνοντας με τις βροχές του τον ερχομό του Αρκτούρου. Όλη την ημέρα φυσούσε σείοντας τα φύλλα στα βουνά πνέοντας απαλά στις κορυφές. Τη νύχτα όμως όρμησε κατά τη θάλασσα με ένταση και με τη βουερή πνοή του σήκωσε κύμα. Σκοτεινή ομίχλη σκέπασε τον ουρανό, κι ούτε που φαινόταν καθόλου τα λαμπερά άστρα μέσα από τα νέφη, αλλά σκοτάδι ζοφερό είχε παντού απλωθεί. Τους γιούς του Φρίξου, λοιπόν, βρεγμένους και φοβούμενους τον τρομερό όλεθρο, τους πηγαινοέφερναν έτσι τα κύματα. Το μένος του ανέμου άρπαξε τα πανιά, αλλά και το ίδιο το καράβι το τσάκισε στα δύο έτσι καθώς το τίναζε το κύμα. Τότε, με προτροπή των θεών, οι τέσσερις εκείνοι έπιασαν ένα πελώριο μαδέρι, από τα πολλά που ήσανε συναρμοσμένα με μυτερούς γόμφους και ξεκαρφώθηκαν μόλις το πλοίο έγινε κομμάτια. Στο νησί λοιπόν, αφού ξυστά από το θάνατο περάσανε, τους έφεραν απελπισμένους τα κύματα και οι ριπές του ανέμου. Μα αιφνής όμβρος αθέσφατος ξέσπασε πάνω από τον πόντο και το νησί και πάνω από όλη την στεριά, την αντικρινή του νησιού, όπου κατοικούσαν οι αλαζόνες Μοσσύνοικοι. Η ορμή του κύματος έβγαλε τους γιούς του Φρίξου με το μαδέρι τους στην παραλία του νησιού μέσα στην νύχτα. Το σταλμένο από τον Ζεύς ατελείωτο νερό σταμάτησε με την ανατολή. Ευθύς οι δυο ομάδες ήρθαν κοντά η μία στην άλλη. Πρώτος μίλησε ο Άργος : “Σας παρακαλούμε[15], προς Ζηνός Επόψιου, όποιοι και αν είστε, να μας σπλαχνιστείτε και να μας συντρέξετε στην ανάγκη μας. Θύελλες άγριες που ξέσπασαν στον πόντο σκόρπισαν όλα τα ξύλα του κακότυχου πλοίου μας με το οποίο ταξιδεύουμε για μιαν υπόθεσή μας. Γι’ αυτό προσπέφτουμε σε εσάς, αν συμφωνείται να μας δώσετε έστω ένα σκέπασμα για το σώμα μας και να λυπηθείτε άνδρες συνομήλικους σας που κακοπάθησαν. Αιδέσσσεσθε τους ξένους ικέτες στο όνομα του Διός Ξένιου και Ικέσιου. Στον Ζεύς άλλωστε ανήκουν και οι ξένοι και οι ικέτες, και αυτός είναι που κάτω από το βλέμμα του μας έχει”[16]. Τότε του απάντησε με φρόνηση ο γιός του Αίσονα, σκεπτόμενος πως οι χρησμοί του Φινέα εκπληρώνονταν : “Όλα αυτά αμέσως κι ευχαρίστως θα σας δώσουμε. Μα, έλα, πες μου τώρα αλήθεια, που χώρα κατοικείτε, ποια η υπόθεση που σας στέλνει να ταξιδέψετε στην θάλασσα κι επίσης ποιο είναι το ένδοξο όνομα της γενιά σας;”. Ο Άργος, απελπισμένος μέσα στην κακοτυχία του, απάντησε : “Κάποιον Φρίξο Αιολίδη, που από την Ελλάδα ήρθε στην Αία, πιστεύω, σίγουρα θα τον έχετε ακουστά, τον Φρίξο που έφτασε στην πόλη του Αιήτη ανεβασμένος πάνω σε κριό που ο χρύσειον το είχε καταστήσει ο Ερμής. Το κώας του μπορείτε ακόμη και σήμερα να το δείτε. Το ζώο τούτο, ύστερα από δική του προτροπή, θυσίασε μετά στον Κρονίδη, τον Ζεύς Φύξιο πρωτίστος. Το Φρίξο τον δέχτηκε στους δόμους του ο Αιήτης και με ευχαρίστηση του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του, τη Χαλκιόπη, χωρίς να πάρει γαμήλια δώρα. Γόνοι αυτών των δύο είμαστε εμείς, αλλά ο Φρίξος πέθανε γέρος στον οίκο του Αιήτη. Και εμείς, υπακούοντας στην θέληση του πατρός μα, πηγαίνουμε στον Ορχομενό να πάρουμε την περιουσία του Αθάμαντα. Και αν τα ονόματά μας θέλει να μάθεις, αυτός λέγεται Κυτίσσωρος, ετούτος Φρόντις, αυτός Μέλας και εμένα με λένε Άργο”. Αυτά είπε, και τα παλικάρια χάρηκαν για την συνάντηση και τους περιποιήθηκαν φιλόφρονα. Ο Ιάσονα τότε τους μίλησε πάλι, όπως ταιριάζει με τα λόγια τούτα : ”Είσαστε αλήθεια πατρώοι και μας ζητάτε ευγενικά να σας βοηθήσουμε στις δυσκολίες σας. Πράγματι, ο Κρηθέας και ο Αθάμαντας ήσαν αδέλφια[17], και του Κρηθέα εγγονός εγώ πάω με τους συντρόφους μου από την Ελλάδα στην πόλη του Αιήτη. Για τούτο όμως θα μιλήσουμε μετά, πρώτα όμως φορέστε ρούχα. Νομίζω, των αθανάτων ήταν θέλημα να πέσετε στα χέρια μας μες στην ανάγκη σας”. Με τα λόγια αυτά, τους έδωσαν από το πλοίο ρούχα να ντυθούν. Ύστερα πήγαν όλοι μαζί στον ναό του Άρη να ιερεύσουν[18] αρνία, και στάθηκαν αμέσως γύρω από την εσχάρα που ήταν έξω από τον άσκεπο ναό. Μέσα βρισκόταν ένας ιερός μέλας λίθος, στον οποίο οποίο προσεύχονταν όλες οι Αμαζόνες. Αυτές, όταν έφτασαν εκει από την αντίπερα στεριά, δεν είχαν έθιμο να καίνε στην ιερή εσχάρα πρόβατα ή βόδια, μα έσφαζαν ίππους που έτρεφαν για τον σκοπό αυτό. Αφού θυσίασαν και έφαγαν το φαγητό που είχαν ετοιμάσει, τους μίλησε ο Αισονίδης αρχίζοντας έτσι : “ο Ζεύς στ’ αλήθεια βλέπει τα πάντα, και κανείς από εμάς τους ανθρώπους δεν του ξεφεύγει, ευσεβείς ή άδικος. Έτσι έσωσε αυτός τον πατέρα σας και δεν τον σκότωσε η μητριά του και του έδωσε επί πλέον μεγάλα πλούτη, κι έτσι έσωσε και εσάς απείραχτους από τον κατακλυσμό. Μπορείτε, πάνω σε τούτο το πλοίο, εδώ η εκεί να ταξιδέψετε, όπου επιθυμείται, είτε στην Αία είτε στην πλούσια πόλη του θείου Ορχομενού. Γιατί το πλοίο μας το έχτισε η Αθηνά και με χαλκό έκοψε τα ξύλα του κοντά στου Πηλίου τις κορφές, και με την καθοδήγησή της το κατασκεύασε ο Άργος. Το δικό σας όμως πλοίο τσακίστηκε από το άγριο κύμα προτού να πλησιάσετε στις πέτρες που στην στενωπό του Πόντου συγκρούονται η μια με την άλλη όλη την ημέρα. Ελάτε όμως, γίνεται βοηθοί μας, γιατί και οι ίδιοι θέλουμε πολύ να φέρουμε το χρύσειον κώας στην Ελλάδα, γίνεται οδηγοί μας στο ταξίδι καθώς πηγαίνουμε για να καθαρίσω τις θυήλες του Φρίξου, που είναι η αιτία του χόλου του Διός επί των Αιολιδών.”»[19]
Βέβαια η ύβρις ιδικά προς ομόγνοιους είναι αποτέλεσμα του ότι κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«Οι πολιτείες, οι οικογένειες και τα γένη αποτελούν ενιαίες ζωντανές οντότητες με ξεχωριστή δική τους ζωή. Κάθε πολιτεία & οικογένεια φυλάσσεται εξ ενός πολιούχου & οικογενειακού θεού αντίστοιχα, και υπάρχει μια κοινή περίοδος της πολιτείας και της οικογένειας αντίστοιχα, η οποία συνδέει με τους ίδιους δεσμούς τη ζωή και τα ήθη της μιας και της άλλης. Έτσι, η ζωή μιας πολιτείας ή μιας οικογένειας λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο, εξ ου και αμαρτήματα των προγόνων μπορούν να τιμωρούνται οι απόγονοι και να εκτίουν οι απόγονοι την ποινή που οφείλει να εκτίσει ολόκληρη η οικογένεια. Για τον λόγο ότι επειδή οι ψυχές υφίστανται μετενσωματώσεις η ψυχή του απογόνου μπορεί να είναι η ψυχή του προγόνου η οποία πληρώνει για τα αμαρτήματα που διέπραξε σε προηγούμενη ζωή.»[20]
Ενδεικτικές οι αναφορές του Αισχύλου στους εν λόγω θεούς, στην τραγωδία του «Αγαμέμνων» :
«Φλέγονται από τα δώρα σου οι βωμοί όλων των θεών των αστυνόμων, των ύπατων, των χθόνιων, των ουράνιων και των αγοραίων».[21]
Επίσης στην τραγωδία «Ικέτιδες» όπου εκ του Αισχύλου αφενός λέγεται :
«Xo. : Σεβάσου τους κυβερνήτες θεούς της πόλως αυτής που έτσι είναι στολισμένοι».[22]
Αφετέρου :
«Εμπρός ας υμνήσουμε τους αστυάνακτες μάκαρες Θεούς της χώρας πολιούχους κι όσους κατοικούν γύρω από το παλαιό του Ερασινού ρέμα.»[23]
Αλλά και όταν ο Δαναός συνομιλεί με τον βασιλέα των Αργείων/Πελασγών, με τον Πελασγό, γιό του Παλαίχθονα, λέγει :
«Δαναός : Έχει για εμάς μεγάλη αξία να βρούμε σεβάσμιο πρόξενο. Μονάχα μαζί μου στείλε συνοδεία από εγχώριους, ώστε να βρούμε των πολυούχων Θεών τους πρόναους βωμούς, κι ασφάλεια να έχω καθώς από την πόλη μέσα θα περνώ. Γιατί η Φύση δεν μας έδωσε την ίδια μορφή κι ο Νείλος όμοιο με τον Ίναχο γένος δεν τρέφει. Φυλάξου μήπως η πολλή πεποίθηση γεννήση φόβο. Έλαχε πολλές φορές φίλο του να σκοτώσει κανείς από άγνοια του.
Βασιλέας : Εσείς φρουροί, πηγαίνεται μαζί του, γιατί ο ξένος δίκιο έχει. Οδηγήστε τον στους αστικούς βωμούς, Θεών έδρες, και σε όσους συναντάτε στον δρόμο, δεν είναι ανάγκη λόγια πολλά να λέτε, οδηγώντας το ναύτη που ήλθε ικέτης στους εδώ εφέστιους[24] θεούς.»[25]
Επίσης στην τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» όταν ο γιός του Κάδμου Ετεοκλής λέγει:
«Ετ. : Ω Ζευς και Γη και πολιούχοι[26] Θεοί, κι εσύ Ερινύα, κατάρα[27] πατρός μεγασθενής. Μη μου την πόλη καταστρέψεται από τα βάθυ εκ θεμελίων[28], αυτή που Ελλάδος φθόγο κραίνει, και τους εφέστιου οίκους μας.»[29]
Μάλιστα ο Πλάτων σχετικά με το γενικό θέμα μας, στον «Φαίδρο», αναφέρει:
«Αλλά βέβαια, από τις νόσους και τους μεγαλύτερους πόνους, που δημιουργούνται εκ παλαιών μηνιμάτων σε κάποιες οικογένειες, η τελεστική μανία που δημιουργήθηκε και προφήτευσε αυτά που χρειαζόταν, βρήκε τρόπο απαλλαγής, καταφεύγοντας στις ευχές προς τους Θεούς και την λατρεία τους. Από εκεί λοιπόν, με καθαρμούς και τελετές, αμέσως απάλλαξε αυτόν που κατεχόταν από αυτή, και για τώρα και για το μέλλον, λύση ορθή που βρέθηκε για αυτόν που μαίνεται και κατέχεται από τα τωρινά κακά.»[30]
Σχετικά δε με τα λεγόμενα του Πλάτωνα ο Πρόκλος αναφέρει ότι :
«η τιμωρία για αμαρτίες των προγόνων καταλαμβάνει και τους απογόνους. Πράγματι, οι ψυχές με τη συμπαράταξη τους προς τους αδίκους γίνονται συμμέτοχοι στην αδικία, και τα σώματα τους λαμβάνουν υπόσταση από φαύλο σπέρμα, ενώ των εξωτερικών στοιχείων η αρχή συνδέεται με σφαλερά γεγονότα. Αυτούς, λέει ο Σωκράτης του “Φαίδρου”, μπορεί να τους αποκαθάρει η τελεστική λύνοντας τα παρόντα κακά μέσα από την περί το θείο λατρεία.»[31]
Τα παλαιά «μηνίματα» είναι η «μήνις» των θεών που βαραίνει μια ψυχή και έχει επέλθει είτε από «αδικήματα του τωρινού ή προηγούμενου βίου της αυτής ψυχής» μόνο σε ατομικό επίπεδο, ή αφορούν την μήνις που έχει μεταφερθεί «από προγόνους σε απογόνους» στο επίπεδο οικογένειας, πόλης και γένους. Πολλές φορές δε η τιμωρία είναι να πάθει κανείς ότι έκανε.
Μάλιστα ο Πλάτων, στην «Η’ επιστολή – προς τον Δίωνα , 352.d.3 -5» στον λέγει ό,τι :
«όσο περισσότερα κακά πράττει κάποιος στους άλλους τόσο περισσότερα θα πάθει και ο ίδιος».[32]
Άλλωστε ο Αισχύλος στην τραγωδία «Αγαμέμνων» αναφέρει ότι :
«Ο Ζευς έβαλε τους θνητούς στης φρονήσεως τον δρόμο, αυτός θεσμοθέτησε τον νόμο “το πάθημα να είναι μάθημα”. Ακόμα και στον ύπνο μας μάς στάζει στην καρδιά ο πόνος, που θυμίζει τα παθήματά μας, κι έρχεται, θέλομε δεν θέλομε, να μας σωφρονίσει. Βέβαια η σκληρή αυτή χάρη μας δίδεται απ’ τους θεούς, που κάθονται στο σεμνό τους θρόνο.»[33]
Ενώ στην τραγωδία του Αισχύλου «Χοηφόροι» βλέπουμε τον χορό να λέει :
«Ώ μεγάλες Μοίρες, Δίοθεν ας τελευτήσει έτσι, όπως οδηγά το δίκιο.[34] “η γλώσσα η πικρή με πικρή γλώσσα να πληρώνεται”, έτσι βροντοφωνεί η Δίκη, που τα οφειλόμενα εισπράττει “και η πληγή η φονική με άλλη πληγή να τιμωρείται. Να πάθει όποιος έκανε κακό”, λόγος πανάρχαιος το φωνάζει».[35]
Βλέπουμε λοιπόν ότι η Δίκη ή Θέμιδα στέκει πάρεδρος του Διός. Εξ ου και αφενός στην τραγωδία «Ικέτιδες» ο Αισχύλος δια στόματος χορού λέγει :
«Χο. : Ας δει πως δίχως κρίμα φύγαμε, του Διός Κλαρίου[36] η θυγατέρα Ικεσία Θέμις. Κι εσύ, με όλη τη γεροντική σου φρόνηση, μάθε από εμένα τη οψίγονη[37], πως καλόδεχτες είναι πάντα στους βωμούς των Θεών οι προσφορές εκείνου, που ελεεί τον ικέτη στην ανάγκη του, των Θεών που δεν δέχονται παρά τις προσφορές[38] αγνού από λήματα ανθρώπου.»[39]
Αφετέρου ο Πίνδαρος (Ολυμπιονικός, 8.21 – 23) αναφέρει πως :
«ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ᾽ ἀνθρώπων.»
Μάλιστα στην τραγωδία του Αισχύλου «Χοηφόροι» βλέπουμε τον χορό να λέει :
«Μα είναι νόμος. Σαν χυθεί σταγόνα φονική στο χώμα, να γυρεύει κι άλλο αίμα. Γιατί ο φόνος καλεί την Ερινύα και αυτή φέρνει από όσους πριν σκοτώθηκαν μια συμφορά ύστερα από την άλλη.»[40]
Βέβαια τους αγαθούς, δίκαιους και όσιους ανθρώπους τους προστατεύουν οι θεοί και τους καθοδηγούν δια των κατ’ ουσίαν ή κατά θέση Δαιμόνων. Χαρακτηριστικά τα λόγια των Διόσκουρων στην τραγωδία «Ιλέκτρα» του Ευριπίδη :
«Ψηλά στον αιθέρα σας περνούμε, τους μυσαρούς δεν τους βοηθάμε. Τους ανθρώπους που αγάπησαν το όσιο και το δίκαιο, αυτούς σώζουμε από τους κινδύνους και τους λυτρώνουμε. Και έτσι το άδικο κανένας να μη το θέλει και μήτε με επιορκίες να θαλασσοταξιδεύει. Θεός είμαι εγώ, που αγορεύω στους θνητούς».[41]
Αλλά και τα όσα λέγει ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, ο εν Δελφοίς διατελέσας ιερεύς:
«όπως οι άνθρωποι που αγαπούν τους ίππους δεν φροντίζουν εξίσου για όλα τα μέλη αυτού του είδους, αλλά ξεχωρίζουν και απομονώνουν τα καλύτερα, τα εξασκούν και τα τρέφουν ιδιαίτερα και τα αγαπούν ξεχωριστά, έτσι και τα ανώτερα από εμάς όντα σημαδεύουν τους βέλτιστους από εμάς, σαν να τους ξεδιαλέγουν από μια αγέλη, τους θεωρούν άξιους μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστής παιδαγωγίας και τους κατευθύνουν όχι με χαλινάρια και μαστίγια αλλά με τον λόγο (λογική) μέσω συμβόλων. Από αυτά τα σύμβολα οι πολλοί και αγελαίοι έχουν παντελή άγνοια. Ούτε, άλλωστε, και οι περισσότεροι κύνες κατανοούν τα κυνηγετικά σημάδια, ούτε και οι ίπποι τα ιππικά σημάδια. Όσα, όμως, τα έχουν μάθει, ευθύς αντιλαμβάνονται τις διαταγές από ένα τυχαίο σύριγμα ή σφύριγμα και εύκολα κάνουν αυτά που πρέπει. Φαίνεται, μάλιστα, πως και ο Όμηρος γνώριζε την διαφορά για την οποία μιλάμε. Γιατί με όσα λέει άλλους μάντεις του αποκαλεί οιωνοσκόπους και ιερείς, για άλλους, όμως, νομίζει ότι αποκαλύπτουν το μέλλον, επειδή κατανοούν τις ίδιες τις συνομιλίες των θεών και μοιράζονται τις σκέψεις τους : “Αυτών ο Έλενος, του Πρίαμου ο προσφιλής υιός, ένιωσε μέσα του την βουλή, που οι θεοί πήραν με κοινή απόφαση” (Ιλιάδα, ραψωδία Η’ σ. 43 – 44). Και “Γιατί τέτοιον εγώ λόγο άκουσα από τους αειγένητους θεούς” (Ιλιάδα, ραψωδία Η’ σ. 43 – 44). Γιατί ακριβώς όπως η διάνοια των βασιλέων και των στρατηγών οι εκτός την αισθάνονται (αντιλαμβάνονται) και τη γνωρίζουν με πυρσούς, κηρύγματα και σάλπιγγες, ενώ στους έμπιστους και φίλους τους την αποκαλύπτουν οι ίδιοι, έτσι και το θείο συνομιλεί απ’ ευθείας με λίγους και σπάνια, ενώ στους πολλούς δίνει σημάδια, από τα οποία προκύπτει η λεγόμενη μαντική τέχνη. Γιατί οι θεοί κατευθύνουν τη ζωή λίγων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που τυχόν θα αποφασίσουν να τους καταστήσουν άκρως μακάριους και αληθώς θείους. Ενώ οι ψυχές είναι απαλλαγμένες από της γένεση και ξένοιαστες στο εξής από το σώμα, σαν να έχουν αφεθεί παντελώς ελεύθερες, είναι δαίμονες που επιβλέπουν τους ανθρώπους κατά τον Ησίοδο (“Έργα και Ημέρες”, σ. 122+). Γιατί όπως στους αθλητές, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών σταμάτησαν να γυμνάζονται, δεν τους εγκαταλείπει εντελώς το φιλότιμο και το φιλοσώματο, αλλά βλέποντας άλλους να ασκούνται τέρπονται και δίνουν προτροπές και τρέχουν μαζί τους στο πλάι, έτσι και εκείνοι που έχουν σχολάσει από τους αγώνες για τη ζωή και εξαιτίας της αρετής της ψυχής τους έγιναν δαίμονες δεν περιφρονούν παντελώς τα εδώ πράγματα, λόγους και ασχολίες, αλλά όντως ευμενείς προς εκείνους οι οποίοι γυμνάζονται για τον ίδιο με αυτούς σκοπό μοιράζονται μαζί τους την φιλοτιμία τους, όταν τους βλέπουν πως με τον αγώνα είναι πια κοντά στην προσδοκία τους και την αγγίζουν. Γιατί το δαιμόνιο δεν βοηθάει στην τύχη όποιους να’ ναι. Αλλά συμβαίνει ότι και στην περίπτωση εκείνων που κολυμπούν στην θάλασσα : αυτούς, δηλ., που βρίσκονται ακόμη στο πέλαγος και μακριά από τη στεριά οι θεατές στην στεριά τους παρακολουθούσε μόνο σιωπηλά. Τρέχουν, όμως, στο πλάι εκείνων που βρίσκονται πιο κοντά στη στεριά και, μπαίνοντας στη θάλασσα και βοηθώντας τους με τα χέρια συνάμα και με τη φωνή τους, τους διασώζουν. Αυτός είναι ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλ., είμαστε βυθισμένοι στα εγκόσμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας αφήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προσπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρετής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διαρκείας μέσα από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της πλησιάζει στο τέλος του, αψηφώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας φιλοτιμία και την έκβαση του αγώνα της, ανεβαίνει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθήσει. Και κάθε δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Και εκείνη, επειδή είναι κοντά, το ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος».[41]
[1] Βλ. Όμηρος, «Ιλιάδα, Ι’, στ. 63 – 64» :
Il 9.63 ` to Il 9.64 ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
[2] Scholia in Iliadem 9.63.1 ` to Scholia in Iliadem 9.63.4
[3] Scholia in Iliadem 9.63.4 ` to Scholia in Iliadem 9.63.4
[4] Scholia in Iliadem 9.63b1.1 ` to Scholia in Iliadem 9.63b1.3
[5] Scholia in Iliadem 10.418a.4 ` to Scholia in Iliadem 10.418a.4
[6] Scholia in Iliadem 9.63c.1 ` to Scholia in Iliadem 9.63c.3
[7] Scholia in Iliadem 9.64.1 ` to Scholia in Iliadem 9.64.2 9.64
[8] Scholia in Iliadem 9.64.1 ` to Scholia in Iliadem 9.64.1 9.64
[9] Fragmenta 9.1 ` to Fragmenta 10.3 9 Ἕλληνος δ᾽ ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος Δῶρός τε Ξοῦθός τε καὶ Αἴολος ἱππιοχάρμης[9] 10 Schol. Pind. Pyth. iv. 253 (c) ( ii. 133. 8 Drachmann) Αἰολίδαι δ᾽ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες Κρηθεὺς ἠδ᾽ Ἀθάμας καὶ Σίσυφος αἰολομήτης Σαλμωνεύς τ᾽ ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης
[10] ἀμύνων (-ονος), -ον (Α)
-
(αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος.
-
(για πράγματα ή γεγονότα) σημαντικός, θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. ‹ ἀ– στερ. + (αιολ.) μῦμαρ «αίσχος, φόβος, ψόγος», που χρησιμοποιείται στον Ησύχιο. Στον τ. ἀμύμων παρατηρείται εναλλαγή ενός επιθήματος –μων με ένα επίθημα –μαρ, ἀμύμων: μῦμαρ (πρβλ. ἀπείρων: πεῖραρ, εναλλαγή –r, –n). Ο τ. μῦμαρ συνδέεται ως προς το θέμα με τους τ. μῶμαρ, μῶμος «ψόγος, μομφή, δυσμένεια». Ως προς την ερμηνεία τού τ. είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι προήλθε από κώφωση τού ω σε υ παρά να θεωρηθεί ως μεταπτωτική φωνηεντική μορφή τών *mōu-, *mū].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[11] κύντατος -άτη, -ον (Α)
-
αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. ‹ κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. –τατος].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[12] Βλ. Απολλώνιος Ρόδιος «Αργοναυτικά, βιβλίο Γ’, στ. 190 – 193» :
Arg 3.190 ` to Arg 3.193 ὅδε καί ποτ᾽ ἀμύμονα Φρίξον ἔπεισε,
μητρυιῆς φεύγοντα δόλον πατρός τε θυηλάς,
δέχθαι, ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν
Ξεινίου αἰδεῖται Ζηνὸς θέμιν ἠδ᾽ ἀλεγίζει.»
[13] Βλ. Απολλώνιος ο Ρόδιος “Αργοναυτικά, βιβλίο Γ’, στ. 332 – 339” :
Arg 3.332 ` to Arg 3.339 χρειὼ δ᾽ ἢν ἐθέλῃς ἐξίδμεναι, οὔ σ᾽ ἐπικεύσω.
τόνδε τις ἱέμενος πάτρης ἀπάνευθεν ἐλάσσαι
καὶ κτεάνων βασιλεύς, περιώσιον οὕνεκεν ἀλκῇ
σφωιτέρῃ πάντεσσι μετέπρεπεν Αἰολίδῃσιν,
πέμπει δεῦρο νέεσθαι, ἀμήχανον· οὐδ᾽ ὑπαλύξειν
στεῦται ἀμειλίκτοιο Διὸς θυμαλγέα μῆνιν
καὶ χόλον οὐδ᾽ ἄτλητον ἄγος Φρίξοιό τε ποινάς
Αἰολιδέων γενεήν, πρὶν ἐς Ἑλλάδα κῶας ἱκέσθαι.
[14] ‹υἱῆες Φρίξοιο› = οἱ παῖδες Φρίξου ἔπλεον εἰς Ὀρχομενὸν ἐκ Κόλχων, ἵνα τὰ πατρῷα κληρονομήσωσι. ναυαγήσαντες δὲ ἐξεβράσθησαν πρὸς τὴν Ἀρητιάδα νῆσον, ὅθεν ἀναλαβόντες αὐτοὺς οἱ Ἀργοναῦται ἔσχον καθηγεμόνας, καὶ πάλιν αὐτοὺς ἀπήγαγον εἰς Ὀρχομενόν. (Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica 205.19 – 22).
[15] ‹ἀντομαι› = ‹διὰ› παντὸς ἱκετεύω. ‹ἄντομαί σε› =· παρακαλῶ σε (Eur. Med. 709.) (Βλ. Λεξικό Ησύχιου)
‹Ἄντρον› = Τὸ σπήλαιον· Ἐγγύθι δ᾽ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές. Ἀνάτορόν τι ὄν· παρὰ τὸ ἄνω τετρῆσθαι, ἤγουν τετρυπῆσθαι· τὸ ἀνατετρημένον· ἢ παρὰ τὰ ἄνθη, ἄνθηρον, καὶ ἄνθρον, καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄντρον. Εἶναι γὰρ λειμωνίδων νυμφῶν ἐνδιαίτημα. ῍Η παρὰ τὸ ἀντῶ, τὸ ἱκετεύω, ἄντομαι, (καὶ, Ἀντομένην ῞Ηρην) ἄντορον, καὶ ἄντρον· διότι τοὺς θεοὺς ἐν αὐτῷ ἱκέ τευον, ἱερὰ τὰ σπήλαια ἡγούμενοι. (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό λεξικό).
[16] Εξ ου και Επόψιος ο Ζευς ( ὁ δέ που καὶ ἐπόψιος ἄμμι τέτυκται).
[17] κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α)
-
α. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ.
β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» — οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.)
-
(το θηλ. και μτφ.) αυτή που έχει στενό σύνδεσμο ή την ίδια προέλευση ή όμοιο προορισμό με κάποιον άλλο («συκῆν ἀμπέλου κασιγνήτην», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύνθ. λ. με β’ συνθετικό –γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη– «γεννώ, παράγω», με μηδενισμένο το α’ φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος). Το α’ συνθετικό συνδέεται πιθ. με την πρόθ. κατά (πρβλ. μυκην. kasikono «πρωτόπειρος, σύντροφος, συνάδελφος» και χεττ. πρόθ. kati). Άλλοι συνδέουν τη λ. με κυπρ. κάς «και» και άλλοι, λιγότερο πιθανώς, τή συνδέουν με μια μετοχή τού ἔ–τεκον (αόρ. τού τίκτω). Ο κυπρ. τ. καινίτα προήλθε από σίγηση τού ενδοφωνηεντικού –σ– και ιωτακισμό. Η λ. κασίγνητος δήλωνε αρχικά τον ομοπάτριο αδελφό και εξάδελφο από πλευράς πατέρα και στη συνέχεια έλαβε τη γενικότερη σημ. «όμαιμος συγγενής της ίδιας μεγαλύτερης οικογένειας». Η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ’ εξοχήν στην ποίηση και η αρχική της σημ. «ομοπάτριος αδελφός» συμβολίζει την έννοια τής πατριαρχίας σε αντιδιαστολή με τη σημ. τής λ. αδελφός* «ομομήτριος αδελφός» που αντικατοπτρίζει το πέρασμα της πατριαρχικής σε μητριαρχική κοινωνική δομή].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[18] ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) [ιερεύς]
θυσιάζω
αρχ.
-
(ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῡς ἱερεύοντες… εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.)
-
(ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.).
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[19] Βλ. Απολλώνιος ο Ρόδιος “Αργοναυτικά, βιβλίο Β’, στ. 1093 – 1195 ” :
Arg 2.1093 ` to Arg 2.1195 Υἱῆες Φρίξοιο μετὰ πτόλιν Ὀρχομενοῖο ἐξ Αἴης ἐνέοντο παρ᾽ Αἰήταο Κυταίου, Κολχίδα νῆ᾽ ἐπιβάντες, ἵν᾽ ἄσπετον ὄλβον ἄρωνται πατρός· ὁ γὰρ θνῄσκων ἐπετείλατο τήνδε κέλευθον. καὶ δὴ ἔσαν νήσοιο μάλα σχεδὸν ἤματι κείνῳ, Ζεὺς δ᾽ ἀνέμου βορέαο μένος κίνησεν ἀῆναι, ὕδατι σημαίνων διερὴν ὁδὸν Ἀρκτούροιο. αὐτὰρ ὅγ᾽ ἠμάτιος μὲν ἐν οὔρεσι φύλλ᾽ ἐτίνασσεν τυτθὸν ἐπ᾽ ἀκροτάτοισιν ἀήσυρος ἀκρεμόνεσσιν· νυκτὶ δ᾽ ἔβη πόντονδε πελώριος, ὦρσε δὲ κῦμα κεκληγὼς πνοιῇσι· κελαινὴ δ᾽ οὐρανὸν ἀχλύς ἄμπεχεν, οὐδέ πῃ ἄστρα διαυγέα φαίνετ᾽ ἰδέσθαι ἐκ νεφέων, σκοτόεις δὲ περὶ ζόφος ἠρήρειστο. οἱ δ᾽ ἄρα μυδαλέοι, στυγερὸν τρομέοντες ὄλεθρον, υἱῆες Φρίξοιο φέρονθ᾽ ὑπὸ κύμασιν αὔτως· ἱστία δ᾽ ἐξήρπαξ᾽ ἀνέμου μένος ἠδὲ καὶ αὐτήν νῆα διάνδιχ᾽ ἔαξε, τινασσομένην ῥοθίοισιν. ἔνθα δ᾽ ὑπ᾽ ἐννεσίῃσι θεῶν πίσυρές περ ἐόντες δούρατος ὠρέξαντο πελωρίου, οἷά τε πολλά ῥαισθείσης κεκέδαστο θόοις συναρηρότα γόμφοις. καὶ τοὺς μὲν νῆσόνδε, παρὲξ ὀλίγον θανάτοιο, κύματα καὶ ῥιπαὶ ἀνέμου φέρον ἀσχαλόωντας· αὐτίκα δ᾽ ἐρράγη ὄμβρος ἀθέσφατος, ὗε δὲ πόντον καὶ νῆσον καὶ πᾶσαν ὅσην κατεναντία νήσου χώρην Μοσσύνοικοι ὑπέρβιοι ἀμφενέμοντο. τοὺς δ᾽ ἄμυδις κρατερῷ σὺν δούρατι κύματος ὁρμή υἱῆας Φρίξοιο μετ᾽ ἠιόνας βάλε νήσου νύχθ᾽ ὕπο λυγαίην. τὸ δὲ μυρίον ἐκ Διὸς ὕδωρ λῆξεν ἅμ᾽ ἠελίῳ· τάχα δ᾽ ἐγγύθεν ἀντεβόλησαν ἀλλήλοις. Ἄργος δὲ παροίτατος ἔκφατο μῦθον· «Ἀντόμεθα πρὸς Ζηνὸς Ἐποψίου, οἵτινές ἐστε ἀνδρῶν, εὐμενέειν τε καὶ ἀρκέσσαι χατέουσι. πόντῳ γὰρ τρηχεῖαι ἐπιβρίσασαι ἄελλαι νηὸς ἀεικελίης διὰ δούρατα πάντ᾽ ἐκέδασσαν, ᾗ ἔνι πείρομεν οἶδμα κατὰ χρέος ἐμβεβαῶτες. τούνεκα νῦν ὑμέας γουναζόμεθ᾽, αἴ κε πίθησθε, δοῦναι ὅσον τ᾽ εἴλυμα περὶ χροὸς ἠδὲ κομίσσαι, ἀνέρας οἰκτείραντας ὁμήλικας ἐν κακότητι. ἀλλ᾽ ἱκέτας ξείνους Διὸς εἵνεκεν αἰδέσσασθε, Ξεινίου Ἱκεσίου τε· Διὸς δ᾽ ἄμφω ἱκέται τε καὶ ξεῖνοι, ὁ δέ που καὶ ἐπόψιος ἄμμι τέτυκται.» Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αἴσονος υἱὸς ἐπιφραδέως ἐρέεινε, μαντοσύνας Φινῆος ὀισσάμενος τελέεσθαι· «Ταῦτα μὲν αὐτίκα πάντα παρέξομεν εὐμενέοντες· ἀλλ᾽ ἄγε μοι κατάλεξον ἐτήτυμον ὁππόθι γαίης ναίετε, καὶ χρέος οἷον ὑπεὶρ ἅλα νεῖσθαι ἀνώγει, αὐτῶν θ᾽ ὑμείων ὄνομα κλυτὸν ἠδὲ γενέθλην.» Τὸν δ᾽ Ἄργος προσέειπεν, ἀμηχανέων κακότητι· «Αἰολίδην Φρίξον τιν᾽ ἀφ᾽ Ἑλλάδος Αἶαν ἱκέσθαι ἀτρεκέως δοκέω που ἀκούετε καὶ πάρος αὐτοί, Φρίξον ὅτις πτολίεθρον ἀνήλυθεν Αἰήταο κριοῦ ἐπαμβεβαώς, τόν ῥα χρύσειον ἔθηκεν Ἑρμείας· κῶας δὲ καὶ εἰσέτι νῦν κεν ἴδοισθε πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν· τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἔρρεξεν ἑῇς ὑποθημοσύνῃσιν Φυξίῳ ἐκ πάντων Κρονίδῃ Διί· καί μιν ἔδεκτο Αἰήτης μεγάρῳ, κούρην τέ οἱ ἐγγυάλιξεν Χαλκιόπην ἀνάεδνον ἐυφροσύνῃσι νόοιο· τῶν ἐξ ἀμφοτέρων εἰμὲν γένος, ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη γηραιὸς θάνε Φρίξος ἐν Αἰήταο δόμοισιν· ἡμεῖς δ᾽, αὐτίκα πατρὸς ἐφετμάων ἀλέγοντες, νεύμεθ᾽ ἐς Ὀρχομενὸν κτεάνων Ἀθάμαντος ἕκητι. εἰ δὲ καὶ οὔνομα δῆθεν ἐπιθύεις δεδαῆσθαι, τῷδε Κυτίσσωρος πέλει οὔνομα, τῷδέ τε Φρόντις, τῷ δὲ Μέλας, ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν ἐπικλείοιτέ κεν Ἄργον.» Ὧς φάτ᾽· ἀριστῆες δὲ συνηβολίῃ κεχάροντο καί σφεας ἀμφίεπον περιθαμβέες· αὐτὰρ Ἰήσων ἐξαῦτις κατὰ μοῖραν ἀμείψατο τοῖσδ᾽ ἐπέεσσιν· «῏Η ἄρα δὴ γνωτοὶ πατρώιοι ἄμμιν ἐόντες λίσσεσθ᾽ εὐμενέοντας ἐπαρκέσσαι κακότητα. Κρηθεὺς γάρ ῥ᾽ Ἀθάμας τε κασίγνητοι γεγάασιν, Κρηθῆος δ᾽ υἱωνὸς ἐγὼ σὺν τοισίδ᾽ ἑταίροις Ἑλλάδος ἒξ αὐτὴν νέομ᾽ ἐς πόλιν Αἰήταο. ἀλλὰ τὰ μὲν καὶ ἐσαῦτις ἐνίψομεν ἀλλήλοισιν, νῦν δ᾽ ἕσσασθε πάροιθεν· ὑπ᾽ ἐννεσίῃσι δ᾽ ὀίω ἀθανάτων ἐς χεῖρας ἐμὰς χατέοντας ἱκέσθαι.» ῏Η ῥα, καὶ ἐκ νηὸς δῶκέ σφισιν εἵματα δῦναι. πασσυδίῃ δἤπειτα κίον μετὰ νηὸν Ἄρηος, μῆλ᾽ ἱερευσόμενοι, περὶ δ᾽ ἐσχάρῃ ἐστήσαντο ἐσσυμένως, ἥ τ᾽ ἐκτὸς ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ, στιάων· εἴσω δὲ μέλας λίθος ἠρήρειστο ἱερός, ᾧ ποτε πᾶσαι Ἀμαζόνες εὐχετόωντο· οὐδέ σφιν θέμις ἦεν, ὅτ᾽ ἀντιπέρηθεν ἵκοιντο, μήλων τ᾽ ἠδὲ βοῶν τῇδ᾽ ἐσχάρῃ ἱερὰ καίειν, ἀλλ᾽ ἵππους δαίτρευον, ἐπηετανὸν κομέουσαι. αὐτὰρ ἐπεὶ ῥέξαντες ἐπαρτέα δαῖτα πάσαντο, δὴ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἰσονίδης μετεφώνεεν, ἦρχέ τε μύθων· «Ζεὺς ἐτεὸν τὰ ἕκαστ᾽ ἐπιδέρκεται, οὐδέ μιν ἄνδρες λήθομεν ἔμπεδον οἵ τε θεουδέες οὐδὲ δίκαιοι. ὡς μὲν γὰρ πατέρ᾽ ὑμὸν ὑπεξείρυτο φόνοιο μητρυιῆς καὶ νόσφιν ἀπειρέσιον πόρεν ὄλβον, ὧς δὲ καὶ ὑμέας αὖτις ἀπήμονας ἐξεσάωσεν χείματος οὐλομένοιο. πάρεστι δὲ τῆσδ᾽ ἐπὶ νηός ἔνθα καὶ ἔνθα νέεσθαι ὅπῃ φίλον, εἴτε μετ᾽ Αἶαν εἴτε μετ᾽ ἀφνειὴν θείου πόλιν Ὀρχομενοῖο. τὴν γὰρ Ἀθηναίη τεχνήσατο καὶ τάμε χαλκῷ δούρατα Πηλιάδος κορυφῆς πάρα, σὺν δέ οἱ Ἄργος τεῦξεν· ἀτὰρ κείνην γε κακὸν διὰ κῦμ᾽ ἐκέδασσεν, πρὶν καὶ πετράων σχεδὸν ἐλθέμεν αἵ τ᾽ ἐνὶ Πόντου στεινωπῷ συνίασι πανήμεροι ἀλλήλῃσιν. ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὧδε καὶ αὐτοὶ ἐς Ἑλλάδα μαιομένοισιν κῶας ἄγειν χρύσειον ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε καὶ πλόου ἡγεμονῆες, ἐπεὶ Φρίξοιο θυηλάς στέλλομαι ἀμπλήσων, Ζηνὸς χόλον Αἰολίδῃσιν.«
[20] Πρβ. Πρόκλος «Περί των δέκα προς την πρόνοια απορημάτων, κεφ. 58-61».
[21] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 88 – 91» :
Ag 88 ` to Ag 91 πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων,
ὑπάτων, χθονίων,
τῶν τε θυραίων τῶν τ᾽ ἀγοραίων,
βωμοὶ δώροισι φλέγονται·
[22] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 347 »:
Supp 345 ` to Supp 345 {Χο.} αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ᾽ ἐστεμμένην.
[23] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 1018 – 1021»:
Supp 1018 ` to Supp 1021 ἴτε μὰν ἀστυάνακτας
μάκαρας θεοὺς γανάοντες
πολιούχους τε καὶ οἳ χεῦμ᾽ Ἐρασίνου
περιναίουσιν παλαιόν.
[24] ἐφέστιος, -ον,ιων.τ.ἐπίστιος, -ονκαιἐφίστιος, -ον(Α)
-
αυτόςπουβρίσκεταιστηνεστία,στοσπίτιτου(α. «ἐλθὼνἀπολέσθαιἐφέστιος»,Ομ.Οδ.
β. «Τρῶεςἐφέστιοιὅσσοιἔασιν» —όσοιΤρώεςβρίσκονταιστασπίτιατους,Ομ.Ιλ.)
-
γιαικέτεςπουκάθονταιδίπλαστηνεστίακαιζητούνπροστασία(«ἱκέτηςκαὶδόμωνἐφέστιος»,Αισχύλ.)
-
ξένος,φιλοξενούμενος(«ἐλθόντ’ἐςδόμουςἐφέστιον»,Σοφ.)
-
αυτόςπουκατοικείμεκάποιον(«ἐφέστιονἀθανάτοισιν» —πουκατοικείμετουςαθανάτους»,Απολλ.Ρόδ.)
-
(γενικά)αυτόςπουανήκειστοσπίτιήστηνοικογένεια(«ἐφέστιοιεὐναί»,Ευρ.)
-
τοουδ.ωςουσ.α)ιων.τὸἐπίστιον
ηοικογένεια,Ηρόδ.
β)τὸἐφέστιον
οτόπος,ηπατρίδα
-
φρ.α) «ἐφέστιοιθεοί» —θεοί,προστάτεςτούοικογενειακούβίου,στουςοποίουςήταναφιερωμένηηεστίακαιτώνοποίωντααγάλματαήτανκοντάσ’αυτήν
β) «Ζεὺςἐπίστιος»ή«Ζεὺςἐφέστιος»
Ζευςπροστάτηςτήςφιλοξενίας
[ΕΤΥΜΟΛ.‹επί+ἑστία].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[25] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 490 – 503»:
Supp 490 ` to Supp 503 {‹Δα.›} πολλῶν τάδ᾽ ἡμῖν ἐστιν ἠξιωμένα,
αἰδοῖον εὑρεθέντα πρόξενον λαβεῖν.
ὀπάονας δὲ φράστοράς τ᾽ ἐγχωρίων
ξύμπεμψον, ὡς ἂν τῶν πολισσούχων θεῶν
βωμοὺς προνάους καὶ πολισσούχων ἕδρας
εὕρωμεν, ἀσφάλεια δ᾽ ᾖ δι᾽ ἄστεως
στείχουσι· μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁμόστολος φύσις.
Νεῖλος γὰρ οὐχ ὅμοιον Ἰνάχῳ γένος
τρέφει. φύλαξαι μὴ θράσος τέκῃ φόβον·
καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν᾽ ἀγνοίας ὕπο.
{Βα.} στείχοιτ᾽ ἄν, ἄνδρες· εὖ γὰρ ὁ ξένος λέγει.
ἡγεῖσθε βωμοὺς ἀστικούς, θεῶν ἕδρας·
καὶ ξυμβολοῦσιν οὐ πολυστομεῖν χρεὼν
ναύτην ἄγοντας τόνδ᾽ ἐφέστιον θεῶν.
[26] πολισσοῦχοι] οἱ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν κατέχοντες.
πολισσοῦχοι] πολιοῦχοι ἢ οἱ τὴν ἡμετέραν πόλιν κατοικοῦντες.
πολισσοῦχοι] οἱ τὴν πόλιν φυλάσσοντες καὶ ἑδραιοῦντες.
πολισσοῦχοι] οἱ τὴν πόλιν συνέχοντες.
Πολισσοῦχοι] οἱ ἔχοντες καὶ φυλάττοντες τὴν γῆν ταύτην.
πολισσοῦχοι] οἱ τὴν πόλιν συνέχοντες καὶ φυλάσσοντες. (Scholia in Aeschylum Th.69a.1).
πολισσοῦχοι] οἱ τὴν πόλιν καὶ τὴν περὶ αὐτὴν γῆν συνέχοντες. (Scholia in Aeschylum Th.109b.1 – 109e.1).
‹ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολισσοῦχοι θεοί› = ὦ μέγιστε Ζεῦ καὶ οἱ τὰς πόλεις συνέχοντες θεοί, οἵτινες δὴ ῥύεσθε καὶ φυλάττετε τού τους τοὺς πύργους τοῦ Κάδμου, ἤτοι τῆς πόλεως τῶν Θηβαίων, ἆρα χαίρω καὶ ὑμνήσω καὶ παιανίσω ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως σωτηρίᾳ, ἢ θρηνήσω καὶ ἀποκλαύσομαι τοὺς τληπαθεῖς καὶ δυστυχεῖς πολεμάρχους, ἤγουν τὸν Ἐτεοκλέα καὶ τὸν Πολυνείκην; (Scholia in Aeschylum Th.822-828.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.822-828.6)
[27] ‹ἀρά τε› = καὶ κατάρα ἣν κατηράσατο αὐτοὺς ὁ Οἰδίπους ὁ πατὴρ αὐτῶν.
ἀρά] = κατάρα. ἐρινὺς ἐρρήθη ἢ διὰ τὸ τὰς ἀρὰς ἀνύειν ἢ διὰ τὸ ἐν τῇ ἔρᾳ ναίειν ἤγουν πορεύεσθαι—φασὶν δὲ ταύτην δαιμόνιόν τι ὑπὸ γῆν ὄν—ἢ διὰ τὸ ἀπροόπτως καὶ ἀφανῶς ἐρχομένην τιμωρεῖν τοὺς ἁμαρτάνοντας. (Scholia in Aeschylum Th.70a.1 ` to Scholia in Aeschylum Th.70c.3).
[28] πρυμνόθεν] = ῥιζόθεν.
πρυμνόθεν] = ἐκ βάθους τῶν ἐσχάτων ῥιζῶν.
πρυμνόθεν] = ἐκ θεμελίων.
πρεμνόθεν] = ἤγουν μετὰ τοῦ πρέμνου ὃν καλοῦσι στέλεχον.
πανώλεθρον] = παντελῶς ἠφανισμένη.
πανώλεθρον] = παντελῶς ὀλεθρευθεῖσαν.
‹ἐκθαμνίσητε› = δίκην θάμνου ἐκριζώσητε. θάμνος γάρ ἐστιν εἶδος χαμαιζήλου φυτοῦ καὶ πολυκλάδου παρὰ τὸ θαμὰ ἐτυμολογούμενος. οὐ γὰρ μονοστέλεχος κατὰ τὸ δένδρον ἄνεισιν, ἀλλὰ πυκνὸς ὁ θάμνος καὶ πολυστέλεχος εὐθύς ἐστιν ἐκ ῥιζῶν. θάμνοι δὲ οὕτω ῥᾷον πυρὶ πίπτουσιν· οὐ γὰρ δήπου μεγάλα δένδρα. ἡ δὲ πτῶσις διὰ τὸν ἄνεμον καὶ διὰ τὸ πολὺ πῦρ ἐξικμάζον τὴν συνεκτικὴν τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα.
ἐκθαμνίσητε] = ἐκριζώσητε.
ἐκθαμνίσητε] = ἐκσπάσητε.
ἐκθαμνίσητε] = ἐκκόψητε. θάμνος κυρίως τὸ φρύγανον. καταχρηστικῶς δὲ πᾶν χθαμαλὸν δένδρον.
‹ἐκθαμνίσητε› = δίκην θάμνου ἐκριζώσητε. θάμνος δέ ἐστιν εἶδος χαμαιζήλου φυτοῦ καὶ πολυκλάδου παρὰ τὸ θαμινοὺς ἔχειν κλάδους, ἤτοι συχνούς, ἐτυμολογούμενος· οὐ γὰρ μονοστέλεχος κατὰ τὰ ἄλλα [δένδρα ἄνεισιν, ἀλλὰ] πυκνὸς τοὺς κλάδους καὶ πολυστέλεχος εὐθύς ἐστιν ἐκ ῥιζῶν. (Scholia in Aeschylum Th.71a.1 – 72f.5).
[29] Βλ. Αισχύλος «Επτά επι Θήβας, στ. 70 – 73»:
Th 70 ` to Th 73 {Ετ.} ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί,
Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής,
μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον
ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδος
φθόγγον χέουσαν, καὶ δόμους ἐφεστίους·
[30] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 244.d.5 – 245.a.1» :
Phaedr 244.d.5 ` to Phaedr 245.a.1 ἀλλὰ μὴν νόσων γε καὶ πόνων τῶν μεγίστων, ἃ δὴ παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων ποθὲν ἔν τισι τῶν γενῶν ἡ μανία ἐγγενομένη καὶ προφητεύσασα, οἷς ἔδει ἀπαλλαγὴν ηὕρετο, καταφυγοῦσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας, ὅθεν δὴ καθαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῦσα ἐξάντη ἐποίησε τὸν [ἑαυτῆς] ἔχοντα πρός τε τὸν παρόντα καὶ τὸν ἔπειτα χρόνον, λύσιν τῷ ὀρθῶς μανέντι τε καὶ κατασχομένῳ τῶν παρόντων κακῶν εὑρομένη.
[31] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 93.3 – 93.12» :
in Cra 93.3 ` to in Cra 93.12 τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων κοινωνοῦσιν οἱ παῖδες τῆς δίκης. καὶ γὰρ αἱ ψυχαὶ διὰ τῆς πρὸς τοὺς ἀδίκους συντάξεως μέτοχοι γίνονται τῆς ἀδικίας, καὶ τὰ σώματα αὐτῶν ἀπὸ σπερμάτων ὑπέστη πονηρῶν, καὶ τὰ ἐκτὸς ἐξημαρτημένως ἔλαβε τὴν ἀρχήν. τούτων δέ, φησὶν ὁ ἐν ‹Φαίδρῳ› (p 244d-e) Σωκράτης, ἡ τελεστικὴ δύναται καθαίρειν λύουσα τῶν παρόντων κακῶν διὰ τῆς περὶ τὸ θεῖον λατρείας.
[32] Ep 352.d.3 to Ep 352.d.5 τὸ δὲ οὐδαμῶς ῥᾴδιον πολλὰ κακὰ δρῶντα τοὺς ἄλλους μὴ οὐ καὶ πάσχειν αὐτὸν πολλὰ ἕτερα.
to Ag 91 τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα,
‹p style="text-align:justify;"›‹a href="#_ftnref32" name="_ftn32"›[33]‹/a› Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 88 - 91» :‹/p›
‹p style="text-align:justify;"› Ag 88
τὸν ‹πάθει μάθοσ›
θέντα κυρίως ἔχειν.
στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας
μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ᾽ ἄ
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων.
[34] Μάλιστα ο Αισχύλος στην τραγωδία τους «Ικέτιδες, στ. 437» δια μέσω του χορού λέγει πως :
«Τα δίκαια δίοθεν έρχονται».
Supp 437 ` to Supp 437 δίκαια Διόθεν κράτη.
[35] Βλ. Αισχύλος «Χοηφόροι, στ. 306 – 314» :
Ch 306 ` to Ch 314
{Χο.} ἀλλ᾽ ὦ μεγάλαι Μοῖραι, Διόθεν
τῇδε τελευτᾶν,
ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει.
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν
πληγὴν τινέτω. ‹δράσαντα παθεῖν›,
τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
[36] κλαρίου] πάντα πᾶσι κληροῦντος καὶ κραίνοντος. (Scholia in Aeschylum Supp.360.1).
[37] παρ᾽ ὀψιγόνου] παρ᾽ ἐμοῦ τῆς νεωτέρας ὁ γέρων. (Scholia in Aeschylum Supp.361.1).
[38] ‹ἱεροδόκα ἁγνοῦ›] οἱ θεοὶ δέχονται τὰ ἀπὸ ἀνδρὸς ἁγνοῦ ἱερά. (Scholia in Aeschylum Supp.363-364.1).
[39] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 359 – 3364» :
Supp 359 ` to Supp 364 {Χο.} ἴδοιτο δῆτ᾽ ἄνατον φυγὰν
ἱκεσία Θέμις Διὸς κλαρίου.
σὺ δὲ παρ᾽ ὀψιγόνου μάθε γεραιόφρων·
ποτιτρόπαιον αἰδόμενος οὖνπερ
ἱεροδόκα …
θεῶν λήματ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρὸς ἁγνοῦ.
[40] Βλ. Αισχύλος «Χοηφόροι, στ. 400 – 404» :
Ch 400 ` to Ch 404 {Χο.} ἀλλὰ νόμος μὲν φονίας σταγόνας
χυμένας ἐς πέδον ἄλλο προσαιτεῖν
αἷμα· βοᾷ γὰρ λοιγὸς Ἐρινὺν
παρὰ τῶν πρότερον φθιμένων ἄτην
ἑτέραν ἐπάγουσαν ἐπ᾽ ἄτῃ.
[41] Βλ. Ευριπίδης «Ιλέκτρα, στ. 1349 – 1356» :
Electra 1349 ` to Electra 1356 διὰ δ᾽ αἰθερίας στείχοντε πλακὸς
τοῖς μὲν μυσαροῖς οὐκ ἐπαρήγομεν,
οἷσιν δ᾽ ὅσιον καὶ τὸ δίκαιον
φίλον ἐν βιότωι, τούτους χαλεπῶν
ἐκλύοντες μόχθων σώιζομεν.
οὕτως ἀδικεῖν μηδεὶς θελέτω
μηδ᾽ ἐπιόρκων μέτα συμπλείτω·
θεὸς ὢν θνητοῖς ἀγορεύω.
[42] Βλ. Πλούταρχος «Περίς Σωκράτους δαιμονίου, 593.A.10 – 594.A.7» :
De genio Socratis 593.A.10 ` to De genio Socratis 594.A.7 καθάπερ οὖν ἀνὴρ φίλιππος οὐ πάντων ὁμοίως ἐπιμελεῖται τῶν ὑπὸ τὸ γένος, ἀλλ᾽ ἀεί τιν᾽ ἄριστον ἐξαιρῶν καὶ ἀποκρίνων καθ᾽ αὑτὸν ἀσκεῖ καὶ τρέφει καὶ ἀγαπᾷ διαφερόντως, ‹οὕτω› καὶ ἡμῶν οἱ ὑπὲρ ἡμᾶς τοὺς βελτίστους οἷον ἐξ ἀγέλης χαράξαντες ἰδίας τινὸς καὶ περιττῆς παιδαγωγίας ἀξιοῦσι, οὐχ ὑφ᾽ ἡνίας οὐδὲ ῥυτήρων ἀλλὰ λόγῳ διὰ συμβόλων εὐθύνοντες· ὧν οἱ πολλοὶ καὶ ἀγελαῖοι παντάπασιν ἀπείρως ἔχουσιν. οὐδὲ γὰρ οἱ πολλοὶ κύνες τῶν θηρατικῶν σημείων οὐδ᾽ [οἱ πολλοὶ] ἵπποι τῶν ἱππικῶν συνιᾶσιν, ἀλλ᾽ οἱ μεμαθηκότες εὐθὺς ἀπὸ σιγμοῦ τοῦ τυχόντος ἢ ποππυσμοῦ τὸ προσταττόμενον αἰσθανόμενοι ῥᾳδίως εἰς ὃ δεῖ καθίστανται. φαίνεται δὲ γιγνώσκων καὶ Ὅμηρος ἣν λέγομεν διαφορὰν ἡμεῖς· τῶν γὰρ μάντεων οἰωνοπόλους τινὰς καλεῖ καὶ ἱερεῖς, ἑτέρους δὲ τῶν θεῶν αὐτῶν διαλεγομένων συνιέντας καὶ συμφρονοῦντας ἀποσημαίνειν οἴεται τὸ μέλλον, ἐν οἷς λέγει (Η 44 )
«τῶν δ᾽ Ἕλενος, Πριάμοιο φίλος παῖς, ξύνθετο θυμῷ
βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσι·»
καί (Η 53 )
«ὣς γὰρ ἐγὼν ὄπ᾽ ἄκουσα θεῶν ‹αἰει›γενετάων.»
ὥσπερ γὰρ τῶν βασιλέων καὶ τῶν στρατηγῶν τὴν διάνοιαν οἱ μὲν ἐκτὸς αἰσθάνονται καὶ γιγνώσκουσι πυρσοῖς τισι καὶ κηρύγμασι καὶ ὑπὸ σαλπίγγων, τοῖς δὲ πιστοῖς καὶ συνήθεσιν αὐτοὶ φράζουσιν, οὕτω τὸ θεῖον ὀλίγοις ἐντυγχάνει δι᾽ αὑτοῦ καὶ σπανίως, τοῖς δὲ πολλοῖς σημεῖα δίδωσιν, ἐξ ὧν ἡ λεγομένη μαντικὴ συνέστηκε. θεοὶ μὲν [γὰρ] οὖν ὀλίγων ἀνθρώπων κοσμοῦσι βίον, οὓς ἂν ἄκρως μακαρίους τε καὶ θείους ὡς ἀληθῶς ἀπεργάσασθαι βουλη θῶσιν· αἱ δ᾽ ἀπηλλαγμέναι γενέσεως ψυχαὶ καὶ σχολάζουσαι τὸ λοιπὸν ἀπὸ σώματος, οἷον ἐλεύθεραι πάμπαν ἀφειμέ ναι, δαίμονές εἰσιν ἀνθρώπων ἐπιμελεῖς καθ᾽ Ἡσίοδον (OD 122 sq.). ὡς γὰρ ἀθλητὰς καταλύσαντας ἄσκησιν ὑπὸ γήρως οὐ τελέως ἀπολείπει τὸ φιλότιμον καὶ φιλοσώματον, ἀλλ᾽ ἑτέρους ἀσκοῦντας ὁρῶντες ἥδονται καὶ παρακαλοῦσι καὶ συμπαραθέουσιν, οὕτως οἱ πεπαυμένοι τῶν περὶ τὸν βίον ἀγώνων δι᾽ ἀρετὴν ψυχῆς γενόμενοι δαίμονες οὐ παντελῶς ἀτιμάζουσι τὰ ἐνταῦθα πράγματα καὶ λόγους καὶ σπουδάς, ἀλλὰ τοῖς ἐπὶ ταὐτὸ γυμναζο μένοις τέλος εὐμενεῖς ὄντες καὶ συμφιλοτιμούμενοι πρὸς τὴν ἀρετὴν ἐγκελεύονται καὶ συνεξορμῶσιν, ὅταν ἐγγὺς ἤδη τῆς ἐλπίδος ἁμιλλωμένους καὶ ψαύοντας ὁρῶσιν. οὐ γὰρ οἷς ἔτυχε συμφέρεται τὸ δαιμόνιον, ἀλλ᾽ οἷον ἐπὶ τῶν νηχομένων ἐν θαλάττῃ τοὺς μὲν πελαγίους ἔτι καὶ πρόσω τῆς γῆς φερομένους οἱ ἐπὶ γῆς ἑστῶτες σιωπῇ θεῶνται μόνον, τοὺς δ᾽ ἐγγὺς ἤδη παραθέοντες καὶ παρεμβαίνοντες ἅμα καὶ χειρὶ καὶ φωνῇ βοηθοῦντες ἀνασῴζουσιν, οὗτος, ὦ …. τοῦ δαιμονίου ὁ τρόπος· …. ἡμᾶς βαπτιζομένους ὑπὸ τῶν πραγμάτων καὶ σώματα πολλὰ καθάπερ ὀχήματα μεταλαμβάνοντας αὐτοὺς ἐξαμιλλᾶσθαι καὶ μακροθυμεῖν δι᾽ οἰκείας πειρωμένους ἀρετῆς σῴζεσθαι καὶ τυγχάνειν λιμένος. ἥτις δ᾽ ἂν ἤδη διὰ μυρίων γενέσεων ἠγωνισμένη μακροὺς ἀγῶνας εὖ καὶ προθύμως ψυχὴ τῆς περιόδου συμπεραινομένης κινδυνεύουσα καὶ φιλοτιμουμένη περὶ τὴν ἔκβασιν ἱδρῶτι πολλῷ ‹τοῖς› ἄνω προσφέρηται, ταύτῃ τὸν οἰκεῖον οὐ νεμεσᾷ δαίμονα βοηθεῖν ὁ θεὸς ἀλλ᾽ ἀφίησι τῷ προθυμουμένῳ· προθυμεῖται δ᾽ ἄλλος ἄλλην ἀνασῴζειν ἐγκελευόμενος, ἡ δὲ συνακούει διὰ τὸ πλησιάζειν καὶ σῴζεται, μὴ πειθομένη δέ, ἀπολιπόντος τοῦ δαίμονος, οὐκ εὐτυχῶς ἀπαλλάσσει.»
4. Ενδοοικογενειακή βία: ύβρις προς ικέτη &ομόγνοιο
Μια ακόμη μορφή ύβρεως προς ικέτες και ομόγνοιους είναι οι ενδοοικογενειακή βία. Και εξηγούμε.
Κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος ο Πυθαγόρας έλεγε :
«Δεν πρέπει να κακοποιείς την γυναίκα σου, διότι αυτή είναι ικέτης των θεών. Γι’ αυτό εκ της πατρικής εστίας την παίρνουμε πιάνοντας την με το δεξί χέρι».[1]
Τουτέστιν στα πλαίσια της οικογενείας της είναι η καταλληλότερη να προσεύχεται και να ικετεύει για την οικογένειά της, καθώς όντας ο δεύτερος τη τάξει ικέτης των θεών ετοίμους έχει τους τις ευχές ακούοντες θεούς.
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι :
«ο Πυθαγόρας όριζε πως μεγαλύτερο από τα αδικήματα είναι το να αποσπά κάποιος παίδες και γονείς απ’ αλλήλων».[2]
Αφετέρου ό,τι :
«Επιπλέον δε, ο Πυθαγόρας, αποφάνθηκε ως θεοφιλεστάτους τους παίδας. Και είπε ότι σε καιρούς ξηρασίας πρέπει να αποστέλλονται από τις πόλεις και να ζητούν από τους θεούς ύδωρ, διότι κυρίως σε αυτά υπακούει το δαιμόνιο και μόνον αυτά διατηρούνται αγνά εάν διατριβούν υπό της εν τοις ιερείς υπαρχούσης εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν τους φιλάνθρωπότατους από τους θεούς, τον Απόλλωνα και τον Έρωτα, όλοι τους ζωγραφίζουν και τους παριστάνουν, έχοντας παιδική ηλικία».[3]
Τουτέστιν οι παίδες – είτε εντός των πλαισίων της οικογενείας τους είτε εντός των πλαισίων της πόλεως τους – είναι οι πρώτοι τη τάξει ικέτες των θεών, καθώς είναι οι θεοφιλέστατοι όλων των ανθρώπων και αυτούς υπακούει κυρίως το δαιμόνιο φύλο.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος :
«Σε όλους εκείνους που οι Θεοί αγαπούν και με τους οποίους χαίρονται, προς αυτούς δίδουν τα αγαθά οι Θεοί, ενώ προς εκείνους, που οι Θεοί δεν τους αγαπούν και δεν χαίρονται μαζί τους, τους δίδουν αντιθέτως τα ενάντια».[4]
Δηλαδή η ενδοοικογενειακή βία, πέρα από την νομική υπόσταση της, έχει και μία άλλη πολύ σοβαρότερη υπόσταση, είναι μορφή ύβρεως προς τους θεούς λόγο κακοποιήσεως ομόγνοιων άμα και ικετών. Είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για κακοποίηση τέκνων.
Υβριστές, βέβαια, των θεών είναι και όλοι οι άνθρωποι που συνηγορούν ή περιθάλπουν – είτε από αδυναμία θάρους είτε συναινώντας – την ενδοοικογενειακή βία, είτε πρόκειται για άσκηση βίας από σύζυγο σε σύζυγο είτε για κακοποίηση τέκνων.
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Ησίοδος :
«οι Θεοί αφανίζουν και γκρεμίζουν τον οίκο αυτού του ανθρώπου ο όποιος κάνει κακό σε ικέτη».[5]
Σχολιάζοντας όμως ο Πρόκλος τους στίχους μας λέγει ότι :
«όταν υπάρχει ένας πονηρός, η πόλη πολλές φορές εξομοιώνεται με αυτόν τον ένα και κολλάει την πονηριά σαν νόσημα και μολύνεται ολόκληρη από αυτήν. Μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει ένας πονηρός, τιμωρείται ολόκληρη η πόλη επειδή δεν τιμώρησε την πονηριά του ενός, μολονότι μπορούσε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν ο Αγαμέμνων συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια στον ιερέα, ο λοιμός απλώθηκε σε όλους τους Έλληνες, επειδή παρέλειψαν να υπερασπιστούν τον ιερέα. Και όταν ασέβησε ο Αίαντας στο ιερό της Αθηνάς, όλοι έγιναν συνένοχοι, επειδή δεν αγανάχτησαν με την ασέβεια. Γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε τους ασεβείς ούτε να συγκατανεύουμε στους αδίκους παραλείποντας να σταματήσουμε την δύναμη των κακών, ενώ μπορούμε να τη σταματήσουμε».[6]
Βέβαια ο Ιάμβλιχος λέγει ό,τι :
«Τα δε ενδιάμεσα γένη επειδή τυγχάνει να εφορεύουν την κρίση της λογικής & αίδιας ψυχής μας συμβουλεύουν τι πρέπει να πράττουμε και από τι πρέπει να απέχουμε, βοηθούν δε τα δίκαια έργα & εμποδίζουν τα άδικα, και πολλούς από όσους επιχειρούν, παρά δίκη[7], να αφαιρέσουν αλλότρια πράγματα, ή να κακομεταχειριστούν/κακοποιήσουν ή σκοτώσουν αδίκως κάποιον, αυτούς τους κάνουν να παθαίνουν ότι αυτοί διανοήθηκαν για τους άλλους».[8]
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της των κακών υποστάσεων, 19.44 – 19.50», λέγει ό,τι :
«οι κατ’ ουσίαν Ήρωες δεν οδηγούν στον δικό τους τόπο τις ψυχές που δεν έπεσαν ακόμη (γιατί αυτό δεν θα ήταν δυνατόν), αλλά τιμωρούν σύμφωνα με τους νόμους του σύμπαντος όσες ψυχές βρέθηκαν κάτω και χρειάζεται να το πάθουν αυτό σύμφωνα με τη δικαιοσύνη. Οι κατ’ ουσίαν Ήρωες ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους, ενώ το σύμπαν τους χρησιμοποιεί σαν όργανο θεραπείας, επειδή χρησιμοποιεί και τα ζώα για την καταβρόχθιση των ανθρώπων και τα ίδια τα άψυχα για κάποιους άλλους σκοπούς».
Ενώ ο Πλάτων, στην «Η’ επιστολή – προς τον Δίωνα , 352.d.3 -5» στον λέγει ό,τι :
«όσο περισσότερα κακά πράττει κάποιος στους άλλους τόσο περισσότερα θα πάθει και ο ίδιος».[9]
Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ό,τι κατά πως λέγει ο θειότατος πάντων Πλάτων:
«Όλα λοιπόν τα πράγματα που έχουν ψυχή μεταβάλλονται, γιατί έχουν μέσα τους την αιτία της μεταβολής, και καθώς γίνεται αυτό μετακινούνται σύμφωνα με την τάξη και τον νόμο της Ειμαρμένης. Οι μικρές αλλαγές σε ασήμαντα πράγματα του χαρακτήρα είναι μετατοπίσεις στο επίπεδο της περιοχής τους, ενώ η μεγάλη μετακίνηση προς την αδικία μεταφέρει την ψυχή στο βάθος των κάτω λεγόμενων τόπων, το οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Άδη ή όποιος αλλιώς λέγεται. Αυτός ο τόπος τρομοκρατεί τις ψυχές τόσο όταν βρίσκονται στη ζωή όσο κι όταν χωριστούν από το σώμα. Αν όμως η ψυχή υποστεί μεγαλύτερες αλλαγές προς την αρετή ή την κακία, είτε με την δική της θέληση είτε από ξένη επίδραση, εφόσον ενωθεί με τη θεία αρετή θα γίνει και η ίδια θεία και μεταφερθεί μέσα από έναν ιερό δρόμο σε άλλο τόπο, πολύ καλύτερο. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, η ύπαρξη της θα μετατοπιστεί σε αντίθετο τόπο. “Αυτή είναι η κρίση των θεών που έχουν τον Όλυμπο”, παιδί μου ή μάλλον νεαρέ μου, που νομίζεις ότι σε παραμελούν οι θεοί. Όταν δηλαδή κάποιος γίνει χειρότερος πηγαίνει να βρει τις χειρότερες ψυχές, ενώ αν γίνει καλύτερος πηγαίνει στις καλύτερες. Τόσο στην ζωή όσο και στους διαδοχικούς του θανάτους παθαίνει ή κάνει καθένας ότι ταιριάζει να κάνουν οι όμοιοι στους όμοιους. Ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος θα μπορέσει ποτέ να καυχηθεί ότι ξέφυγε από αυτή τη δίκαιη κρίση των θεών, στην οποία όλοι αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και εσύ έχεις υποχρέωση να τη σέβεσαι απόλυτα. Ακόμα κι αν γίνεις τόσο μικρός, ώστε να μπορέσεις να χωθείς στα βαθύ τη γης ή αν καταφέρεις να πετάξεις στον ουρανό, αυτή η κρίση θα βρίσκεται πάντα πίσω σου και θα σε αναγκάσει να υποστείς την ανάλογη τιμωρία είτε μένοντας εδώ είτε και αν διαπορευθείς στον Άδη είτε σε οποιοδήποτε άλλο ακόμα πιο άγριο μέρος. Τα ίδια ισχύουν και για αυτούς, που νόμισες ό,τι ξέφυγαν από τη δυστυχία κι έγιναν ευδαίμονες, όταν τους είδες από ασήμαντοι να γίνονται σπουδαίοι χάρη στις ασεβείς και άλλες παρόμοιες πράξεις τους. Μέσα από τις ενέργειες τους νόμισες πως είδες, όπως μέσα σε καθρέπτη, την αδιαφορία των Θεών για τα πάντα, χωρίς να καταλάβεις ότι έργο τους είναι να φροντίζουν για την τακτοποίηση των πάντων».[10]
Εξ ου και ο θείος Πλάτων συμβουλεύει ό,τι :
«Πρέπει να πείθεστε όντως στους παλαιούς & ιερούς λόγου, οι οποίοι μας μηνύουν ό,τι η ψυχή είναι αθάνατη, πως έχει δικαστές και ίσχει και πληρώνει τις μέγιστες τιμωρίες όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από το σώμα. Για αυτό και πρέπει να έχουμε κατά νου ό,τι τα μεγάλα αμαρτήματα και αδικήματα είναι μεγαλύτερο κακό να τα πράττεις και όχι να τα παθαίνει. Για παράδειγμα, ο φιλοχρήματος, άνθρωπος φτωχός στην ψυχή, δεν ακούει αυτά και, αν τα ακούσει, τα καταγελά, όπως νομίζει, και από παντού αναιδώς αρπάζει παν ότι επιθυμεί, σαν θηρίο, για να φάει και να πιεί ή να χορτάσει την ανδραποδώδη[11] και αχάριστον, που μη ορθώς ονομάζουμε οφροδίσια, ηδονή. Είναι τυφλός και δεν βλέπει το ανοσιούργημα που συνοδεύει αυτούς που έπραξαν την αρπαγή, ένα τόσο μεγάλο κακό. Και πάντα κάθε αδίκημα τους ακολουθεί, τόσο όταν επι γη στρέφονται όσο και την πορεία επιστροφής τους υπό γη, και είναι πάντα άτιμο και άθλιο».[12]
Πρέπει λοιπόν να έχουμε κατά νου πως συμφώνως και με τον Πορφύριο:
«όσοι θεωρούν ότι υπάρχει ο θεός και κυβερνά τα πάντα κατακτούν δια της γνώσεως αυτής και της βεβαίας πίστεως τους το βραβείο τούτο : μαθαίνουν ότι τα πάντα διέπονται από την πρόνοια του θεού και ότι υπάρχουν Άγγελοι και Δαίμονες θείοι και αγαθοί που εποπτεύουν τις πράξεις των ανθρώπων, από τους οποίους είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Πεπεισμένοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα, προσέχουν να μην πέφτουν στην ζωή τους, έχοντας μπροστά στα μάτια τους το βλέμμα των θεών από το οποίο δεν γίνεται να κρυφτεί κανείς. Κατακτούν έναν συνετό τρόπο ζωής και μαθαίνουν τους θεούς – γνωρίζουν τους θεούς και οι θεοί αυτούς. Κάποιοι όμως θεωρούν ότι θεοί δεν υπάρχουν και ότι δεν διοικούνται τα πάντα από την θεία πρόνοια. Αυτών η τιμωρία είναι το ότι δεν πιστεύουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους άλλους σχετικά με το ότι υπάρχουν θεοί και ότι το σύμπαν δεν διοικείται από μία άλογη δύναμη. Έτσι, ρίχνουν τους εαυτούς τους σε απερίγραπτο κίνδυνο, καταγίνονται με τα πράγματα της ζωής τους βασισμένοι σε μια άλογη και ασταθή παρόρμηση, και κάνουν κάθε ανεπίτρεπτη πράξη, στην προσπάθειά τους να καταρρίψουν την πίστη στους θεούς. Αυτούς βέβαια οι θεοί τους εγκαταλείπουν, εξαιτίας της άγνοιας και της απιστίας τους, οι ίδιοι όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν ή να κρυφτούν από τους θεούς και από την ακόλουθο των θεών δικαιοσύνη. Με τον ανόσιο και πλάνητα βίο που επιλέγουν εκείνοι μεν αγνοούν τους θεούς, ωστόσο οι θεοί και η δικαιοσύνη τους τούς γνωρίζουν. Ακόμη και αν νομίζουν ότι τιμούνε τους Θεούς και είναι πεπεισμένοι για την ύπαρξή τους, αρνούνται τους Θεούς και τους προσβάλουν, εφόσον αδιαφορούν για την αρετή και τη σοφία.»[13]
[1] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.84.8 – 18.84.110 :
Vit Pyth 18.84.8 ` to Vit Pyth 18.84.10 γυναῖκα οὐ δεῖ διώκειν τὴν αὑτοῦ, ἱκέτις γάρ· διὸ καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἀγόμεθα, καὶ ἡ λῆψις διὰ δεξιᾶς
[2] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 9.49.3 – 9.49.4» :
Vit Pyth 9.49.3 ` to Vit Pyth 9.49.4 ὡρίζετο δὲ μέγιστον εἶναι τῶν ἀδικημάτων παῖδας καὶ γονεῖς ἀπ᾽ ἀλλήλων διασπᾶν.
[3] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 10.51.8 – 10.51.4» :
Vit Pyth 10.51.8 ` to Vit Pyth 10.52.4 πρὸς δὲ τούτοις θεοφιλεστάτους αὐτοὺς ὄντας ἀποφῆναι, καὶ διὰ τοῦτο φῆσαι κατὰ τοὺς αὐχμοὺς ὑπὸ τῶν πόλεων ἀποστέλλεσθαι παρὰ τῶν θεῶν ὕδωρ αἰτησομένους, ὡς μάλιστα ἐκείνοις ὑπακούσαντος τοῦ δαιμονίου καὶ μόνοις διὰ τέλους ἁγνεύουσιν ἐξουσίας ὑπαρχούσης ἐν τοῖς ἱεροῖς διατρίβειν. διὰ ταύτην δὲ τὴν αἰτίαν καὶ τοὺς φιλανθρωποτάτους τῶν θεῶν, τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἔρωτα, πάντας ζωγραφεῖν καὶ ποιεῖν τὴν τῶν παίδων ἔχοντας ἡλικίαν.
[4] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 18.87.8 – 18.87.10» :
Vit Pyth 18.87.8 ` to Vit Pyth 18.87.10 πάντες γάρ, οὓς μὲν ἂν φιλῶσι καὶ οἷς ἂν χαίρωσι, τούτοις διδόασι τἀγαθά, πρὸς οὓς δὲ ἐναντίως ἔχουσι, τὰ ἐναντία.
[5] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 320 – 335» :
Op 320 ` to Op 335 χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω· εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται, ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ γίνεται, εὖτ᾽ ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζῃ, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί, μινύθουσι δὲ οἶκον ἀνέρι τῷ, παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ. Ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει, ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ [κρυπταδίῃς εὐνῇς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων], ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνητ᾽ ὀρφανὰ τέκνα, ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι· τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν. ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[6] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου “Έργα και Ημέρες”» :
Scholia in opera et dies sch.240-241.3 ` to Scholia in opera et dies sch.240-241.16 δύναται δὲ λέγειν ὅτι μοχθηροῦ ἑνὸς ὄντος ὥσπερ νοσήματος ἡ πόλις παραπολαύουσα πολλάκις εἰς ὅλην ἑαυτὴν ἀναμάττεται τὴν πονηρίαν ἐξομοιουμένη τῷ ἑνί. δύναται δὲ κἀκεῖνο σημαίνειν ὅτι ἑνὸς ὄντος πονηροῦ δίδωσιν ἡ πᾶσα πόλις δίκην, ὡς ἐξὸν κωλύειν μὴ κωλύουσα τὴν τοῦ ἑνὸς πονηρίαν. οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός, ὡς παρέντας βοηθῆσαι τῷ ἱερεῖ· καὶ τοῦ Αἴαντος ἀσεβήσαντος περὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πάντες ἔνοχοι τῇ δίκῃ γεγόνασιν, ὡς μὴ ἀγανακτήσαντες ἐπὶ τῷ ἀσεβήματι. δεῖ γὰρ μὴ ἐπιτρέπειν τοῖς ὑβρισταῖς, μηδὲ συνεπινεύειν τοῖς ἀδίκοις δυναμένους μὲν παῦσαι, περιορῶντας δὲ τοῦ παῦσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν.
[7] Παρανόμως, αντίθετα από την δικαιοσύνη.
[8] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 4.1.22 – 4.1.28 :
Myst 4.1.22 ` to Myst 4.1.28 Τὰ δὲ μέσα γένη κρίσεως ἔφορα τυγχάνει· συμβουλεύει τε ἃ δεῖ ποιεῖν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι προσήκει, καὶ πρὸς μὲν τὰ δίκαια ἔργα συναίρεται, διακωλύει δὲ τὰ ἄδικα, πολλούς τε τῶν ἐπιχειρούντων ἀφαιρεῖσθαί τι τῶν ἀλλοτρίων παρὰ δίκην ἢ λυμαίνεσθαί τινα πλημμελῶς ἢ ἀπολλύναι, αὐτοὺς ἐποίησε παθεῖν ταῦτα οἷα ἄλλους διενοοῦντο ἐργάζεσθαι.
[9] Ep 352.d.3 ` to Ep 352.d.5 τὸ δὲ οὐδαμῶς ῥᾴδιον πολλὰ κακὰ δρῶντα τοὺς ἄλλους μὴ οὐ καὶ πάσχειν αὐτὸν πολλὰ ἕτερα.
[10] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 904.c.6 – 905.c.1» :
Leg 904.c.6 ` to Leg 905.c.1 Μεταβάλλει μὲν τοίνυν πάνθ᾽ ὅσα μέτοχά ἐστιν ψυχῆς, ἐν ἑαυτοῖς κεκτημένα τὴν τῆς μεταβολῆς αἰτίαν, μεταβάλλοντα δὲ φέρεται κατὰ τὴν τῆς εἱμαρμένης τάξιν καὶ νόμον· σμικρότερα μὲν τῶν ἠθῶν μεταβάλλοντα ἐλάττω κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται, πλείω δὲ καὶ ἀδικώτερα μεταπεσόντα, εἰς βάθος τά τε κάτω λεγόμενα τῶν τόπων, ὅσα Ἅιδην τε καὶ τὰ τούτων ἐχόμενα τῶν ὀνομάτων ἐπονομάζοντες σφόδρα φοβοῦνται καὶ ὀνειροπολοῦσιν ζῶντες διαλυθέντες τε τῶν σωμάτων. μείζω δὲ δὴ ψυχὴ κακίας ἢ ἀρετῆς ὁπόταν μεταλάβῃ διὰ τὴν αὑτῆς βούλησίν τε καὶ ὁμιλίαν γενομένην ἰσχυράν, ὁπόταν μὲν ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα γίγνηται διαφερόντως τοιαύτη, διαφέροντα καὶ μετέβαλεν 904.e τόπον ἅγιον ὅλον, μετακομισθεῖσα εἰς ἀμείνω τινὰ τόπον ἕτερον· ὅταν δὲ τἀναντία, ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν αὑτῆς βίον.
Αὕτη τοι δίκη ἐστὶ θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
ὦ παῖ καὶ νεανίσκε ἀμελεῖσθαι δοκῶν ὑπὸ θεῶν, κακίω μὲν γιγνόμενον πρὸς τὰς κακίους ψυχάς, ἀμείνω δὲ πρὸς τὰς ἀμείνους πορευόμενον, ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις πάσχειν τε ἃ προσῆκον δρᾶν ἐστι τοῖς προσφερέσι τοὺς προσφερεῖς 905.a καὶ ποιεῖν. ταύτης τῆς δίκης οὔτε σὺ μή ποτε οὔτε εἰ ἄλλος ἀτυχὴς γενόμενος ἐπεύξηται περιγενέσθαι θεῶν· ἣν πασῶν δικῶν διαφερόντως ἔταξάν τε οἱ τάξαντες χρεών τε ἐξευλαβεῖσθαι τὸ παράπαν. οὐ γὰρ ἀμεληθήσῃ ποτὲ ὑπ᾽ αὐτῆς· οὐχ οὕτω σμικρὸς ὢν δύσῃ κατὰ τὸ τῆς γῆς βάθος, οὐδ᾽ ὑψηλὸς γενόμενος εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ, τείσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν εἴτ᾽ ἐνθάδε μένων εἴτε καὶ ἐν Ἅιδου διαπορευθεὶς εἴτε καὶ τούτων εἰς ἀγριώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον. ὁ αὐτὸς δὲ λόγος σοι καὶ περὶ ἐκείνων ἂν εἴη, τῶν οὓς σὺ κατιδὼν ἐκ σμικρῶν μεγάλους γεγονότας ἀνοσιουργήσαντας ἤ τι τοιοῦτον πράξαντας ᾠήθης ἐξ ἀθλίων εὐδαίμονας γεγονέναι, κᾆτα ὡς ἐν κατόπτροις αὐτῶν ταῖς πράξεσιν ἡγήσω καθεωρακέναι τὴν πάντων ἀμέλειαν θεῶν, οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ συμβάλλεται.
[11] ἀνδρᾰποδ-ώδης, -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.
Πηγή : Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott.
[12] Βλ. Πλάτων «Επιστολή Ζ’, 335a.2 – 335.c.1» :
Ep 335.a.2 ` to Ep 335.c.1 πείθεσθαι δὲ ὄντως ἀεὶ χρὴ τοῖς παλαιοῖς τε καὶ ἱεροῖς λόγοις, οἳ δὴ μηνύουσιν ἡμῖν ἀθάνατον ψυχὴν εἶναι δικαστάς τε ἴσχειν καὶ τίνειν τὰς μεγίστας τιμωρίας, ὅταν τις ἀπαλλαχθῇ τοῦ σώματος· διὸ καὶ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἀδικήματα σμικρότερον εἶναι χρὴ νομίζειν κακὸν πάσχειν ἢ δρᾶσαι, ὧν ὁ φιλοχρήματος πένης τε ἀνὴρ τὴν ψυχὴν οὔτε ἀκούει, ἐάν τε ἀκούσῃ, καταγελῶν, ὡς οἴεται, πανταχόθεν ἀναιδῶς ἁρπάζει πᾶν ὅτιπερ ἂν οἴηται, καθάπερ θηρίον, φαγεῖν ἢ πιεῖν ἢ περὶ τὴν ἀνδραποδώδη καὶ ἀχάριστον, ἀφροδίσιον λεγομένην οὐκ ὀρθῶς, ἡδονὴν ποριεῖν αὑτῷ τοὐμπίμπλασθαι, τυφλὸς ὢν καὶ οὐχ ὁρῶν, οἷς συνέπεται τῶν ἁρπαγμάτων ἀνοσιουργία, κακὸν ἡλίκον ἀεὶ μετ᾽ ἀδικήματος ἑκάστου, ἣν ἀναγκαῖον τῷ ἀδικήσαντι συνεφέλκειν ἐπί τε γῇ στρεφομένῳ καὶ ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν ἄτιμόν τε καὶ ἀθλίαν πάντως πανταχῇ.
[13] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 22.1 – 23.6» :
Ad Marcellam 22.1 ` to Ad Marcellam 23.6 οἱ δὲ μήτε εἶναι θεοὺς πιστεύσαντες μήτε προνοίᾳ θεοῦ διοικεῖσθαι τὰ ὅλα, δίκης κόλασιν πεπόνθασι, τὸ μήτε ἑαυτοῖς πιστεύειν μήθ᾽ ἑτέροις ὅτι θεοὶ εἰσὶ καὶ οὐκ ἀλόγῳ φορᾷ διοικεῖται τὰ πάντα. εἰς κίνδυνον οὖν ἄφατον ἑαυτοὺς ἐμβαλόντες ἀλόγῳ ὁρμῇ καὶ εὐδιαπτώτῳ τοῖς κατὰ τὸν βίον ἐπιτίθενται καὶ πάντα δρῶσιν ἃ μὴ θέμις, ἀναιρεῖν πειρώμενοι τὴν περὶ θεοὺς ὑπόληψιν. καὶ δὴ τούτους μὲν ἀγνοίας ἕνεκα καὶ ἀπιστίας θεοὶ διαφεύγουσιν· αὐτοὶ δὲ θεοὺς καὶ τὴν ὀπαδὸν τῶν θεῶν δίκην οὔτε φυγεῖν οὔτε λαθεῖν δύνανται· βίον δὲ κακοδαίμονα καὶ πλανήτην ἑλόμενοι ἀγνοοῦντες θεοὺς γινώσκονται θεοῖς καὶ τῇ δίκῃ τῇ παρὰ θεῶν. κἂν θεοὺς τιμᾶν οἴωνται καὶ πεπεῖσθαι εἶναι θεούς, ἀρετῆς δὲ ἀμελῶσι καὶ σοφίας, ἤρνηνται θεοὺς καὶ ἀτιμάζουσιν.
5. Μήνις Θεών
Βέβαια σχετικά με την μήνις θα πρέπει να ξέρουμε ότι συμφώνως με τον θείο Ιάμβλιχο:
«Η μήνις των θεών δεν είναι αυτό που κάποιοι νομίζουν – κάποια παλαιά και έμμονη οργή – αλλά η αποστροφή των ανθρώπων εκ της αγαθοεργούς κηδεμονίας των θεών, την οποία οι ίδιοι αποστραφήκαμε, ως να κρυφτήκαμε από το φώς του μεσημεριού και να πήγαμε σε μέρος σκοτεινό, στερώντας από τους εαυτούς μας το αγαθό δώρο των θεών. Έτσι ο εξιλασμός μπορεί να μας οδηγήσει στη συμμετοχή μας στα θεία, να μας προάγει στην κοινωνία της θείας κηδεμονίας που αναστείλαμε και να συνδέσει με τρόπο συμμετρικό τις φύσεις που μετέχουν και αυτές που μετέχονται, μεταξύ τους.»[1]
Μάλιστα ο μεν Ερμείας λέγει ότι :
«ὀργὴ θεῶν ἐστιν ἡ ἀπόστασις ἡ ἀπ᾽ αὐτῶν· οὐδὲ γὰρ ὀργίζονται οἱ θεοί.»[2]
Ενώ ο Ιάμβλιχος ότι :
«οι εκθύσεις[3] – όταν υπάρχει κάποιο κακό στους επίγειους τόπους – γιατρεύουν και προετοιμάζουν, για να μην μας προκύψει καμία τάση προς το κακό ή πάθος. Μία τέτοια θυσία, είτε γίνεται δια θεών είτε δια Δαιμόνων, αυτούς επικαλείται ως βοηθούς, αλεξίκακους και σωτήρες, και με τη βοήθεια τους αποτρέπει οποιαδήποτε βλάβη που μπορεί να προκύψει από τα παθήματα. Οι θυσίες, μάλιστα, αποτρέπουν τις γενεσιουργές και τις φυσικές πληγές, δίχως την βοήθεια των παθών. Και αν κάποιος νομίζει ότι η αναστολή της προστασίας των θεών προκαλεί κάποια αυτόματη βλάβη, στην περίπτωση αυτή, η δια της εκθύσεως πειθώ/πίστη των ανώτερων γενών, ανακαλεί την κηδεμονία των θεών και αποτρέπει τη στέρηση, καθιστώντας την κηδεμονία καθεαυτή καθαρή και αμετάβλητη.»[4]
[1] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.13.3 – 1.13.15» :
Myst 1.13.2 ` to Myst 1.13.14 Αὕτη τοί νυν οὐχ, ὡς δοκεῖ τισι, παλαιά τίς ἐστι καὶ ἔμμονος ὀργή, ἀλλὰ τῆς ἀγαθοεργοῦ κηδεμονίας παρὰ θεῶν ἀποστροφή, ἣν αὐτοὶ ἑαυτοὺς ἀποστρέψαντες, ὥσπερ ἐν μεσημβρίᾳ φωτὸς κατακαλυψάμενοι, σκότος ἑαυτοῖς ἐπηγάγομεν καὶ ἀπεστερήσαμεν ἑαυτοὺς τῆς τῶν θεῶν ἀγαθῆς δόσεως. Δύναται οὖν ἡ ἐξίλασις ἡμᾶς ἐπιστρέψαι πρὸς τὴν κρείττονα μετουσίαν, καὶ τὴν ἀνεσταλμένην ἀφ᾽ ἡμῶν θείαν κηδεμονίαν εἰς κοινωνίαν προαγαγεῖν, καὶ συνδῆσαι συμμέτρως τὰ μετεχόμενά τε καὶ μεταλαμβάνοντα πρὸς ἄλληλα.
[2] In Platonis Phaedrum scholia 207.24 ` to In Platonis Phaedrum scholia 207.25
[3] ἔκθυσις, η (Α) = εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή. (Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias)
[4] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.13.16 – 1.13.29» :
Myst 1.13.16 ` to Myst 1.13.29 Αἱ δ᾽ ἐκθύσεις ὅ τι πάρεστι κακὸν ἐν τοῖς περὶ γῆν τόποις ἰατρεύουσι καὶ παρασκευάζουσιν ὥστε μηδεμίαν τροπὴν ἢ πάθος τι περὶ ἡμᾶς γενέσθαι. Εἴτε οὖν διὰ θεῶν εἴτε διὰ δαιμόνων ἡ τοιαύτη γίγνοιτο, βοηθοὺς ἐπικαλεῖται καὶ ἀλεξικάκους καὶ σωτῆρας τούτους, καὶ δι᾽ αὐτῶν ἀποδιοπομπεῖται πᾶσαν ἐπιοῦσαν ἀπὸ τῶν παθημάτων βλάβην. Οἱ δὴ τὰς πληγὰς ἀποτρέποντες τὰς γενεσιουργοὺς καὶ φυσικὰς οὐκ ἔστιν ὅπως ποτὲ διὰ παθῶν αὐτὰς ἀπείργουσιν. Εἴ τε νενόμικέ τις τὴν ἀπόληψιν τῆς προστασίας ἐπεισάγειν τινὰ αὐτόματον βλάβην, ἡ διὰ τῆς ἐκθύσεως πειθὼ τῶν κρειττόνων, εἰς κηδεμονίαν ἀνακαλουμένη πάλιν αὐτῶν τὴν εὐμένειαν καὶ ἀποτρέπουσα τὴν στέρησιν, παντελῶς ἂν εἴη καθαρὰ καὶ ἄτρεπτος.
6. Ύβρις μοιχείας
Όσο αφορά την περίπτωση των Θυέστιων δείπνων, λέγει ο Αίγισθος στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου:
«ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας, πατέρας του Αγαμέμνονα, έβγαλε από την χώρα και από το παλάτι του τον δικό μου πατέρα και αδελφό του τον Θυέστη – είναι ακριβολογημένο – γιατί είχαν κάποια διαφωνία για το μοίρασμα της εξουσίας. Και ο δυστυχής ο Θυέστης ήλθε πίσω ικέτης στην εστία του αδελφού του πέφτοντας. Δεν τον πείραξε κανείς, ώστε να μολύνει το αίμα του το πατρικό τους σπίτι. Μα ο δύσθεος πατήρ τούτου εδώ, ο Ατρέας, ετοίμασε τα ξένια πρόθυμα πολύ, μα όχι και φιλικά. Και δήθεν πως εόρταζε χαρούμενα μια μέρα θυσίας, του έδωσε στο τραπέζι να γευθεί κρέατα των παιδιών του. Τα πόδια και τα δάχτυλα των χεριών τους τα έκρυψε με άλλα κομμάτια επάνω, ώστε δεν τα είδε, έτσι που καθόταν χωριστά. Και πήρε ανύποπτα αμέσως κι έφαγε. Και ο φαγωμός δεν σώθηκε, το βλέπεις, σε αυτό το γένος. Και έπειτα ο Θυέστης, όταν κατάλαβε το μυσαρό αυτό έργο, έπεσε να εμέση τα σφαχτά και καταράστηκε στους Πελεοπίδες μοίρα βαριά και δίνοντας στα δείπνα ένα λάκτισμα είπε μια δίκαιη κατάρα : έτσι να χαθεί όλο το γένος του Πλεισθένη.»[1]
Επίσης η Κασσάνδρα, στην τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων», λέγει σχετικά με την κατάσταση που είχε περιέλθει το γένος της:
«Ένας χορός κακόφωνων δεν άφησε ποτέ τούτη την στέγη. Βέβαια δεν λέει τα καλά αυτή η συντροφιά. Και αφού ήπιε αίμα ανθρώπινο, για να τρανέψει πιο πολύ, μένει πια μέσα στο παλάτι, αυτή η χορωδία των συγγενικών Ερινυών. Και τραγουδούνε θρονιασμένες μέσα στα δώματα τραγούδι για την πρώτη αρχή της άτης. Και καταριούνται στην σειρά εκείνον, που για συμφορά του πάτησε στους αδελφού του το κρεβάτι.»[2]
Αλλά και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος στην «Μυθική βιβλιοθήκη» λέγει ό,τι :
«Υιοί του Πέλοπα ήταν ο Πιτθέας, ο Ατρέας, ο Θυέστης και άλλοι. Γυναίκα του Ατρέα ήταν η Αερόπη, η κόρη του Κατρέα, που ερωτεύτηκε τον Θυέστη. Ο Ατρέας έταξε κάποτε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα το κάλλιστο αρνί από τα κοπάδια του αν αυτά αυξηθούν. Όταν όμως εμφανίστηκε στο κοπάδι του ένα χρυσό αρνί, αμέλησε την ευχή που είχε κάνει να θυσιάσει στην Άρτεμη το κάλλιστο αρνί του κοπαδιού του, το έπνιξε και κράτησε τον χρυσόμαλλο δέρας για λογαριασμό του σε μια λάρνακα. Αυτό έδωσε η Αερόπη στον Θυέστη, όταν εκείνος την αποπλάνησε. Αποθνήσκων ο βασιλιάς των Μυκηνών Ευρυσθέας άτεκνος, χρησμός συμβούλευσε τους Μυκηναίους να κάνουν βασιλιά τους έναν από τους Πελοπίδες, τον Ατρέα ή τον αδελφό του τον Θυέστη. Όταν έγινε συζήτηση για την βασιλεία, ο Θυέστης δήλωσε στο πλήθος ότι πρέπει να πάρει τον θρόνο αυτός που έχει την χρυσή αρνάδα. Ο Ατρέας συμφώνησε, κι ο αδελφός του το παρουσίασε και έγινε βασιλιάς. Ο Ζεύς τότε στέλνει τον Ερμή στον Ατρέα και του λέει να συμφωνήσει με τον Θυέστη να βασιλεύσει ο Ατρέας, αν ο Ήλιος ακολουθήσει αντίθετη πορεία. Ο Θυέστης δέχτηκε και ο Ήλιος έδυσε στην ανατολή. Έτσι, αφού ο Θεός επιβεβαίωσε την αυθαιρεσία του Θυέστη, ο Ατρέας παρέλαβε τη βασιλεία και εξόρισε τον Θυέστη. Μαθαίνοντας όμως αργότερα για τη μοιχεία, του έστειλε κήρυκα και τον κάλεσε για συμφιλίωση. Και υποδυόμενος τον φίλο, έσφαξε τους γιούς, που είχε αποκτήσει εκείνος από μια Νύμφη Ναϊάδα, τον Αγλαό, τον Καλλιλέοντα και τον Ορχομενό, παρ’ όλο που είχαν καθίσει επί τον βωμό του Διός ως ικέτες. Στην συνέχεια, αφού τους διαμέλισε και τους έβρασε, τους παρέθεσε, χωρίς τα άκρα τους, στον Θυέστη. Κι όταν εκείνος έφαγε άφθονα, του έδειξε τα άκρα και τον έδιωξε από την χώρα. Ο Θυέστης, αναζητώντας οποιονδήποτε τρόπο για να εκδικηθεί τον Ατρέα, ζήτησε χρησμό για αυτό και πήρε απάντηση ότι αυτό θα γίνει, αν αποκτήσει για συνευρισκόμενος με την θυγατέρα του. Αυτό κι έκανε λοιπόν και απέκτησε από την θυγατέρα του τον Αίγισθο, ο οποίος όταν μεγάλωσε και έμαθε ότι είναι γιός του Θυέστη, σκότωσε τον Ατρέα και αποκατάστησε τον Θυέστη στον θρόνο.»[3]
Το πώς βρέθηκε η χρυσή αρνάδα στο κοπάδι του Ατρέα το αναφέρει ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ηλέκτρα» όπου δια στόματος χορού λέγεται ότι:
«Χορός : οι παλαιοί των μύθοι το λένε, πως κάποτε ο Πάνας, των αγρών ο ταμίας, την χρυσή αρνάδα από της μανούλα της την πήρε τον μαστό και γλυκό αχό φυσώντας μέσα σε καλόδετο καλάμινο αυλό την έφερε από τα Αργείτικα όρη. Και σε βήμα πέτρινο ένας κήρυξ ανέβηκε και φώναζε : “στην αγορά ελάτε, Μυκηναίοι, στην αγορά να δείτε τα φάσματα δείγματα, οιωνός τύχης μακαρίων βασιλέων”. Τότε χοροί παινεύανε των Ατρειδών τον οίκο. Και ανήγαν οι χρυσοστόλιστοι ναοί και σε όλη τη χώρα φεγγοβολούσαν οι επιβώμιες φωτιές και γλυκολαλούσεο από λωτόξυλο αυλός φθόγγο κάλλιστο, της Μούσας θεράπων. Τραγούδια εξυμνούσανε τη θαυμαστή αρνάδα και του Θυέστη λέγανε πως είναι. Γιατί, τη γλυκιά σαν πλάνεψε γυναίκα του Ατρέα, πλάγιασε μαζί της και τον οιωνό στον οίκο του τον πήρε. Και πάει και στην αγορά και κράζει πως στον οίκο του έχει τη χρυσή αρνάδα. Τότε πια, τότε τον δρόμο των λαμπρών άστρων και το φέγγος του λαμπερού Ήλιου και της λευκοπρόσωπης Ηούς άλλαξε ο Ζεύς. Τα δυτικά τα μέρη του ουρανού η θερμή περνάει του ήλιου φλόγα, η αναμμένη από τους Θεούς, πάνε τα νέφη της βροχής κατά τον βορά κι οι ξερότοποι, όπου κατοικεί ο Άμμωνας, μαραίνονται αδρόσιστοι, καθώς Δίοθεν στερήθηκαν τους όμβρους.»[4]
Όμως όπως είδαμε ο Ησίοδος λέγει :
«όποιος ανέβει στο κρεβάτι του αδελφού του για συνουσιαστεί με την γυναίκα του, κάνοντας ανάξια πράγματα.»[5]
Ως εκ τούτου η περίπτωση του Θυέστη και του Ατρέα δεν αποτελεί μόνο ύβρις προς ομόγνοιους αλλά αφορά και την περίπτωση της ύβρις λόγω μοιχείας με την/τον σύζυγο αδερφού/αδερφής και προς ικέτη.
Όμως, εκτός όσων είδαμε να λέγονται σχετικώς εκ του Ησιόδου – για την μήνις του Διός λόγω μοιχείας, ο Αισχύλος λέγει και το εξής:
«το συζυγικό κρεβάτι, που ενώνει άνδρα και γυναίκα σε μία μοίρα, φρουρείται από τη Δίκη και είναι κάτι και από τον όρκο πιο μεγάλο».[6]
[1] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 1583 – 1602» :
Ag 1583 ` to Ag 1602 Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς, τούτου πατήρ,
πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν, ὡς τορῶς φράσαι,
αὑτοῦ δ᾽ ἀδελφόν, ἀμφίλεκτος ὢν κράτει,
ἠνδρηλάτησεν ἐκ πόλεώς τε καὶ δόμων.
καὶ προστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν
τλήμων Θυέστης μοῖραν ηὕρετ᾽ ἀσφαλῆ,
τὸ μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι πέδον
αὐτός· ξένια δὲ τοῦδε δύσθεος πατὴρ
Ἀτρεύς, προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως πατρὶ
τὠμῷ, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν
δοκῶν, παρέσχε δαῖτα παιδείων κρεῶν.
τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους κτένας
ἔθρυπτ᾽ ἄνωθεν ἀνδρακὰς καθημένοις
ἄσημ᾽· ὁ δ᾽ αὐτῶν αὐτίκ᾽ ἀγνοίᾳ λαβὼν
ἔσθει βορὰν ἄσωτον, ὡς ὁρᾷς, γένει.
κἄπειτ᾽ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον
ᾤμωξεν, ἀμπίπτει δ᾽ ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν,
μόρον δ᾽ ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται,
λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ,
οὕτως ὀλέσθαι πᾶν τὸ Πλεισθένους γένος.
[2] Βλ. Αισχύλος «Αγαμέμνων, στ. 1186 – 1193» :
Ag 1186 ` to Ag 1193 τὴν γὰρ στέγην τήνδ᾽ οὔποτ᾽ ἐκλείπει χορὸς
σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος· οὐ γὰρ εὖ λέγει.
καὶ μὴν πεπωκώς γ᾽, ὡς θρασύνεσθαι πλέον,
βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει,
δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων Ἐρινύων.
ὑμνοῦσι δ᾽ ὕμνον δώμασιν προσήμεναι
πρώταρχον ἄτης· ἐν μέρει δ᾽ ἀπέπτυσαν
εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς.
[3] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθική βιβλιοθήκη, επιτομή ΙΙ 10-14».
[4] Βλ. Ευριπίδης «Ηλέκτρα, στ. 699 – 736» :
Electra 699 ` to Electra 736 {Χο.} ἀταλᾶς ὑπὸ ματέρος Ἀργείων
ὀρέων ποτὲ κληδὼν
ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις
εὐαρμόστοις ἐν καλάμοις
Πᾶνα μοῦσαν ἡδύθροον
πνέοντ᾽, ἀγρῶν ταμίαν,
χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον
πορεῦσαι. πετρίνοις δ᾽ ἐπιστὰς
κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις·
Ἀγορὰν ἀγοράν, Μυκηναῖοι,
στείχετε μακαρίων
ὀψόμενοι τυράννων
φάσματα δείματα.
χοροὶ δ᾽ Ἀτρειδῶν ἐγέραιρον οἴκους.
θυμέλαι δ᾽ ἐπίτναντο χρυσήλατοι,
σελαγεῖτο δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ
πῦρ ἐπιβώμιον Ἀργείων·
λωτὸς δὲ φθόγγον κελάδει
κάλλιστον, Μουσᾶν θεράπων,
μολπαὶ δ᾽ ηὔξοντ᾽ ἐραταὶ
χρυσέας ἀρνὸς ἐπίλογοι
Θυέστου· κρυφίαις γὰρ εὐναῖς
πείσας ἄλοχον φίλαν
Ἀτρέως, τέρας ἐκκομίζει
πρὸς δώματα· νεόμενος δ᾽
εἰς ἀγόρους ἀυτεῖ
τὰν κερόεσσαν ἔχειν
χρυσεόμαλλον κατὰ δῶμα ποίμναν.
τότε δὴ τότε ‹δὴ› φαεν
νὰς ἄστρων μετέβασ᾽ ὁδοὺς
Ζεὺς καὶ φέγγος ἀελίου
λευκόν τε πρόσωπον ἀοῦς,
τὰ δ᾽ ἕσπερα νῶτ᾽ ἐλαύνει
θερμᾶι φλογὶ θεοπύρωι,
νεφέλαι δ᾽ ἔνυδροι πρὸς ἄρκτον,
ξηραί τ᾽ Ἀμμωνίδες ἕδραι
φθίνουσ᾽ ἀπειρόδροσοι,
καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι.
[5] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 320 – 335» :
Op 320 ` to Op 335 χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται,
ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ
γίνεται, εὖτ᾽ ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ
ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾽ ἀναιδείη κατοπάζῃ,
ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί, μινύθουσι δὲ οἶκον
ἀνέρι τῷ, παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ.
Ἶσον δ᾽ ὅς θ᾽ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει,
ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ
[κρυπταδίῃς εὐνῇς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων],
ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνητ᾽ ὀρφανὰ τέκνα,
ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ
νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι·
τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν
ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν.
ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[6] Βλ. Αισχύλος «Ευμενίδες, στ. 217- 218» :
Eum 217 ` to Eum 218 εὐνὴ γὰρ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ μόρσιμος
ὅρκου ᾽στὶ μείζων τῇ δίκῃ φρουρουμένη.
7. Ύβρις προς γονείς-προγόνους
(Όπως είδαμε) Ο Ησίοδος λέγει :
«όποιος στον γέροντα γονιό του, που βρίσκεται στα άχαρο κατώφλι των γερατειών, σηκώνει αμάχη πληγώνοντας τον με βαριά λόγια. Εναντίον τούτου, αλήθεια, ο ίδιος ο Ζευς αγανακτεί και τέλος στις άδικες αυτές πράξεις δίνει σκληρή αμοιβή.»[1]
Σχετικά με αυτό ο θείος Πλάτων λέγε αφενός ό,τι :
«Αν ένας άνθρωπος τιμά και σέβεται τους συγγενείς του, που έχουν το ίδιο αίμα και λατρεύουν τους ίδιους θεούς, αυτός είναι λογικό να ελπίζει ότι οι γενέθλιοι θεοί θα είναι εύνους στην των παιδιών του σπορά».[2]
Αφετέρου ό,τι :
«Όποιος τολμήσει να χτυπήσει τον πατέρα του η την μητέρα του ή οποιοδήποτε εκ των προγόνων του και τους κακομεταχειριστεί χωρίς να φοβηθεί την μήνιν των ουρανίων θεών μήτε των κάτω Θεών τις τιμωρίες αλλά περιφρονεί τις αρχαίες και από τους πάντες αποδεχόμενους παραδόσεις νομίζοντας ότι ξέρει τα πάντα σε έναν τομέα που έχει πλήρη άγνοια και παραβαίνει τους νόμους, αυτός πρέπει να τιμωρηθεί με την εσχάτη των ποινών. Η εσχάτη ποινή, βέβαια, δεν είναι ο θάνατος αλλά οι στον Άδη λεγόμενοι πόνοι που περνούν οι τέτοιοι άνθρωποι στον Άδη, οι οποίοι είναι πολύ χειρότεροι από τον θάνατο. Παρότι βέβαια όλα όσα λέγονται είναι αληθινά, δεν αποτρέπουν τέτοιες ψυχές, γιατί διαφορετικά δεν θα γινόταν ποτέ μητροκτονίες και δεν θα τολμούσε κανείς τέτοιες ανόσιες πράξεις σε βάρος εκείνων που μας γέννησαν. Καταλήγω, λοιπόν, στο ότι οι κολάσεις(ποινές) που θα επιβάλλονται για τέτοιες πράξεις δεν πρέπει να υστερούν σε τίποτα από αυτές που λαμβάνουν χώρα στον Άδη. Μετά από αυτά λοιπόν, ας ορίσουν το εξής : Αν κάποιος, δίχως να βρίσκεται σε μανική κατάσταση, τολμήσει να χτυπήσει τον πατέρα του ή την μητέρα του ή τους γονείς τους, όποιος βρίσκεται παρών θα πρέπει να αμυνθεί στο θύμα – αν είναι μέτοικος ή ξένος θα του δοθεί τιμητική θέση στους αγώνες. Όποιος είναι παρών και δεν βοηθήσει, θα εξοριστεί για πάντα από την πόλη. Αν βρίσκεται προσωρινά στην χώρα και τους προστατέψει, θα του δοθεί έπαινος, διαφορετικά θα του γίνει επίπληξη. Ο δούλος που θα βοηθήσει θα ελευθερωθεί. Αν δεν το κάνει θα τιμωρηθεί με 100 βουρδουλιές. Αν η βιοπραγεία έγινε στην αγορά, η τιμωρία θα επιβάλλεται από τους αγορανόμους. Αν έγινε σε άλλο μέρος της πόλης, από τους αστυνόμους και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της χώρας, από τους αγρονόμους. Οποιασδήποτε επιχώριος τύχει και βρεθεί στο συμβάν, άντρας ή γυναίκα ή παίς, οφείλει να αμυνθεί του θύματος και να κατονομάσει τον ανόσιο. Ο μη αμυνόμενος στο θύμα είναι κατά τον νόμο ένοχος[3] για τον Ζεύς ομόγνοιο και πατρώο – τον προστάτη της οικογένειας και των γονέων. Αν κάποιος καταδικαστεί επειδή βιοπράγησε κατά των γονιών του, θα εξοριστεί για πάντα σε άλλη χώρα και θα του απαγορευτεί[4] η είσοδος στα ιερά. Αν δεν μείνει μακριά από τους ναούς, οι αγρονόμοι θα τον τιμωρήσουν με μαστίγωμα και με όποιο άλλο τρόπο νομίζουν. Αν επιστρέψει στην πατρίδα του, θα τιμωρηθεί με θάνατο. Όποιος ελεύθερος πολίτης φάει, πιεί ή κοινωνήσει οποιαδήποτε άλλη κοινωνία με ένα τέτοιο άνθρωποι ή έστω τον συναντήσει κάπου και τον χαιρετήσει, δεν θα έχει δικαίωμα να μπαίνει στους ναούς, την αγορά ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της πόλης πριν εξαγνιστεί, έχοντας στην σκέψη του ότι μολύνθηκε από κάποια αλιτήρια τύχη. Εάν δε απειθώντας στον νόμο μολύνει τα ιερά και την πόλη, όποιος άρχοντας τον αντιληφθεί και δεν το οδηγήσει στο δικαστήριο, θα θεωρηθεί ότι έχει κάνει μια σοβαρή παράβαση του καθήκοντος του, όταν θα δώσει λόγο των πράξεων του.»[5]
Μάλιστα επεξηγεί ό,τι :
«Αθηναίος : Τους γονείς του ούτε Θεός ούτε άνθρωπος που έχει νου θα συμβούλευε κάποιον να παραμελεί. Αντίθετα, πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι αυτό το προοίμιο, που αναφέρεται στη θεραπεία(λατρεία) των Θεών, ταιριάζει και στις τιμές που οφείλουμε στον πατέρα μας και την μητέρα μας. Νόμοι αρχαίοι υπάρχουν δυο ειδών σχετικά με τους Θεούς. Τους σαφώς ορώμενους Θεούς τους τιμάμε, ενώ τους τους μη ορώμενους τους απεικονίζουμε με αγάλματα που ιδρύουμε, με τα οποία αγαλλώμεθα παρότι άψυχα αντικείμενα διότι πιστεύουμε ότι από εκείνους τους έμψυχους θεούς θα έχουμε πολύ εύνοια και την χάρη. Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας και η μητέρα, ή οι γονείς αυτών, που βρίσκονται εν τω οίκο κάποιου καταβεβλημένοι από τα γηρατειά, είναι αδιανόητο να μη τους εκλάβει κανείς ως άγαλμα, το κύριο εφέστιο[6] ίδρυμα που κατέχει εν τω οίκω του, εάν κατά τρόπο ορθό ο κάτοχος το λατρεύει.
Κλεινίας : Ποια είναι αυτή η ορθότητα για την οποία κάνεις λόγο ;
Αθ. : Θα σας εξηγήσω. Πρόκειται για πράγματα που αξίζει να ακούει κανείς φίλοι μου.
ΚΛ. : Λέγε λοιπόν.
ΑΘ. : Όπως λένε, ο Οιδίποδας όντας ατιμασμένος καταράστηκε[7] τα τέκνα του και εισακούστηκε πλήρως όπως ο κάθε ένας που υμνεί. Ο Αμύντορας θύμωσε και καταράστηκε τον γιό το, Φοίνικα. Ο Θησέας έκανε το ίδιο με τον Ιππόλυτο, καθώς και μυριάδες άλλοι γονείς με τους γιούς τους. Από αυτά είναι ολοφάνερο ότι οι θεοί παίρνουν το μέρος των γονιών, των οποίων η κατάρα[8] προς τα τέκνα τους έχει δικαιότατα την μεγαλύτερη δύναμη από οποιαδήποτε άλλο. Ας μη νομίζουμε όμως ότι οι θεοί ακούνε μόνο τις κατάρες των γονιών, στους οποίους έχουν φερθεί άσχημα τα παιδιά τους. Το ίδιο κάνουν και με τις ευχές, όταν τους σέβονται και τους δίνουν χαρά, οπότε ζητούν από τους θεούς να δίνουν όλα τα αγαθά. Διαφορετικά, οι θεοί θα ήταν άδικοι, κάτι που είπαμε ότι δεν ταιριάζει στην φύση τους.
ΚΛ. : Πολύ σωστά.
ΑΘ. : Πρέπει λοιπόν να διανοηθούμε ότι δεν υπάρχει τιμιότερο άγαλμα που θα μπορούσε να κατέχει κάποιος από τον πατέρα του ή τον παππού του, που έχουν εξασθενήσει από το γήρας, ή η μητέρα του στην ίδια κατάσταση. Όταν τους τιμά, ο θεός χαίρεται, ενώ στην αντίθετη περίπτωση δεν εισακούει τις προσευχές του. Αυτά τα ζωντανά ιδρύματα, οι πρόγονοι, είναι πολύ ανώτεροι από τα άψυχα αγάλματα και διαφέρουν σε κάτι. Τα μεν έμψυχα, οι πρόγονοι, όταν τους θεραπεύουμε ενώνουν μαζί μας τις ευχές τους ή μας καταριούνται όταν τους ατιμάζουμε. Τα δε άψυχα δεν κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι, αν κανείς χρησιμοποιεί ορθά τον πατέρα του ή τον παππού του και όλους τους όμοιους, θα αποκτήσει μέσω αυτών θεοφιλή μοίρα με ποιο αποτελεσματικό τρόπο από ότι με τα αγάλματα.
ΚΛ. : Κάλλιστα μιλάς.
ΑΘ. : Κάθε άνθρωπος που έχει νου, επομένως, φοβάται και τιμά τις ευχές των γωνιών του, γιατί ξέρει ό,τι πολλές και πολλάκις πραγματοποιούνται. Αφού λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα, για τους αγαθούς οι γηραιοί πρόγονοι είναι έρμαιο(δώρο του Ερμή), αν ζούνε μέχρι των εσχάτων του βίου, και πεθαίνοντας θα είναι ποθητοί, ενώ για τους κακούς τρομακτικοί. Γι’ αυτό όλοι πρέπει να τιμούν σύμφωνα με τον νόμο τους γεννήτορες τους, πειθόμενοι στα λόγια μας.»[9]
Μάλιστα στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, στο σημείο που ο Πελασγός, ο βασιλέας των Αργείων, παίρνει απόφαση να δεχτεί η πόλη του Άργους τον Δαναό και τις κόρες του ως μέτοικους, ο Χορός εκτός των άλλων λέγει :
«Χορός : …..Γιατί το προς τους γονείς σέβας είναι η τρίτη εντολή ή γραμμένη στους θεσμούς της Δίκης που της πρέπει η μέγιστη τιμή.»[10]
[1] Βλ. Ησίοδος «Έργα και ημέρες, στ. 331 – 335» :
Op 331 ` to Op 335 ὅς τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ
νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσι·
τῷ δ᾽ ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν
ἔργων ἀντ᾽ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν.
ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ᾽ ἀεσίφρονα θυμόν.
[2] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 729.c.5 – 729.c.8» :
Leg 729.c.5 ` to Leg 729.c.8 συγγένειαν δὲ καὶ ὁμογνίων θεῶν κοινωνίαν πᾶσαν ταὐτοῦ φύσιν αἵματος ἔχουσαν τιμῶν τις καὶ σεβόμενος, εὔνους ἂν γενεθλίους θεοὺς εἰς παίδων αὑτοῦ σπορὰν ἴσχοι κατὰ λόγον.
[3] ενέχω
(AM ἐνέχω) [έχω]
-
(με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», Ηρόδ.)
-
μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά
-
(με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπου («ὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον… αἱ αὐγαὶ τοῡ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)
-
παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)
-
παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)
-
υπόκειμαι σε κάτι
-
(ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)
-
στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ’ αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[4] έργω
ἔργω και ἐέργω (Α)
-
εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι… εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.)
-
κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.)
-
κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν δόμον ἐντὸς ἔεργον», Ομ. Οδ.)
-
παθ. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι
-
εμποδίζω, συγκρατώ («τῆλέ μ’ ἐέργουσι ψυχαί», Ομ. Ιλ.)
-
αποσοβῶ, απομακρύνω («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῑαν», Ομ. Ιλ.)
-
μέσ. ἔργομαι,απομακρύνομαι («ἔργετο… τῆς… πόλιος», Ηρόδ.)
-
αποτρέπω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («εἴργει γὰρ τοὺς μὲν χρήματα, τοὺς δὲ νόος», θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είργω].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[5] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 880.e.6 – 882.a.3» :
Leg 880.e.6 ` to Leg 882.a.3 πατρὸς γὰρ ἢ μητρὸς ἢ τούτων ἔτι προγόνων ὅστις τολμήσει ἅψασθαί ποτε βιαζόμενος αἰκίᾳ τινί, μήτε τῶν ἄνω δείσας θεῶν μῆνιν μήτε τῶν ὑπὸ γῆς τιμωριῶν λεγομένων, ἀλλὰ ὡς εἰδὼς ἃ μηδαμῶς οἶδεν, καταφρονῶν τῶν παλαιῶν καὶ ὑπὸ πάντων εἰρημένων, παρανομεῖ, τούτῳ δεῖ τινος ἀποτροπῆς ἐσχάτης. θάνατος μὲν οὖν οὐκ ἔστιν ἔσχατον, οἱ δὲ ἐν Ἅιδου τούτοισι λεγόμενοι πόνοι ἔτι τε τούτων εἰσὶ μᾶλλον ἐν ἐσχάτοις, καὶ ἀληθέστατα λέγοντες οὐδὲν ἀνύτουσιν ταῖς τοιαύταις ψυχαῖς ἀποτροπῆς—οὐ γὰρ ἂν ἐγίγνοντό ποτε μητραλοῖαί τε καὶ τῶν ἄλλων γεννητόρων ἀνόσιοι πληγῶν τόλμαι—δεῖ δὴ τὰς ἐνθάδε κολάσεις περὶ τὰ τοιαῦτα τούτοισι τὰς ἐν τῷ ζῆν μηδὲν τῶν ἐν Ἅιδου λείπεσθαι κατὰ δύναμιν. ἔστω δὴ λεγόμενον τὸ μετὰ τοῦτο τῇδε· Ὃς ἂν τολμήσῃ πατέρα ἢ μητέρα ἢ τούτων πατέρας ἢ μητέρας τύπτειν μὴ μανίαις ἐχόμενος, πρῶτον μὲν ὁ προστυγχάνων καθάπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν βοηθείτω, καὶ ὁ μὲν μέτοικος ἢ ξένος εἰς προεδρίαν τῶν ἀγώνων καλείσθω βοηθῶν, μὴ βοηθήσας δὲ ἀειφυγίαν ἐκ τῆς χώρας φευγέτω· ὁ δὲ μὴ μέτοικος βοηθῶν μὲν ἔπαινον ἐχέτω, μὴ βοηθῶν δέ, ψόγον· δοῦλος δὲ βοηθήσας μὲν ἐλεύθερος γιγνέσθω, μὴ βοηθήσας δὲ πληγὰς ἑκατὸν τῇ μάστιγι τυπτέσθω, ἐν ἀγορᾷ μὲν ἂν γίγνηται τὸ γενόμενον, ὑπ᾽ ἀγορανόμων, ἐὰν δ᾽ ἐκτὸς ἀγορᾶς ἐν ἄστει, τῶν ἀστυνόμων κολάζειν τὸν ἐπιδημοῦντα, ἐὰν δὲ κατ᾽ ἀγροὺς τῆς χώρας που, τοὺς τῶν ἀγρονόμων ἄρχοντας. ἐὰν δ᾽ ἐπιχώριος ὁ παρατυγχάνων ᾖ τις, ἐάντε παῖς ἐάντε ἀνὴρ ἐάντ᾽ οὖν γυνή, ἀμυνέτω πᾶς τὸν ἀνόσιον ἐπονομάζων· ὁ δὲ μὴ ἀμύνων ἀρᾷ ἐνεχέσθω Διὸς ὁμογνίου καὶ πατρῴου κατὰ νόμον. ἐὰν δέ τις ὄφλῃ δίκην αἰκίας γονέων, πρῶτον μὲν φευγέτω ἀειφυγίαν ἐξ ἄστεος εἰς τὴν ἄλλην χώραν καὶ πάντων ἱερῶν εἰργέσθω· μὴ δὲ εἰργόμενον κολαζόντων αὐτὸν ἀγρονόμοι πληγαῖς καὶ πάντως ὡς ἂν ἐθέλωσιν, κατελθὼν δὲ θανάτῳ ζημιούσθω. ἐὰν δέ τις τῷ τοιούτῳ, ὅσοι ἐλεύθεροι, συμφάγῃ ἢ συμπίῃ ἤ τινα τοιαύτην ἄλλην κοινωνίαν κοινωνήσῃ, ἢ καὶ μόνον ἐντυγ χάνων που προσάπτηται ἑκών, μήτε εἰς ἱερὸν ἔλθῃ μηδὲν μήτ᾽ εἰς ἀγορὰν μήτ᾽ εἰς πόλιν ὅλως πρότερον ἢ καθήρηται, νομίζων κεκοινωνηκέναι ἀλιτηριώδους τύχης· ἐὰν δὲ ἀπειθῶν νόμῳ ἱερὰ καὶ πόλιν μιαίνῃ παρανόμως, ὃς ἂν τῶν ἀρχόντων αἰσθόμενος μὴ ἐπάγῃ δίκην τῷ τοιούτῳ, ἐν εὐθύναις ἔστω τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων ἓν τοῦτο αὐτῷ.
[6] εφέστιος
ἐφέστιος, -ον, ιων. τ. ἐπίστιος, -ον και ἐφίστιος, -ον (Α)
-
αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ.
β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» — όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.)
-
για ικέτες που κάθονται δίπλα στην εστία και ζητούν προστασία («ἱκέτης καὶ δόμων ἐφέστιος», Αισχύλ.)
-
ξένος, φιλοξενούμενος («ἐλθόντ’ ἐς δόμους ἐφέστιον», Σοφ.)
-
αυτός που κατοικεί με κάποιον («ἐφέστιον ἀθανάτοισιν» — που κατοικεί με τους αθανάτους», Απολλ. Ρόδ.)
-
(γενικά) αυτός που ανήκει στο σπίτι ή στην οικογένεια («ἐφέστιοι εὐναί», Ευρ.)
-
το ουδ. ως ουσ. α) ιων. τὸ ἐπίστιον
η οικογένεια, Ηρόδ.
β) τὸ ἐφέστιον
ο τόπος, η πατρίδα
-
φρ. α) «ἐφέστιοι θεοί» — θεοί, προστάτες τού οικογενειακού βίου, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η εστία και τών οποίων τα αγάλματα ήταν κοντά σ’ αυτήν
β) «Ζεὺς ἐπίστιος» ή «Ζεὺς ἐφέστιος»
Ζευς προστάτης τής φιλοξενίας
-
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος
το κρασί που προσφερόταν κατά την υποδοχή φιλοξενουμένου, το ανίσωμα* (δ. γρφ. ἀνισων).
[ΕΤΥΜΟΛ. ‹ επί + ἑστία].
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
‹Ἐφ᾽ ἑστίας› = ἀντὶ τοῦ κατ᾽ οἶκον. καὶ ‹Ἐφέστιον› ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τὴν οἰκίαν γενόμενον, τουτέστιν ἔποικον. (Βλ. Λεξικό Σούδα).
[7] επεύχομαι
ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM)
εύχομαι, δέομαι για κάτι
μσν.
προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)
αρχ.
-
ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ.
β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.)
-
εύχομαι να συμβεί κάτι («μηδὲν θανάτου μοῑραν ἐπεύχου τοῑσδε βαρυνθείς», Αισχύλ.)
-
κάνω τάμα («ὧδ’ ἐπεύχομαι θύσειν τροπαῑα», Αισχύλ.)
-
καταριέμαι
-
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπεύχομαι» — καυχιέμαι ότι πατρίδα μου είναι το Άργος, Ευρ.)
Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
[8] ‹ἀραῖον› = κατάρατον. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου). ‹Ἀραιόσ› = Ῥαίω, τὸ φθείρω, γίνεται ῥαιός· καὶ πλεονασμῷ τοῦ α, ἀραιὸς, μετελθούσης τῆς δασείας τοῦ ρ εἰς τὸ α, ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ ῥέζω, ἕρδω. (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό).
[9] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 930.e.3 – 932.a.5» :
Leg 930.e.3 ` to Leg 932.a.5 Γονέων δὲ ἀμελεῖν οὔτε θεὸς οὔτε ἄνθρωπος νοῦν ἔχων σύμβουλός ποτε γένοιτ᾽ ἂν οὐδεὶς οὐδενί· φρονῆσαι δὲ χρὴ περὶ θεῶν θεραπείας τοιόνδε προοίμιον ἂν γενόμενον εἰς τὰς τῶν γεννησάντων τιμάς τε καὶ ἀτιμίας ὀρθῶς συντεταγμένον· Νόμοι περὶ θεοὺς ἀρχαῖοι κεῖνται πᾶσιν διχῇ. τοὺς μὲν γὰρ τῶν θεῶν ὁρῶντες σαφῶς τιμῶμεν, τῶν δ᾽ εἰκόνας ἀγάλματα ἱδρυσάμενοι, οὓς ἡμῖν ἀγάλλουσι καίπερ ἀψύχους ὄντας, ἐκείνους ἡγούμεθα τοὺς ἐμψύχους θεοὺς πολλὴν διὰ ταῦτ᾽ εὔνοιαν καὶ χάριν ἔχειν. πατὴρ οὖν ὅτῳ καὶ μήτηρ ἢ τούτων πατέρες ἢ μητέρες ἐν οἰκίᾳ κεῖνται κειμήλιοι ἀπειρηκότες γήρᾳ, μηδεὶς διανοηθήτω ποτὲ ἄγαλμα αὑτῷ, τοιοῦτον ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἰκίᾳ ἔχων, μᾶλλον κύριον ἔσεσθαι, ἐὰν δὴ κατὰ τρόπον γε ὀρθῶς αὐτὸ θεραπεύῃ ὁ κεκτημένος.
{ΚΛ.} Τίνα δὴ τὴν ὀρθότητα εἶναι φράζεις;
{ΑΘ.} Ἐγὼ ἐρῶ· καὶ γὰρ οὖν ἄξιον, ὦ φίλοι, ἀκούειν τά γε δὴ τοιαῦτα.
{ΚΛ.} Λέγε μόνον.
{ΑΘ.} Οἰδίπους, φαμέν, ἀτιμασθεὶς ἐπηύξατο τοῖς αὑτοῦ τέκνοις ἃ δὴ καὶ πᾶς ὑμνεῖ τέλεα καὶ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ θεῶν, Ἀμύντορά τε Φοίνικι τῷ ἑαυτοῦ ἐπαρᾶσθαι παιδὶ θυμωθέντα καὶ Ἱππολύτῳ Θησέα καὶ ἑτέρους ἄλλοις μυρίους μυρίοις, ὧν γέγονε σαφὲς ἐπηκόους εἶναι γονεῦσι πρὸς τέκνα θεούς· ἀραῖος γὰρ γονεὺς ἐκγόνοις ὡς οὐδεὶς ἕτερος ἄλλοις, δικαιότατα. μὴ δή τις ἀτιμαζομένῳ μὲν διαφερόντως πατρὶ πρὸς παίδων καὶ μητρὶ θεὸν ἐπήκοον ἐν εὐχαῖς ἡγείσθω γίγνεσθαι κατὰ φύσιν, τιμωμένῳ δὲ ἄρα καὶ περιχαρεῖ σφόδρα γενομένῳ, καὶ διὰ τὰ τοιαῦτα εὐχαῖς λιπαρῶς εἰς ἀγαθὰ τοῖς παισὶ παρακαλοῦντος θεούς, οὐκ ἄρα τὰ τοιαῦτα ἀκούειν ἐξ ἴσου καὶ νέμειν ἡμῖν αὐτοὺς ἡγησόμεθα; ἀλλ᾽ οὐκ ἄν ποτε δίκαιοι νομῆς εἶεν ἀγαθῶν, ὃ δή φαμεν ἥκιστα θεοῖς εἶναι πρέπον.
{ΚΛ.} Πολύ γε.
{ΑΘ.} Οὐκοῦν διανοηθῶμεν, ὃ σμικρῷ πρότερον εἴπομεν, ὡς οὐδὲν πρὸς θεῶν τιμιώτερον ἄγαλμ᾽ ἂν κτησαίμεθα πατρὸς καὶ προπάτορος παρειμένων γήρᾳ καὶ μητέρων τὴν αὐτὴν δύναμιν ἐχουσῶν, οὓς ὅταν ἀγάλλῃ τις τιμαῖς, γέγηθεν ὁ θεός· οὐ γὰρ ἂν ἐπήκοος ἦν αὐτῶν. θαυμαστὸν γὰρ δήπου τὸ προγόνων ἵδρυμα ἡμῖν ἐστιν, διαφερόντως τῶν ἀψύχων· τὰ μὲν γὰρ θεραπευόμενα ὑφ᾽ ἡμῶν, ὅσα ἔμψυχα, συνεύχεται ἑκάστοτε, καὶ ἀτιμαζόμενα τἀναντία, τὰ δ᾽ οὐδέτερα, ὥστε ἂν ὀρθῶς τις χρῆται πατρὶ καὶ προπάτορι καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις, πάντων πρὸς θεοφιλῆ μοῖραν κυριώτατα ἀγαλμάτων ἂν κεκτῇτο.
{ΚΛ.} Κάλλιστ᾽ εἶπες.
{ΑΘ.} Πᾶς δὴ νοῦν ἔχων φοβεῖται καὶ τιμᾷ γονέων εὐχάς, εἰδὼς πολλοῖς καὶ πολλάκις ἐπιτελεῖς γενομένας· τούτων οὖν οὕτω φύσει διατεταγμένων, τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἕρμαιον πρόγονοι γηραιοί, ζῶντες μέχρι τῶν ἐσχάτων τοῦ βίου, καὶ ἀπιόντες νέοι σφόδρα ποθεινοί, τοῖς δὲ κακοῖς εὖ μάλα φοβεροί. πᾶς δὴ τιμάτω πάσαις τιμαῖς ταῖς ἐννόμοις τοὺς αὑτοῦ γεννήτορας τοῖς νῦν πεισθεὶς λόγοις·
[10] Βλ. Αισχύλος «Ικέτιδες, στ. 706 – 709»:
Supp 706 ` to Supp 709 {Χο.}
τὸ γὰρ τεκόντων σέβας
τρίτον τόδ᾽ ἐν θεσμίοις
Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου.
8. Ύβρις προς ικέτη στα Ομηρικάέπη
Μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση ύβρεως απέναντι σε ικέτη είναι και η περίπτωση των μνηστήρων της Ομηρικής Ελένης. Οι μνηστήρες διαπράττουν ύβρη απέναντι σε επαίτη, που είναι ικέτης τους για την ζωής του δια τροφή.
Πρώτη περίπτωση είναι ο Αντίνοος στην ραψωδία Ρ’ (στ. 415 – 504). Εκεί βλέπουμε τον Οδυσσέα να έρχεται στο παλάτι και να μπαίνει στην ομήγυρη των μνηστήρων ως επαίτης τροφής.
«οι άλλοι πάντες του έδιναν, και ανέπλησε το σακούλι
με σίτο και κρέατα. Και ταχειά έμελεν ο Οδυσσέας
πηγαίνοντας στο κατώφλι την προίκα να γευθεί των Αχαιών.
Στάθηκε κοντά στον Αντίνοο και του είπε :
“Δώσε μου, φίλε. Δεν μου φαίνεσαι ο κάκιστος των Αχαιών
πως είσαι, αλλά ο άριστος, γιατί με βασιλιά μοιάζεις.
Γι’ αυτό πρέπει να μου δώσεις περισσότερο από τους άλλους
σίτο. Και εγώ πάλι θα σε παινεύω στην άπειρη γη.
Γιατί και εγώ κάποτε σε οίκο μεταξύ ανθρώπων κατοικούσα
όλβιος, που ήταν πλούσιος και πολλάκις έδινα σε περιπλανώμενο
όποιος και αν ήταν και για όποια χρειά ήθελε έλθει.
Μου ήσαν και οι δούλοι μύριοι και άλλα πολλά
Με όσα καλοζωούν και πλούσιοι καλούνται.
Αλλά ο Κρονίδης Ζευς με κατέστρεψε – γιατί κάπου το ήθελε –
ο οποίος με περιπλανώμενους ληστές με παρακίνησε
στην Αίγυπτο να πάω, μακρινή οδό, για να απολεσθώ.
Και σταμάτησαν στον Αίγυπτο ποταμό τις αμφίκυρτες νήε.
Εκεί εγώ πρόσταξα τους αγαπημένους μου εταίρους
αυτού κοντά στις νήες να μείνουν και τις νήες να φυλάγουν,
και οπτήρες σε σκοπιές παρώτρυνα να πάνε.
Μα εκείνοι όλο αυθάδεια, ακολουθώντας το μένος τους,
στο άψε των Αιγυπτίων ανδρών τους περικαλλείς αγρούς
εξεπόρθησαν, και τις γυναίκες πήραν και τα νήπια τέκνα,
ενώ τους ίδιους απέκτειναν. Και ταχειά στην πόλη έφθασε η βοή.
Εκείνοι την βοή ακούοντας μόλις η αυγή εφάνη
Ήλθαν. Και επλήσθει το πεδίο όλον από πεζούς και ίππους
και από χαλκού αστραπή. Μα ο τερπικέραυνος Ζευς
φυγή κακή στους εταίρους μου έβαλε, και ουδείς άντεξε
να σταθεί ενάντια. Γιατί τα κακά από παντού τους περιέβαλαν.
Τότε πολλούς από εμάς σκότωσαν με οξύ χαλκό,
και άλλους πήραν ζωντανούς, σε αυτούς να εργάζονται αναγκαστικά.
Εμένα πάλι σε ένα ξένο στην Κύπρο έδωσαν που συνάντησαν,
Στον Δμήτορα Ιασίδη, που στην Κύπρο ισχυρά άνασσε.
Από εκεί τώρα εδώ έφθασα συμφορές πάσχων”.
Σε αυτό πάλι ο Αντίνοος απάντησε και μίλησε :
“Ποιος Θεός τούτο το πάθημα έστειλε, του τραπεζιού αηδία ;
Στάσου έτσι στην μέση, μακριά από το τραπέζι μου,
μήπως ταχειά στην πικρή Αίγυπτο και στην Κύπρο φθάσεις.
Γιατί είσαι ένας θρασύς και αναιδής επαίτης.
Στην σειρά σε όλους πηγαίνεις κοντά. Και αυτοί σου δίνουν
Ανοήτως, γιατί ούτε δισταγμό ουδέ έλεος
σαν τα αλλότρια χαρίζουν, αφού παρά πολλά σε έκαστον”.
Και αναχωρήσας του είπε ο πολυμήτις Οδυσσεύς:
“Πω πω, οι φρένες σου λοιπόν σαν την μορφή σου δεν ήσαν.
Εσύ από τον οίκο σου σε ζητιάνο ούτε αλάτι δεν θα έδινες,
που τώρα σα αλλότρια παρακαθήμενος δεν άντεξες
σίτο παίρνοντας να μου δώσεις. Από αυτά που πολλά βρίσκονται”.
Έτσι είπε, και του Αντίνοου χολώθηκε η καρδιά πιο πολύ,
και λοξοκοιτάζοντας έπη φτερωτά είπε :
“Τώρα καθόλου καλά από το μέγαρο νομίζω
ότι θα αποχωρήσεις, αφού ονειδιστικά μιλάς”.
Έτσι είπε, και το θρανίο πιάνοντας τον έβαλε στον δεξιό ώμο
στην άκρη κατά τα νώτα. Εκείνος όμως στάθηκε σαν πέτρα
έμπεδος, ούτε τον κλόνισε η βολή του Αντίνοου,
αλλά σιωπηλός κίνησε την κεφαλή, κακά βυσσοδομώντας.
Πίσω εκείνος στο κατώφλι πηγαίνοντας κάθισε, και κάτω το σακούλι
έθηκε το καλογεμισμένο, και στους μνηστήρες είπε :
“Ακούστε με, μνηστήρες της ξακουσμένης βασίλισσας,
να σας πω αυτά που η ψυχή στα στήθη με κελεύει.
Δεν υπάρχει βέβαια άγχος στις φρένες ούτε πένθος,
Όταν άνδρας για τα δικά του μαχόμενος αποκτήματα
βληθεί, ή για βόδια ή για λευκά πρόβατα.
Όμως εμέ ο Αντίνοος με έβαλε ένεκα της θλιβερής γαστέρας,
της ολέθριας, που πολλά κακά σε ανθρώπους δίδει.
Αλλά αν κάπου για τους πτωχούς Θεοί και Ερινύες υπάρχουν,
τον Αντίνοο προ του γάμου τέλος θανάτου τον εύρη”.
Σε αυτόν πάλιν ο Αντίνοος είπε, του Ευπείθου ο γιός :
“Τρώγε, ήσυχος ξένε, καθήμενος, ή πήγαινε αλλού,
μη σε σύρουν οι νέοι μέσα στα δώματα, τέτοια που αγορεύεις,
ή από το πόδι ή από το χέρι, και σε ξεγδάρουν παντού”.
Έτσι είπε, και οι πάντες υπερφιάλως θύμωσαν.
Και τούτο κάποιος είπε από τους υπερανδριζομένους νέους :
“Αντίνοε, δεν τα έβαλες καλά με τον δύστυχο αλήτη.
Καταραμένε, μπορείς και επουράνιος θεός να είναι.
Και οι θεοί με ξένους όμοιοι αλλοδαπούς,
από παντού ερχόμενοι, στρεφογυρίζουν στις πόλεις,
των ανθρώπων την ύβρη και την ευνομία εφορώντες”.
Έτσι είπα οι μνηστήρες, εκείνος όμως δεν πρόσεχε τα λόγια.
Και στου Τηλεμάχου την καρδιά μέγα πένθος έφθασε
για τον βλημένο, όμως δάκρυ χάμω δεν έβαλε από τα βλέφαρα,
αλλά σιγώντας κίνησε την κάρα, κακά βυσσοδομώντας.
Όταν λοιπόν άκουσε η φρόνιμη Πηνελόπη
για τον βλημένο στο μέγαρο, στις δούλες είπε :
“Είθε έτσι και σε τον ίδιο να βάλη ο κλυτότοξος Απόλλων”.
Σε αυτήν έπειτα η ταμίας Ευρυνόμη προσείπε :
“Ας ήταν οι κατάρες μας να τελεσφορούσαν.
Τότε κανένας από τούτους δεν θα έφθανε στην εύθρονον Ηώ”.
Σε αυτήν πάλι προσείπεν η φρόνιμη Πηνελόπη :
“Μάννα, εχθροί οι πάντες, αφού κακά μηχανεύονται.
Ο Αντίνοος μάλιστα με μελανή κήρα μοιάζει.
Κάποιος ξένος δυστυχής περιφέρεται στα δώματα
από άνδρες ζητιανεύοντας. Γιατί η φτώχεια τον παρακινεί.
Τότε οι άλλοι πάντες τον ενέπλησαν και του έδωσαν,
ενώ αυτός με θρανίο στα πρυμνά τον έβαλε στον δεξιό ώμο”.»[1]
Δεύτερη και τρίτη περίπτωση είναι η περίπτωση της Μελανθώς (υπηρέτρια του Οδυσσέως), στην ραψωδία Σ’ (στ. 284 – 339) και στην ραψωδία Τ’ (στ. 65-88), και του Ευρύμαχου στην Ραψωδία Σ’ (στ. 346 – 396). Στου προαναφερόμενου στίχους της Σ’ ραψωδίας ο Αντίνοος προτείνει οι μνηστήρες να φέρουν δώρα έκαστος στην Πηνελόπη και εκείνοι το δέχονται και το πράττουν. Μετά την δόση των δώρων :
«Εκείνη έπειτα ανέβαινε στο υπέρωον η θεία γυναίκα,
και συνάμα οι αμφίπολοι της έφερναν τα περικαλλή δώρα.
Και εκείνοι στον χορό και την ποθητή ωδή
αφού στράφηκαν τέρποντο, και έμεναν μέχρις η εσπέρα να έλθει.
Και ενώ αυτοί ετέρποντο η μελανή εσπέρα επήλθε.
Αμέσως λαμπτήρα τρείς έστησαν στα μέγαρα,
για να φωτίζουν. Και ξύλα κάγκανα έθηκαν γύρω,
ξερά από παλιά, κατάξερα, νεοκομμένα με χαλκό,
και δαδιά έσμιγαν. Και εναλλάξ τους έκαμαν να φωτίζουν
οι δούλες του καρτερικού Οδυσσέως. Σε εκείνες πάλι
είπε ο ίδιος ο διογενής πολυμήτις Οδυσσέας:
“υπηρέτριες του Οδυσσέως του επί μακρόν φευγάτου άνακτος,
να έρχεσθε προς τα δώματα, όπου η σεβαστή βασίλισσα,
κοντά της την ηλακάτη να στριφογυρίζετε, και να τέρπετε αυτήν
καθισμένες στο μέγαρο, ή έρια να στρίβετε με τα χέρια.
Εγώ πάλι σε τούτους πάντες φώς θα παρέχω.
Γιατί αν θέλουν την εύθρονον Ηώ να περιμένουν,
δεν θα με νικήσουν. Γιατί πολύ ανθεκτικός είμαι”.
Έτσι, είπε και αυτές γέλασαν, και αλληλοκοιτάζονταν.
Μα σε αυτόν αισχρά μίλησε η καλλιπάρειος Μελανθώ,
που την έτεκε ο Δολίος, και την φρόντισε η Πηνελόπη,
παίδα καθώς μεγάλωνε, και πρόθυμα τηνς έδινε αθύρματα.
Αλλά ουδέ έτσι πένθος είχε στις φρένες για την Πηνελόπη,
Αλλά αυτή με τον Ευρύμαχο έσμιγε και τον αγαπούσε.
Εκείνη στον Οδυσσέα ονειδιστικά είπε λόγια :
“Ξένε ταλαίπωρε, οι φρένες σου ανόητες είναι,
ουδέ θέλεις να κοιμηθείς σε χάλκινο δόμο ερχόμενος
ή κάπου σε λέσχη, αλλά εδώ πολλά αγορεύεις
[με θράσος ανάμεσα σε πολλούς άνδρες, ουδέ η ψυχή σου
φοβάται. Ε, οίνος βέβαια σου κατέχει τις φρένες, ή πάντα σου
τοιούτους είναι ο νους, αφού ανώφελα ομιλείς].
Μήπως παρεφρόνησες, επειδή τον Ίρον νίκησες τον αλήτη ;
Μήπως ταχειά άλλος καλλίτερος του Ίρου σου σηκωθεί,
Ο οποίος την κάρα σου κτυπώντας με στιβαρά χέρια
εκτός δώματος σε πέμψει γεμίζοντας σε αίμα πολύ”.
Και λοξοκοιτώντας την προσείπεν ο πολυμήτις :
”Ε, ταχειά στον Τηλέμαχο θα πω, σκύλα, αυτά που αγορεύεις,
εκεί πηγαίνοντας, για να σε κόψει αμέσως κομμάτια”.
Έτσι ως είπε με τα έπη του τις επτόησε τις γυναίκες.
Διέβησαν το δώμα, και λύθηκαν κάτω τα γόνατά εκάστης
από το φόβο. Γιατί νόμιζαν πως αληθινά μιλούσε.
Εκείνος πάλι κοντά στους φαεινούς λαμπτήρες που έκαιγαν
Στάθηκε εις πάντας ορώμενος. Αλλά όμως η καρδιά του
διαλογίζονταν στις φρένες του, που δεν έμειναν ατέλεστα.
Τους αγέρωχους μνηστήρες καθόλου δεν τους άφηνε η Αθηνά
από τον περίγελω να κρατηθούν τον θυμαλγή, ώστε ότι μάλλον
να εισδύσει το άγος στην καρδιά του Λαερτιάδου Οδυσσέως.
Και ανάμεσα τουςο Ευρύμαχος του Πολύβου ο παις άρχισε να αγορεύει
Πειράζοντας τον Οδυσσέα. Και γέλιο στους εταίρους προκάλεσε:
“Ακούστε με, μνηστήρες της ξακουστής βασίλισας,
να σας πω, αυτά που η καρδιά μου στα στήθη με κελεύει.
Όχι χωρίς θεού βοήθεια τούτος ο άνδρας στου Οδυσσέως τον δόμο
έφθασε. Ωστόσο μου φαίνεται το σέλας από τα δαδιά είναι σε αυτού
την κεφαλή – αφού ουδέ ελάχιστες οι τρίχες του”.
Είπε, και συνάμα προσείπε στον καστροπορθητή Οδυσσέα :
“Ξένε, θα ήθελες άραγε να θητεύσεις, αν σε έπερνα
σε αγρού εσχατία, και ο μισθός αρκετός να σου είναι,
αγκάθια για φράκτη συλλέγων και δένδρα μακρά φυτεύων ;
Εκεί εγώ σίτο ολοχρονής θασου παρείχα
και ρούχα για αμφίεση και για τα πόδια υποδήματα θα σου έδινα.
Αλλά επειδή έργα κακά έμαθες, δεν θα θελήσεις
έργο να κάμεις, αλλά να ζαρώνεις στον δήμο
βούλεσαι, για να βόσκης την αχόρταγη γαστέρα σου”.
Σε αυτόν απαντώντας προσείπε ο πολυμήτις Οδυσσέας :
“Ευρύμαχε, αν εμείς οι δυο ερίζαμε για τα έργα
Σε ώρα εαρινη, όταν οι ημέρες είναι μακρές,
στην πόα. Εγώ δρέπανο εύκαπτον αν είχα,
και εσύ τέτοιο είχες, για να δοκιμασθούμε στο έργο
νηστικοί μέχρι το πολύ σκότος, και πόα εκεί να υπάρχει.
Ή πάλι βόδια αν ελαύναμε, τα άριστα,
πυρόχρωμα μεγάλα, και τα δύο κεκορεσμένα πόας,
ομήλικα ισοδύναμα, το σθένος των οποίων ακατανίκητο,
σε γη τεσσάρων στρεμμάτων, και να σπάζουν οι σβώλοι στο άροτρο.
Τότε θα έβλεπες αυλάκια διηνεκήν να ανοίγω.
Ας πάλι σε πόλεμο κάπου ώρθονε ο Κρονίων
σήμερα, αν είχα ασπίδα και δύο δορατα
και περικεφαλαία πάγχαλκη, στους κροτάφους αρμοσμένη.
Τότε θα με έβλεπες με τους πρώτουςπρόμαχους να σμίγω
και ούτε την γαστέρα μου ονειδίζοντας θα αγόρευες.
Αλλά υβρίζει πολύ, και ο νους σου είναι απηνής.
Και κάπου νομίζεις ότι είσαι μέγας και κραταιός,
επειδή ασήμαντος και άνανδρους συναναστρέφεσαι.
Αν ο Οδυσσέας έλθει και φθάσει στην πατρική γη,
στο άψε τούτες οι θύρες, αν και είναι ευρείες,
καθώς θα φεύγεις θα στενεύεσαι από το πρόθυρο προς τα έξω”.
Έτσι είπε, και ο Ευρύμαχος χολώθηκε κατάκαρδα,
και λοξοκοιτάζοντας έπη φτερωτά προσείπε:
“Α δειλέ, ε, ταχειά θα σου τελέσω κακό, τέτοια που αγορεύεις
με θράσος ανάμεσα σε πολλούς άνδρες, ουδέ μέσα σου
φοβάσε. Ο οίνος βέβαια κατέχει τις φρένες σου, ή πάντα σου
τοιούτος ο νους είναι, πολύ ανώφελα μιλάς.
[ή τρελλάθηκες, επειδή τον Ίρο νίκησες τον αλήτη ;]”
Έτσι ως μίλησε σκαμνί έλαβε. Ο Οδυσσέας πάλι
προς του Αμφινόμου τα γόνατα κάθισε από το Δουλίχιο
τον Ευρύμαχο φοβούμενος. Και εκείνος τον οινοχόο έβαλε με το χέρι
το δεξί. Και η προχόη χάμω βόμβησε πεσούσα,
και εκείνος οιμώζοντας έπεσε υπτίος στις σκόνες.
Οι μνηστήρεςθορύβησαν στα σκιόεντα μέγαρα
και τούτο κάποιος είπε ιδών πλησίων του άλλου :
“Είθε ο ξένος περιπλανώμενος αλλού να είχε ολεσθεί
πριν έρθει. Τότε τόση ταραχή δεν θα προκαλούσε.
Και τώρα για πτωχούς ερίζουμ, ουδέ για δείπνο
το εσθλόν απολαμβάνουμε, αφού το χειρότερο νικά”.»[2]
Να και οι επίμαχοι στίχοι για την Μελανθώ :
«και τον Οδυσσέα προσέβαλλε η Μελανθώ δεύτερη φορά :
“Ξένε, ακόμη και τώρα έδω θα μας λυπήσεις την νύκτα
περιφερόμενος κατ’ οίκον, και θα ματιάζεις τις γυναίκες ;
Αλλά έξελθε στην θύρα, ταλαίπωρε, το δείπνονα χαρεις.
Ή ταχειά με δαυλό αφού βληθείς θα καθίσειςστην θύρα”.
Λοξοκοιτάζοντας την προσείπεν ο πολυμήτις Οδυσσέας:
“Δαιμόνια, τι μου έχεις τέτοιο θυμό ;
Επειδή είμαι ακάθαρτος, και κακά στο σώμα ρούχα φορώ,
και επαιτώ στον δήμο ; Γιατίη ανάγκη με επειγεί.
Τέτοια οι φτωχοί και περιφερόμενοι άνδρες είναι.
Γιατί και εγώ κάποτε οίκον ανάμεσα στους ανθρώπους κατοικούσα
Όλβιος πλούσιος, και πολλάκις έδωσα σε αλήτη
τέτοιον, όποιος και αν ήταν και για όποια χρειά ήθελε έλθει.
Ήσαν μου και δούλοι μύριοι και άλλα πολλά,
με αυτά που ευζωούν και πλούσιοι καλούνται.
Αλλά ο Ζεύς Κρονίων με κατέστρεψε. Γιατί έτσι ήθελε.
Γι’ αυτό μήποτεκαι συ, γυναίκα, πάσαν απολέσεις
αίγλη, αυτή που τώραμεταξύ των δούλων σε ξεχωρίζει,
μήπως η δέσποινα ωργισμένη σου θυμώσει,
ή ο Οδυσσέας έλθει. Γιατί ακόμα υπάρχει ελπίδα.
Αν όμως εκείνος απωλεθεί και δεν νοστήσει πίσω,
ηδη είναι ο παις του με τον Απόλλωνα όμοιος,
η Τηλέμαχος. Από αυτόν καμμία στα μέγαρα γυναίκα
δεν θα διαλάθει ατασθαλλούσα, αφού μικρός πια δεν είναι”.
Έτσι είπε, και τον άκουσε η φρόνιμη Πηνελόπη,
την αμφίπολον επέπληξε, και της είπε ονομάζοντάς την :
“ Πάντως, θρασειά, σκύλα αναδή, δεν μου διαλάθεις
πράττοντας μέγα έργο, που με την κεφαλή σου θα αποπλύνεις.
Γιατί τα πάντα καλά γνωρίζεις, αφού από μένα άκουσες την ίδια,
πως τον ξένο έμελλε στα μέγαρά μου
για τον άνδρα μου να ρωτήσω, αφού πυκνά στεναχωριέμαι.”»[3]
Τέταρτη περίπτωση είναι η περίπτωση του Μελάνθιου, ποιμένα αιγών (ραψωδία Υ’. στ. 172-184). Στους εν λόγω στίχους συναντιέται ο Εύμαιος, ο συβώτης του Οδυσσέα, και του λέει :
«”Ξένε, καλλίτερα σε κοιτάζουν τώρα οι Αχαιοί,
η σε ατιμάζουν στ μέγαρο, όπως και πρώτα ;»
Σε αυτόν απαντώντας προσείπεν ο πολυμήτις Οδυσέας:
“Είθε, Έυμαιε, οι Θεοί να ξεπληρώσουν την προσβολή
που ετούτοι εδώ υβρίζοντες ατάσθαλα μηχανεύονται
σε αλλότριο οίκο, ουδέ ίχνος αιδούς έχουν”.
Έτσι εκείνοι τέτοια προς αλλήλους αγόρευαν,
και κοντά τους ήλθε ο Μελάνθιος, αιπόλος αιγών,
αίγας οδηγώντας που όλες διέπρεπαν στα κοπάδια,
δείπνο για τους μνηστήρες, και δυο του έποντο νομείς.
Και τις κατέδεσε κάτω από την βαρύγδουπη αίθουσα,
κι αυτός στον Οδυσσέα μίλησε περιπαικτικά :
“Ξένε, ακόμη και τώρα εδώ θα στεναχωρείς στο δώμα
από άνδρες ζητιανεύοντας, και θα βγεις έξω ;
Νομίζω πάντως πως οι δυο μας δεν θα χωρίσουμε
πριν τα χέρια μας γευθείς, επειδή εσύ άκοσμα
ζητιανεύεις. Υπάρχουν και άλλα τραπέζια στους Αχαιούς”.
Έτσι είπε, και δεν απάντησε ο πολυμήτις Οδυσσέας,
αλλά σιωπώντας κίνησε την κάρα, κακά βυσσοδομώντας.»[4]
Μάλιστα όσο αφορά τον χαμό των μνηστήρων ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη ομονοούν.
Ο μεν Οδυσσέας λέγει πως :
«Αυτούς η μοίρα δάμασε των Θεών και τα φρικτά έργα.
Γιατί κανένα δεν λογάριαζαν από τους επιχθόνιους ανθρώπους,
ούτε κακόν ούτε εσθλόν, όποιος κοντά τους ερχόταν.
Και για τις ατασθαλίες τους απρεπή θάνατο βρήκαν»[5]
Ενώ η Πηνελόπη :
«κάποιος εκ των αθανάτων επέκτεινε τους ένδοξους μνηστήρες,
Από την αλγεινή ύβρη οργισθείς και τα κακά έργα.
Γιατί κανέναν δεν εκτιμούσαν από τους επιχθόνιους ανθρώπους,
ούτε κακόν ουδέ εσθλόν, όποιος σε αυτούς έφτανε.
Για αυτό από τις ατασθαλίες τους έπαθαν κακό.»[6]
Μάλιστα πριν την μνηστηροφονία – ραψ. Υ’, στ. 345-370 – συμβαίνει το εξής ένας γεγονός με τον μάντη Θεοκλύμενο, τον γιο του Πολυφείδη και δισέγγονο του Μελάμποδα.:
«Έτσι είπε ο Τηλέμαχος και στους Μνηστήρες η Παλλάς Αθηνά
άσβεστο γέλιο όρθωσε, και παραπλάνησε την σκέψη.
Και εκείνοι γελούσαν με παραμορφωμένα σαγόνια,
Αιμόφυρτα από τα κρέατα που έτρωγαν. Και τα μάτια τους
από δάκρυα γέμιζαν, και τον γόο επιθυμούσαν.
Και ανάμεσά τους ματαείπε ο θεοειδής Θεοκλύμενος :
“Α δειλοί, από τι κακό πάσχετε ; Η νύκτα
σκέπασε κεφαλές και πρόσωπα και κάτω τα γόνατα,
και οιμωγή ακούγεται, δακρυσμένες και οι παρείες,
και με αίμα ραντισμένοι οι τοίχοι και τα καλά μεσοδόκια.
Και από είδωλα γεμάτο το πρόθυρο, γεμάτη και η αυλή,
καθώς τραβούν στο έρεβος υπό τον ζόφο. Ο δε ήλιος
από τον ουρανό απωλέσθη, και απλώθηκε κακή άχλυ”.
Έτσι είπε, και εκείνοι πάντες ηδονικά με αυτά γέλασαν.
Και ανάμεσά τους ο Ευρύμαχος του Πολύβου ο παίς άρχισε να αγορεύει:
“Αφρονεί ο ξένος από αλλού νεολθών.
Αλλά στο άψε, νέοι, από τον δόμο να εκπέμψετε έξω
στην αγορά να πάει, αφού ετούτα σκοτεινά του φαίνονται”.
Σε αυτόν πάλι προείπε ο θεοειδής Θεοκλύμενος :
“Ευρύμαχε, δε σε πρόσταξα πομπή να μου δώσεις.
Έχω οφθαλμούς και ώτα και πόδες δύο
και νου στα στήθη συγκροτημένο, καθόλου απρεπή.
Με αυτά θα βγω έξω, επειδή νοώ ότι κακό
σας έρχεται, που κανείς δεν θα αποφύγει ουδέ θα γλυτώσει
από τους μνηστήρες, όσοι στα δώματα του ισόθεου Οδυσσσέως
άνδρες υβρίζοντες ατάσθαλα μηχανεύεσθε”.»[7]
[1] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Ρ’, στ. 411 – 504» :
Od 17.411 ` to Od 17.504 οἱ δ᾽ ἄλλοι πάντες δίδοσαν, πλῆσαν δ᾽ ἄρα πήρην
σίτου καὶ κρειῶν. τάχα δὴ καὶ μέλλεν Ὀδυσσεὺς
αὖτις ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν προικὸς γεύσασθαι Ἀχαιῶν·
στῆ δὲ παρ᾽ Ἀντίνοον καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«δός, φίλος· οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν
ἔμμεναι, ἀλλ᾽ ὤριστος, ἐπεὶ βασιλῆϊ ἔοικας.
τῶ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι
σίτου· ἐγὼ δέ κέ σε κλείω κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλά,
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων· —ἤθελε γάρ που· —
ὅς μ᾽ ἅμα ληϊστῆρσι πολυπλάγκτοισιν ἀνῆκεν
Αἴγυπτόνδ᾽ ἰέναι, δολιχὴν ὁδόν, ὄφρ᾽ ἀπολοίμην.
στῆσα δ᾽ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.
ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆας ἔρυσθαι,
ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι.
οἱ δ᾽ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ,
αἶψα μάλ᾽ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς
πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα
αὐτούς τ᾽ ἔκτεινον· τάχα δ᾽ ἐς πόλιν ἵκετ᾽ ἀϋτή.
οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἅμ᾽ ἠόϊ φαινομένηφι
ἦλθον· πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων
χαλκοῦ τε στεροπῆς. ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος
φύζαν ἐμοῖσ᾽ ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη
στῆναι ἐναντίβιον· περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη.
ἔνθ᾽ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
τοὺς δ᾽ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔμ᾽ ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι,
Δμήτορι Ἰασίδῃ, ὃς Κύπρου ἶφι ἄνασσεν.
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾽ ἵκω πήματα πάσχων.»
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην;
στῆθ᾽ οὕτως ἐς μέσσον, ἐμῆς ἀπάνευθε τραπέζης,
μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἴδηαι·
ὥς τις θαρσαλέος καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης.
ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι· οἱ δὲ διδοῦσι
μαψιδίως, ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ᾽ ἐλεητὺς
ἀλλοτρίων χαρίσασθαι, ἐπεὶ πάρα πολλὰ ἑκάστῳ.»
τὸν δ᾽ ἀναχωρήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, οὐκ ἄρα σοί γ᾽ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν.
οὐ σύ γ᾽ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα δοίης,
ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης
σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι· τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν.»
ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίνοος δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«νῦν δή σ᾽ οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιο ὀΐω
ἂψ ἀναχωρήσειν, ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις.»
ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν βάλε δεξιὸν ὦμον
πρυμνότατον κατὰ νῶτον. ὁ δ᾽ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη
ἔμπεδον, οὐδ᾽ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ἀντινόοιο,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
ἂψ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, κὰδ δ᾽ ἄρα πήρην
θῆκεν ἐϋπλείην, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπε·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
οὐ μὰν οὔτ᾽ ἄχος ἐστὶ μετὰ φρεσὶν οὔτε τι πένθος,
ὁππότ᾽ ἀνὴρ περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι
βλήεται ἢ περὶ βουσὶν ἢ ἀργεννῇσ᾽ ὀΐεσσιν·
αὐτὰρ ἔμ᾽ Ἀντίνοος βάλε γαστέρος εἵνεκα λυγρῆς,
οὐλομένης, ἣ πολλὰ κάκ᾽ ἀνθρώποισι δίδωσιν.
ἀλλ᾽ εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ καὶ ἐρινύες εἰσίν,
Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη.»
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ἔσθι᾽ ἕκηλος, ξεῖνε, καθήμενος, ἢ ἄπιθ᾽ ἄλλῃ,
μή σε νέοι διὰ δώματ᾽ ἐρύσσωσ᾽, οἷ᾽ ἀγορεύεις,
ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός, ἀποδρύψωσι δὲ πάντα.»
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν κάλ᾽ ἔβαλες δύστηνον ἀλήτην.
οὐλόμεν᾽, εἰ δή πού τις ἐπουράνιος θεός ἐστι·
καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσι,
παντοῖοι τελέθοντες, ἐπιστρωφῶσι πόληας,
ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες.»
ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες, ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.
Τηλέμαχος δ᾽ ἐν μὲν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε
βλημένου, οὐδ᾽ ἄρα δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
τοῦ δ᾽ ὡς οὖν ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια
βλημένου ἐν μεγάρῳ, μετ᾽ ἄρα δμῳῇσιν ἔειπεν·
«αἴθ᾽ οὕτως αὐτόν σε βάλοι κλυτότοξος Ἀπόλλων.»
τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρυνόμη ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«εἰ γὰρ ἐπ᾽ ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο·
οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐΰθρονον Ἠῶ ἵκοιτο.»
τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«μαῖ᾽, ἐχθροὶ μὲν πάντες, ἐπεὶ κακὰ μηχανόωνται·
Ἀντίνοος δὲ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικε.
ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἐνέπλησάν τ᾽ ἔδοσάν τε,
οὗτος δὲ θρήνυι πρυμνὸν βάλε δεξιὸν ὦμον.»
[2] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Σ’, στ. 302 – 404» :
Od 18.302 ` to Od 18.404 ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν,
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι ἔφερον περικαλλέα δῶρα·
οἱ δ᾽ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν
τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.
τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθεν·
αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν,
ὄφρα φαείνοιεν· περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν,
αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ,
καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος. αὐτὰρ ὁ τῇσιν
αὐτὸς διογενὴς μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δμῳαὶ Ὀδυσσῆος, δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾽, ἵν᾽ αἰδοίη βασίλεια·
τῇ δὲ παρ᾽ ἠλάκατα στροφαλίζετε, τέρπετε δ᾽ αὐτὴν
ἥμεναι ἐν μεγάρῳ, ἢ εἴρια πείκετε χερσίν·
αὐτὰρ ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω.
εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλωσιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνειν,
οὔ τί με νικήσουσι· πολυτλήμων δὲ μάλ᾽ εἰμί.»
ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο.
τὸν δ᾽ αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,
τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,
παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ᾽ ἄρ᾽ ἀθύρματα θυμῷ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν.
ἥ ῥ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐνένιπεν ὀνειδείοισ᾽ ἐπέεσσι·
«ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,
οὐδ᾽ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν
ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ᾽ ἐνθάδε πόλλ᾽ ἀγορεύεις
θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;
μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,
ὅς τίς σ᾽ ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι
δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ.»
τὴν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ᾽ ἀγορεύεις,
κεῖσ᾽ ἐλθών, ἵνα σ᾽ αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»
ὣς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας.
βὰν δ᾽ ἴμεναι διὰ δῶμα, λύθεν δ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστης
ταρβοσύνῃ· φὰν γάρ μιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
αὐτὰρ ὁ πὰρ λαμπτῆρσι φαείνων αἰθομένοισιν
ἑστήκειν ἐς πάντας ὁρώμενος· ἄλλα δέ οἱ κῆρ
ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, ἅ ῥ᾽ οὐκ ἀτέλεστα γένοντο.
μνηστῆρας δ᾽ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾽ ἀγορεύειν
κερτομέων Ὀδυσῆα· γέλω δ᾽ ἑτάροισιν ἔτευχε·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω, τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει·
ἔμπης μοι δοκέει δαΐδων σέλας ἔμμεναι αὐτοῦ
κὰκ κεφαλῆς, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι τρίχες οὐδ᾽ ἠβαιαί.»
ἦ ῥ᾽, ἅμα τε προσέειπεν Ὀδυσσῆα πτολίπορθον·
«ξεῖν᾽, ἦ ἄρ κ᾽ ἐθέλοις θητευέμεν, εἴ σ᾽ ἀνελοίμην,
ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῆς, —μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται, —
αἱμασιάς τε λέγων καὶ δένδρεα μακρὰ φυτεύων;
ἔνθα κ᾽ ἐγὼ σῖτον μὲν ἐπηετανὸν παρέχοιμι,
εἵματα δ᾽ ἀμφιέσαιμι ποσίν θ᾽ ὑποδήματα δοίην.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾽ ἔμμαθες, οὐκ ἐθελήσεις
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσειν κατὰ δῆμον
βούλεαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ᾽ ἄναλτον.»
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Εὐρύμαχ᾽, εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾽ ἤματα μακρὰ πέλονται,
ἐν ποίῃ, δρέπανον μὲν ἐγὼν εὐκαμπὲς ἔχοιμι,
καὶ δὲ σὺ τοῖον ἔχοις, ἵνα πειρησαίμεθα ἔργου
νήστιες ἄχρι μάλα κνέφαος, ποίη δὲ παρείη·
εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι,
αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης,
ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
τετράγυον δ᾽ εἴη, εἴκοι δ᾽ ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ·
τῶ κέ μ᾽ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην.
εἰ δ᾽ αὖ καὶ πόλεμόν ποθεν ὁρμήσειε Κρονίων
σήμερον, αὐτὰρ ἐμοὶ σάκος εἴη καὶ δύο δοῦρε
καὶ κυνέη πάγχαλκος ἐπὶ κροτάφοισ᾽ ἀραρυῖα,
τῶ κέ μ᾽ ἴδοις πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα,
οὐδ᾽ ἄν μοι τὴν γαστέρ᾽ ὀνειδίζων ἀγορεύοις.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὑβρίζεις καί τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής·
καί πού τις δοκέεις μέγας ἔμμεναι ἠδὲ κραταιός,
οὕνεκα πὰρ παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖς.
εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
αἶψά κέ τοι τὰ θύρετρα, καὶ εὐρέα περ μάλ᾽ ἐόντα,
φεύγοντι στείνοιτο διὲκ προθύροιο θύραζε.»
ὣς ἔφατ᾽, Εὐρύμαχος δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἆ δείλ᾽, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾽ ἀγορεύεις
θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
[ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;»]
ὣς ἄρα φωνήσας σφέλας ἔλλαβεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
Ἀμφινόμου πρὸς γοῦνα καθέζετο Δουλιχιῆος,
Εὐρύμαχον δείσας. ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οἰνοχόον βάλε χεῖρα
δεξιτερήν· πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οἰμώξας πέσεν ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«αἴθ᾽ ὤφελλ᾽ ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ᾽ ὀλέσθαι
πρὶν ἐλθεῖν· τῶ κ᾽ οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε.
νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι δαιτὸς
ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»
[3] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Τ’, στ. 65 – 95» :
Od 19.65 ` to Od 19.95 ἡ δ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐνένιπε Μελανθὼ δεύτερον αὖτις·
«ξεῖν᾽, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾽ ἀνιήσεις διὰ νύκτα
δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας;
ἀλλ᾽ ἔξελθε θύραζε, τάλαν, καὶ δαιτὸς ὄνησο·
ἢ τάχα καὶ δαλῷ βεβλημένος εἶσθα θύραζε.»
τὴν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δαιμονίη, τί μοι ὧδ᾽ ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;
ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι,
πτωχεύω δ᾽ ἀνὰ δῆμον; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει.
τοιοῦτοι πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ἔασι.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλά,
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων· ἤθελε γάρ που.
τῶ νῦν μή ποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς
ἀγλαΐην, τῇ νῦν γε μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι,
ἤν πώς τοι δέσποινα κοτεσσαμένη χαλεπήνῃ
ἢ Ὀδυσεὺς ἔλθῃ· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα.
εἰ δ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν,
ἀλλ᾽ ἤδη παῖς τοῖος Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,
Τηλέμαχος· τὸν δ᾽ οὔ τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
λήθει ἀτασθάλλουσ᾽, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐστίν.»
ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια,
ἀμφίπολον δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«πάντως, θαρσαλέη, κύον ἀδδεές, οὔ τί με λήθεις
ἕρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις.
πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ᾽, ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς,
ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι, ἐπεὶ πυκινῶς ἀκάχημαι.»
[4] Όμηρος «Οδύσσεια, Υ’, στ. 166 – 184» :
Od 20.166 ` to Od 20.184 «ξεῖν᾽, ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν,
ἦέ σ᾽ ἀτιμάζουσι κατὰ μέγαρ᾽ ὡς τὸ πάρος περ;»
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«αἲ γὰρ δή, Εὔμαιε, θεοὶ τεισαίατο λώβην,
ἣν οἵδ᾽ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ, οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
αἶγας ἄγων, αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες.
καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι·
«ξεῖν᾽, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾽ ἀνιήσεις κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων, ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε;
πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρινέεσθαι ὀΐω
πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, ἐπεὶ σύ περ οὐ κατὰ κόσμον
αἰτίζεις· εἰσὶν δὲ καὶ ἄλλοθι δαῖτες Ἀχαιῶν.»
ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
[5] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Χ’, στ. 413 – 416» :
Od 22.413 ` to Od 22.416 τούσδε δὲ μοῖρ᾽ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα·
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτίς σφεας εἰσαφίκοιτο·
τῶ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
[6] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Ψ’, στ. 63 – 66» :
Od 23.63 ` to Od 23.66 ἀλλά τις ἀθανάτων κτεῖνε μνηστῆρας ἀγαυούς,
ὕβριν ἀγασσάμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα.
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτίς σφεας εἰσαφίκοιτο·
[7] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, Y’, στ. 345 – 370» :
Od 20.345 ` to Od 20.370 ὣς φάτο Τηλέμαχος· μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
ἄσβεστον γέλω ὦρσε, παρέπλαγξεν δὲ νόημα.
οἱ δ᾽ ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν,
αἱμοφόρυκτα δὲ δὴ κρέα ἤσθιον· ὄσσε δ᾽ ἄρα σφέων
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾽ ὠΐετο θυμός.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«ἆ δειλοί, τί κακὸν τόδε πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων
εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα,
οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
αἵματι δ᾽ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι·
εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή,
ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον· ἠέλιος
δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾽ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾽ ἀγορεύειν·
«ἀφραίνει ξεῖνος νέον ἄλλοθεν εἰληλουθώς.
ἀλλά μιν αἶψα, νέοι, δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε
εἰς ἀγορὴν ἔρχεσθαι, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐΐσκει.»
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«Εὐρύμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἄνωγα ἐμοὶ πομπῆας ὀπάζειν.
εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα καὶ πόδες ἄμφω
καὶ νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος, οὐδὲν ἀεικής·
τοῖσ᾽ ἔξειμι θύραζε, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν
ἐρχόμενον, τό κεν οὔ τις ὑπεκφύγοι οὐδ᾽ ἀλέαιτο
μνηστήρων, οἳ δῶμα κατ᾽ ἀντιθέου Ὀδυσῆος
ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε.»
9. Καθαρμοί
Η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει η μνηστήρες πέραν του γεγονότος ότι τους τύφλωσε τον νου η Αθηνά, σηματοδοτεί την παρουσία και της Άτης. Άλλωστε κατά πως λέγει ο Όμηρος στην Ιλιάδα:
«Η σεβάσμια του Διός θυγατέρα Άτη, που τους πάντες τυφλώνει,
η ουλομένη. Απαλά τα πόδια της. Γιατί ούτε την γη
αγγίζει, αλλά στων ανδρών τις κάρες βαίνει
βλάπτουσα ανθρώπους. Και πεδικλώνει έναν στους δύο.»[1]
Βέβαια άμα την μνηστηροφονία ο Οδυσσέας κάνει καθαρμούς, λέγει προς την τροφό του Ευρύκλεια :
«”Φέρε θειάφι, γριά, των κακών γιατρικό, φέρε μου και πυρ,
να θειαφίσω το μέγαρο. Και συ στην Πηνελόπη
να έλθει εδώ πες της με τις αμφιπόλους γυναίκες,
και παρότρυνε όλες τις δούλες στο δώμα να έλθουν”.
Σε αυτόν πάλι προσείπεν η προσφιλής τροφός Ευρύκλεια :
“Ναι λοιπόν αυτά, τέκνον μου, κατά το πρέπον είπες.
Αλλά μπρός χλαίνη και χιτώνα και ρούνα να φέρω
μηδέ έτσι με ράκη να σκεπάζεις τους ευρείς ώμους
και να στέκεσαι στο μέγαρον. Άπρεπο θα ήταν”.
Σε αυτήν απαντώντας προσείπε ο πολυμήτις Οδυσσέας :
“Πυρ, πρωτίστως τώρα στα μέγαρα να ανάψεις”.
Έτσι είπε, και δεν απείθησε η προσφιλής τροφός Ευρύκλεια,
και έφερε πυρ και θειάφι. Και ο Οδυσσέας
θειάφισε καλά μέγαρο και δώμα και αυλή.»[2]
Παρόμοια πράττει και Ιφιγένεια ως Ιέρεια της Αρτέμιδος στην Ταυρίδα, όταν έφτασε εκεί ο Ορέστης ο αδελφός της, για τον οποίο παρότι δεν τον γνώριζε ήξερε ότι είχε σκοτώσει την μητέρα του. Να πως περιγράφει το γεγονός ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ιφιγένεια εν Ταύροις» :
«Θόας: Τι κάνουμε λοιπόν με αυτούς τους ξένους ;
Ιφιγένεια : Αναγκαίο να σεβασθούμε τον νόμο που ισχύει.
ΘΟ.: Δεν βάζει επί το έργο χάρνιβες[3] και το ψήφος σου ;
ΙΦ.: Με αγνούς καθαρμούς θα τους πλύνω πρώτα.
ΘΟ.: Με πηγαίο ύδωρ ή θαλάσσια δροσιά ;
ΙΦ.: Η θάλασσα καθαρίζει όλα τα ανθρώπινα κακά.
ΘΟ.: Έτσι θα πέσουν για την Θεά με τον οσιότερο τρόπο.
ΙΦ.: Και για μένα βέβαια έτσι θα είναι καλύτερα.
ΘΟ.: Δεν ξεσπούν τα κύματα μέχρι τον ναό ;
ΙΦ.: Ερημία απαιτείτε. Και άλλα θα δράσουμε.
ΘΟ.: Πήγαινε όπου θες. Δεν φιλώ τα άρρητα να ορώ.
ΙΦ.: Πρέπει να εξαγνίσω το της Θεού βρέτας[4].
ΘΟ.: Βέβαια, αν κάποια μητροκτόνος κηλίδα το άγγιξε.
ΙΦ.: Είναι μολυσμένο, αλλιώς ποτέ δεν θα σήκωνα από το βάθρο του.
ΘΟ.: Δίκαια η ευσέβειά και η πρόνοια σου. Πολύ σωστά η χώρα ολόκληρη σε θαυμάζει.
ΙΦ.: Ξέρεις λοιπόν τι πρέπει να γίνει τώρα ;
ΘΟ.: Εσύ πρέπει να μου πεις.
ΙΦ.: Δέσε τους ξένους.
ΘΟ.: Προς που μπορούν να φύγουν ;
ΙΦ.: Δεν έχουν πίστη οι Έλληνες.
ΘΟ.: Πηγαίνετε και δέστε τους.
ΙΦ.: Και να τους φέρουν εδώ τους ξένους.
ΘΟ.: ναι, ναι.
ΙΦ.: Και να τους σκεπάσουν το κεφάλι με πέπλους.
ΘΟ.: Για να τους κρύψουν από του ήλιου τις αχτίδες.
ΙΦ.: Και δώσε μου εμένα μερικούς ανθρώπους σου.
ΘΟ.: Αυτοί εδώ θα σε ακολουθήσουν.
ΙΦ.: Στείλε και στην πόλη ένα για να παραγγείλει…
ΘΟ.: Τι πράγμα ;
ΙΦ.: Όλοι στους οίκους του να μείνουν.
ΘΟ. : Για να μην συναντήσουν τον φόνο.
ΙΦ.: Κάτι τέτοια συναπαντήματα είναι μυσαρά.
ΘΟ.: Πήγαινε και σήμανε το.
ΙΦ.: Κανείς να μην πλησιάσει να δει.
ΘΟ.: Ορθά κηδεύεις(φροντίζεις) την πόλη.
ΙΦ.: Και για όλους τους φίλους μου.
ΘΟ.: Αυτό το είπες για εμένα.
ΙΦ.: Και εσύ μείνε εδώ μπροστά στον ναό της θεάς.
ΘΟ.: Τι να κάνω ;
ΙΦ.: Εξάγνισε το μέλαθρον με πυρσό.
ΘΟ.: Για να τον βρεις όταν έρθεις καθαρό.
ΙΦ.: Κι όταν βγαίνουν έξω οι ξένοι,
ΘΟ.: Τι πρέπει να κάνω εγώ ;
ΙΦ.: Σκέπασε τα όμματα σου με τα πέπλα.
ΘΟ.: Για να μην μολυνθώ.
ΙΦ.: Και αν σου φαίνεται πως αργώ πολύ,
ΘΟ.: Ως πότε πρέπει να περιμένω ;
ΙΦ.: Καθόλου να μην παραξενευτείς.
ΘΟ.: Τα της Θεού πράξε σχολαστικά.
ΙΦ.: Αυτός ο καθαρμός μακάρι να πετύχει όπως θέλω.
ΘΟ.: Συνεύχομαι.
ΙΦ.: Βλέπω λοιπόν αυτούς εδώ τους ξένους να βγαίνουν από τα δώματα. Να και οι κόσμοι της Θεάς και τα νεογνά αρνιά, για να εκνίψω με φόνο τον μυσαρό φόνο. Να το σέλας των λαμπάδων κι όλα τα άλλα που όρισα για τα καθάρσια των ξένων και της Θεού. Προστάζω τους πολίτες να σταθούν μακριά από το μίασμα. Αν κάποιος εκ των πυλωρός των ναών θέλει να έχει αγνά τα χέρια του, ή αν κάποιος πηγαίνει για να συνάψει γάμο ή αν είναι κάποια γυναίκα έγκυος, φύγετε μακριά, μην εύρη κάποιον τούτο το μόλυσμα. Ω Διός και Λητούς άνασσα παρθένα, αν νίψω τον φόνο και θυσιάσω όπου πρέπει, θα κατοικείς σε καθαρό δόμο κι εμείς θα ζούμε ευτυχείς. Όλα τα άλλα, αν και δεν τα λέω, τα σημαίνω, και σε σένα, Θεά, και στους Θεούς που γνωρίζουν περισσότερα από όσα λέω.»[5]
Βλέπουμε ότι ως ιέρεια της Αρτέμιδος η Ιφιγένεια προστάζει τον βασιλιά της Ταυρικής Θόα και των δήμο του να μην αντικρίσει τον μητροκτόνο σκεπάζοντας τα όμματα τους για να μην πέσει πάνω τους μίασμα. Επίσης τελεί καθαρμό με θαλασσινό ύδωρ και αναμμένη δάδα στον ναό και στην πόλη.
Απόλυτα λογικό βέβαια, διότι :
«όπως λέγει ο Πλάτων στον “Τίμαιο”, οι Θεοί κάθαίρουσιν το σύμπαν είτε δια του πυρός είτε δια του ύδατος, πράγματα που μιμούνται και οι μάντεις. Γι’ αυτό και οι θεουργίες δίνουν εντολή στους “κλήτορες” και τους “δοχείς” να κάνουν με τους τρόπους αυτούς τους καθαρμούς τους, και όχι μόνον από τους μάντεις αλλά και από τους τελεστές, καταργώντας κάθε αλλότριο στοιχείο. Και οι πολύμορφες καθαρμών ανάγονται στην μια και μόνη του Απόλλωνα. Διότι σε όλες τις περιπτώσεις ο Απόλλων είναι ενωτικός του πλήθους και συνάγωγος σε ένα, και όλους τους τρόπους της κάθαρσης ενοειδώς τους παρέλαβε, αποκαθαίροντας τον σύνολο ουρανό, την γένεσιν και όλες τις εγκόσμιες ζωές και επιμέρους ψυχές χωρίζοντάς τες εκ των παχυσμάτων της ύλης. Για τούτο και ο θεουργός ο της τελετής του καθηγούμενος αρχίζει από τις καθάρσεις και τα ραντίσματα. “Κι ο ίδιος, ο πρώτιστος Ιερεύς, των έργων του πυρός ο κυβερνήτης, να ραίνει με τον παγερό το κύμα του πολυθόρυβου θαλασσόνερου ”, όπως λέει ο χρησμός για αυτόν.» [6]
Μάλιστα ο Πλάτων στον «Τίμαιο» λέγει ότι :
«Όταν, πάλι οι θεοί την γη καθαίρονται δια του ύδατος, οι βουκόλοι και οι νομείς πάνω στα όροι σώζονται, ενώ όσοι ζουν στις πόλεις σας παρασύρονται από τα ποτάμια προς την θάλασσα.»[7]
Σχολιάζοντας ο Πρόκλος το εν λόγω χωρίο λέγει ότι :
«άλλος καθαρμός γίνεται με το ύδωρ και άλλος με το πυρ, και παντού η καθαρότητα δίνεται στα κατώτερα εκ των ανώτερων, γι’ αυτό και στον Ορφέα ο Ζεύς κομίζει τα καθαρτήρια εκ της Κρήτης. Γιατί οι Θεολόγοι συνηθίζουν να τοποθετούν την Κρήτη στη θέση του νοητού. Και το υλικό αίτιο το ανήγαγε στην ορμή του ύδατος. Γιατί καθένα από αυτά τα στοιχεία, το πυρ και το ύδωρ, δεν δρα εσκεμμένα, όταν κινείται με ορμή. Πρέπει, λοιπόν, να προϋπάρχει κάτι που χρησιμοποιεί ορθά και που δρα για το αγαθό, για κάτι το οποίο το κείμενο σωστά το απέδωσε στους θεούς. Αν, λοιπόν υπάρχουν κάποιοι καθαρμοί και στο σύμπαν, είναι ασφαλώς επικεφαλής και αυτών των καθαρμών οι καθαρτήρες που πριν από τα μερικά δρουν στα καθολικά. Υπάρχουν επίσης και θείες τελετές όπου Θεοί τελούν και άλλοι τελούνται, και ποτέ αυτά δεν λείπουν από το σύμπαν. Αυτό λοιπόν γνωρίζει και ο Αιγύπτιος ιερέας και ονόμασε τις καταστροφές μέσω του πυρός και του ύδατος με την ιερατική λέξη “καθαρμοί” και όχι με την λήξη “καταστροφές”, όπως θα έλεγε αν μιλούσε μόνο ως φυσικός.»[8]
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι εκ των Θεών στην υποσελήνια περιοχή καθαρμοί ταυτίζονται με φυσικά φαινόμενα που στα όμματα των ανίδεων περί αυτά τα θέματα ανθρώπων φαντάζουν με φυσικές καταστροφές. Δηλαδή πάρα πολλές φορές τα φυσικά φαινόμενα που οι ανίδεοι με αυτά τα θέματα άνθρωποι ονομάζουν «καταστροφές» εκ των άνωθεν, δια ουράνιων μεταβολών, ή οι μεγάλες πλημύρες και σεισμοί, δεν είναι φυσικές καταστροφές αλλά καθαρμοί δια του πυρός ή δια του ύδατος αντίστοιχα.
Μια ακόμη περίπτωση καθαρμού με νερό είναι ο καθαρμός των Προιτίδων που παραφρόνησαν με παρέμβαση της Ήρας, του Διόνυσου ή της Αθηνάς, λέγει σχετικά ο Παυσανίας :
«Πάνω από τη Νώνακρη υψώνονται τα Αροάνια όρη. Εκεί υπάρχει σπηλιά, όπου λένε ότι κατέφυγαν οι κόρες του Προίτου όταν τις κατέλαβε μανία. Αυτές με απόρητες θυσίες και καθαρμούς τις έφερε ο Μελάμπους στο μέρος που λέγεται Λούσοι.[… …] Ο Μελάμπους λοιπόν έφερε τις κόρες του Προίτου στους Λουσούς[9] και τις θεράπευσε από τη μανία στο ιερό τις Άρτεμης και από τότε οι κάτοικοι του Κλείτορα ονομάζουν την Άρτεμη Ημερασία»[10]. Ή ρίχνοντας βότανα στην πηγή όπου αυτές πήγαν να πιουν νερό.[11] Όσα αντικείμενα χρησιμοποίησε για τον εξαγνισμό τους τα πέταξε στον ποταμό Άνιγρο.
Ο καθαρμός του φόνου δεν είναι κάτι εύκολο, χαρακτηριστική η περίπτωση του Ορέστη που έγινε με διάφορα μέσα. Πιο συγκεκριμένα: Όταν ο Ορέστης έφτασε στην Τροιζήνα, τιμωρημένος από τον Απόλλωνα με ένα χρόνο εξορία, αφού παρέμεινε αρκετές μέρες σε σκηνή μπροστά από το ιερό του θεού, καθάρθηκε από τους Τροιζήνιους με νερό από την πηγή τους Ιπποκρήνη πάνω στον Ιερό Βράχο. Μόνο τότε του επέτρεψαν να μπαίνει στα σπίτια τους. Να τι λέγει ο Παυσανίας :
«ο αποκαλούμενος ιερός βράχος, που βρίσκεται μπροστά στον ναό, λένε πως είναι αυτός που πάνω του εξαγνήστικε ο Ορέστης από εννέα Τροιζήνιους, για τον φόνο της μητέρα του».[12]
Και ποιο κάτω :
«Μπροστά από το ιερό του Απόλλωνα υπάρχει οικοδόμημα, που λέγεται σκηνή του Ορέστη. Γιατί πριν να εξαγνιστεί από το αίμα της μητέρας του, κανένας Τροιζήνιος δεν ήθελε να τον δεχτεί στον οίκο του. Έτσι, αφού τον έβαλαν εκεί, τον υπέβαλαν σε καθαρμό και του έστελναν φαγητό, ώσπου τον εξάγνισαν. Οι απόγονοι αυτών που έκαναν τους καθαρμούς δειπνούν εδώ σε ορισμένες ημέρες. Έθαψαν κοντά στην σκηνή όχι χρησιμοποιήθηκε στον καθαρμό και λένε ότι από αυτά φύτρωσε μια δάφνη,[…]…Λένε ακόμη ότι ο καθαρμός του Ορέστη έγινε και με άλλο τρόπο και με ύδωρ από την κρήνη του Ίππου. Έχουν και οι Τροιζήνιοι κρήνη που λέγεται του Ίππου και ο σχετικός μύθος δεν είναι ιδιαφορετικό από των Βοιωτών. Συμφωνούν και αυτοί ότι το ύδωρ ανέβλυσε από τη γη, όταν ο ίππος Πήγασος χτύπησε με την οπλή του το έδαφος,»[13]
Ωστόσο, επειδή το έγκλημα ήταν βαρύ, χρειάστηκε να επιχειρηθεί καθαρμός και με άλλους τρόπους, μέχρι που αποφάνθηκε και ο Άρειος Πάγος για την τελική αθώωσή του.
Την ίδια αντίληψη εκφράζει και ο Εξάγγελος στον «Οιδίποδα Τύρρανο» του Σοφοκλή :
«Γιατί θαρρώ πως μήτε ο Ίστρος μήτε
ο Φάσης θα μπορούσαν να καθάρουν
την στέγη αυτή από τα κρίματα που κρύβει
κι απ’ όσα θα βγούνε στο φως σε λίγο
που αυτόθελα, όχι αθέλητα, γινήκαν»[14]
Επίσης μια ακόμη περίπτωση καθαρμού, από φόνο μάλιστα ομόγνοιου προσώπου, είναι ο καθαρμός του Ιάσωνα και της Μήδειας από την Κίρκη – για την δολοφονία του Αδερφού της Άψυρτου, έτσι όπως περιγράφεται από τον Απολλώνιο Ρόδιο στα «Αργοναυτικά» του :
«Από εκεί περνώντας γρήγορα το θαλάσσιο κύμα, έβλεπαν τις τυρρηνικές ακτές της Αυσονίας, κι έφτασαν στον φημισμένο λιμένα της Αίας, όπου έδεσαν τα παλαμάρια από το πλοίο στην κοντινή στεριά. Εκεί βρήκαν την Κίρκη να λούζει τα μαλλιά της στην άχνη της αλμηρής θάλασσας, καθώς στ’ αλήθεια είχε αυτή τρομάξη από νυχτερινά όνειρα. Είδε πως οι θάλαμοί της και όλα τα δωμάτια του οίκου της είχαν βαφτεί με αίμα και πως φλόγα κατέστρεφε όλα τα φάρμακά της, αυτά που είχε για να θέλγει κάθ ξένο που ερχόταν, και πως η ίδια αυτή με αίμα φονικό έσβηνε την πορφυρή φωτιά – κι έτσι απαλλάχτηκε από από τον καταστροφικό φόβο. Γι’ αυτό, μόλις ξημέρωσε η αυγή, σηκώθηκε και με τον αφρό της θάλασσας έπλυνε τους πλόκαμους των μαλλιών της και τα ρούχα της. Θηρία, που δενέμοιαζαν με τα ωμοφάγα θηρία και ωστόσο ούτε σαν με ανθρώπου σώμα, αλλά ανάμεικτο από διάφορα γένη το καθένα, πολλά ήσαν μαζεμένα γύρω της όπως τα πρόβατα απο τις στάνες που ακολουθούνε πλήθος το βοσκό. Τέτοια πλάσματα, φτιαγμένα από ποικίλα μέλη, είχε βλαστήσει και η ίδια η χθόνα από την παλιά λάσπη, όταν δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί κάτω από τον στεγνό αέρα κι ούτε οι ακτίνες του καυτού ήλιου είχαν πάρει τόσο πολύ την υγρασία της. Ο χρόνος όμως τα συνταίριαξε και τα έφερε σε σειρά. Έτσι λοιπόν τα άμορφα πλάσματα την ακολουθούσαν, κι οι ήρωες καταλήφθηκαν από απέρντο δέος. Αμέσως όλοι, βλέποντας την Κίρκη στην διάπλασή της και στην όψη της, εύκολα κατάλαβαν πως ήταν αδελφή του Αιήτη. Όταν αυτή απόδιωξε τον τρόμο των νυχτερινών ονείρων, ευθύς γύρισε πίσω και με μια σκέψη κατά νου έγνεψε στους άνδρες με το χέρι της να την ακολουθήσουν. Όλοι τους όμως έμειναν ακίνητοι μετά από διαταγή του γιού του Άισονα, μα αυτός πήρε μαζί του την Κολχίδα κόρη. Κι οι δυο τους ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, μέχρι που φτάσανε στο ανάκτορο της Κίρκης. Παραξανεμένη που την ακολούθησαν, τους κάθισε σε αστραφτερούς θρόνους. Και οι δυο τους πάλι, σιωπηλοί και άναυδοι, τρέξανε και κάθισαν κοντά στην εστία, όπως είναι συνήθεια να κάνουν οι δυστιχισμένοι ικέτες. Η Μήδεια έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της, και ο Ιάσονας έμπηξε το δυνατό με τη λαβή ξίφος του, με το οποίο είχε σκοτώσει τον παι του Αιήτη, στο έδαφος. Δεν σήκωσαν καθόλου τα μάτια τους να την κοιτάξουν. Αμέσως η Κίρκη κατάλαβε το λόγο που τους έκανε ικέτες και το φόνο που είχαν διαπράξει. Με σεβασμό λοιπόν στους νόμους του Ζηνός Ικέσιου, που μεγάλο κότος έχει αλλά και μεγάλη βοήθεια δίνει στους ανδροφόνους, άρχισε να κάνει θυσία΄που καθαρίζει τους ικέτες δολοφόνους, όταν αυτοί πλησιάσουν τον βωμό. Πρώτα λοιπόν, για το αμετάστροφο φόνο λυτήριο έκανε, πήρε σα χέρια της και σήκωσε πάνω τους ένα νεογνό μιας γουρούνας, που οι μαστοί της ήσαν ακόμη γεμάτοι γάλα, του έκοψε το λαιμό και με το αίμα του τους ράντισε τα χέρια. Αμέσως μετά έκανε κι άλλεςεξιλαστήριες προσφορές με χοές, καλώντας τον Ζήνα Καθάρσιο, που προστατεύει τους φονιάδες ικέτες. Οι Ναϊάδες οι πρόπολοι της, έβγαλαν έξω από τον οίκο όλα μαζί τα λύματα και μέσα η Κίρκη, πλάι στν εστία, ολοένα έκαιγε πελανούς νιφάλια, για τον εξιλασμό τους, και εύχοταν να πάψουν της οργή τους οι τρομερές Ερυνίες, αλλά κι ο ίδιος ο Ζευς να σταθεί και για του δυο ήπιος και ευμειδής, είτε με χέρια μολυσμένα από ξένο γενικό είτε συγγενικό ζήταγε το έλεός του.»[15]
[1] Βλ. Όμηρος «Ιλιάδα, ραψ. Τ’. 91 – 94» :
Il 19.91 ` to Il 19.94 πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται,
οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει
πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει
βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· κατὰ δ᾽ οὖν ἕτερόν γε πέδησε.
[2] Βλ. Όμηρος «Οδύσσεια, ραψ. Ω’, 481 – 494» :
Od 22.481 ` to Od 22.494 «οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,
ὄφρα θεειώσω μέγαρον· σὺ δὲ Πηνελόπειαν
ἐλθεῖν ἐνθάδ᾽ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
πάσας δ᾽ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐνείκω,
μηδ᾽ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους
ἕσταθ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
ἤνεικεν δ᾽ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
[3] χέρνιβον] νῦν ἀγγεῖον, τὸ ὑποδεχόμενον τὸ ταῖς χερσὶν ἐπιβαλλόμενον ὕδωρ, ὃ καὶ λέβητά φησιν. (Scholia in Iliadem 24.304.1),
χέρνιβα] χερόνιπτρα. ( Scholia in Odysseam 15.135.1).
‹χέρνιβα› = τὰ ἐπὶ τῶν χειρῶν ὕδατα. τὰ νίμματα. καθάρματα. τὰ χέρνιβα τὰ χερόνιπτρα. τὴν χειρῶν νίψιν. —‹χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολοσ› = πρὸ τῶν βρωμάτων ἐνίπτοντο, ἵνα εὐαγῶς ἐπὶ τὰς σπονδὰς ἔλθωσι, μετὰ δὲ ἄριστον οὐκέτι· καὶ γὰρ οὐδὲ ποικίλοις ἐχρῶντο βρώμασιν. ἄλλως τε ἄσεμνον ἀπονίπτεσθαι μετὰ σπονδήν. (Scholia in Odysseam 1.1%19`309).
[4] βρέτας] ἄγαλμα θεῶν, παρὰ τὸ βροτῷ ἐοικέναι. (Scholia in equites sch eq.31d.1).
‹βρέτασ› = ξόανα, εἴδωλα, ὁμοίωμά τι, παρὰ τὸ βροτῷ ἐοικέναι. ὅπερ φασὶν οἱ νεώτεροι ‹δείκηλον βρέτη›· ἀπεικονίσματα. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου.)
‹Ξόανον› = Παρὰ τὸ ξέω ξέανον· καὶ τροπῇ, ξόανον. Διαφέρει δὲ ξόανον, καὶ βρέτας, καὶ ἄγαλμα. ‹Ξόανον› μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον εἴδωλον, λίθινον, ἢ ἐλεφάντινον, ἢ ξύλινον· ‹βρέτασ› δὲ, τὸ βροτῷ ὅμοιον, ἤτοι χαλκοῦν, ἢ ἐξ ἐμφεροῦς ὕλης πεποιημένον· ‹ἄγαλμα› δὲ, τὸ παράμηρον, ἢ ἔκ τινος ἑτέρου λίθου κατεσκευασμένον. (Βλ. Μέγα ετυμολογικό λεξικό).
[5] Βλ. Ευριπίδης «Ιφιγένεια εν Ταύρις, στ. 1188 – 1233»:
Iphigenia Taurica 1188 ` to Iphigenia Taurica 1233 {Θο.} τί δῆτα δρῶμεν, φράζε, τοῖν ξένοιν πέρι;
{Ιφ.} τὸν νόμον ἀνάγκη τὸν προκείμενον σέβειν.
{Θο.} οὔκουν ἐν ἔργωι χέρνιβες ξίφος τε σόν;
{Ιφ.} ἁγνοῖς καθαρμοῖς πρῶτά νιν νίψαι θέλω.
{Θο.} πηγαῖσιν ὑδάτων ἢ θαλασσίαι δρόσωι;
{Ιφ.} θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά.
{Θο.} ὁσιώτεροι γοῦν τῆι θεῶι πέσοιεν ἄν.
{Ιφ.} καὶ τἀμά γ᾽ οὕτω μᾶλλον ἂν καλῶς ἔχοι.
{Θο.} οὔκουν πρὸς αὐτὸν ναὸν ἐκπίπτει κλύδων;
{Ιφ.} ἐρημίας δεῖ· καὶ γὰρ ἄλλα δράσομεν.
{Θο.} ἄγ᾽ ἔνθα χρήιζεις· οὐ φιλῶ τἄρρηθ᾽ ὁρᾶν.
{Ιφ.} ἁγνιστέον μοι καὶ τὸ τῆς θεοῦ βρέτας.
{Θο.} εἴπερ γε κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος.
{Ιφ.} οὐ γάρ ποτ᾽ ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο.
{Θο.} δίκαιος ηὑσέβεια καὶ προμηθία.
{Ιφ.} οἶσθά νυν ἅ μοι γενέσθω. {Θο.} σὸν τὸ σημαίνειν τόδε.
{Ιφ.} δεσμὰ τοῖς ξένοισι πρόσθες. {Θο.} ποῖ δέ σ᾽ ἐκφύγοιεν ἄν;
{Ιφ.} πιστὸν Ἑλλὰς οἶδεν οὐδέν. {Θο.} ἴτ᾽ ἐπὶ δεσμά, πρόσπολοι.
{Ιφ.} κἀκκομιζόντων γε δεῦρο τοὺς ξένους {Θο.} ἔσται τάδε.
{Ιφ.} κρᾶτα κρύψαντες πέπλοισιν. {Θο.} ἡλίου πρόσθεν φλογός.
{Ιφ.} σῶν τέ μοι σύμπεμπ᾽ ὀπαδῶν. {Θο.} οἵδ᾽ ὁμαρτήσουσί σοι.
{Ιφ.} καὶ πόλει πέμψον τιν᾽ ὅστις σημανεῖ {Θο.} ποίας τύχας;
{Ιφ.} ἐν δόμοις μίμνειν ἅπαντας. {Θο.} μὴ συναντῶσιν φόνωι;
{Ιφ.} μυσαρὰ γὰρ τὰ τοιάδ᾽ ἐστί. {Θο.} στεῖχε καὶ σήμαινε σύ.
{Ιφ.} μηδέν᾽ εἰς ὄψιν πελάζειν. {Θο.} εὖ γε κηδεύεις πόλιν.
{Ιφ.} καὶ φίλων γ᾽ οὓς δεῖ μάλιστα. {Θο.} τοῦτ᾽ ἔλεξας εἰς ἐμέ.
‹{Ιφ.} .› {Θο.} ὡς εἰκότως σε πᾶσα θαυμάζει πόλις.
{Ιφ.} σὺ δὲ μένων αὐτοῦ πρὸ ναῶν τῆι θεῶι {Θο.} τί χρῆμα δρῶ;
{Ιφ.} ἅγνισον πυρσῶι μέλαθρον. {Θο.} καθαρὸν ὡς μόληις πάλιν.
{Ιφ.} ἡνίκ᾽ ἂν δ᾽ ἔξω περῶσιν οἱ ξένοι {Θο.} τί χρή με δρᾶν;
{Ιφ.} πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι. {Θο.} μὴ παλαμναῖον λάβω.
{Ιφ.} ἢν δ᾽ ἄγαν δοκῶ χρονίζειν {Θο.} τοῦδ᾽ ὅρος τίς ἐστί μοι;
{Ιφ.} θαυμάσηις μηδέν. {Θο.} τὰ τῆς θεοῦ πρᾶσσ᾽ ἐπὶ σχολῆς καλῶς.
{Ιφ.} εἰ γὰρ ὡς θέλω καθαρμὸς ὅδε πέσοι. {Θο.} συνεύχομαι.
{Ιφ.} τούσδ᾽ ἄρ᾽ ἐκβαίνοντας ἤδη δωμάτων ὁρῶ ξένους
καὶ θεᾶς κόσμους νεογνούς τ᾽ ἄρνας, ὡς φόνωι φόνον
μυσαρὸν ἐκνίψω, σέλας τε λαμπάδων τά τ᾽ ἄλλ᾽ ὅσα
προυθέμην ἐγὼ ξένοισι καὶ θεᾶι καθάρσια.
ἐκποδὼν δ᾽ αὐδῶ πολίταις τοῦδ᾽ ἔχειν μιάσματος,
εἴ τις ἢ ναῶν πυλωρὸς χεῖρας ἁγνεύει θεοῖς
ἢ γάμον στείχει συνάψων ἢ τόκοις βαρύνεται·
φεύγετ᾽, ἐξίστασθε, μή τωι προσπέσηι μύσος τόδε.
ὦ Διὸς Λητοῦς τ᾽ ἄνασσα παρθέν᾽, ἢν νίψω φόνον
τῶνδε καὶ θύσωμεν οὗ χρή, καθαρὸν οἰκήσεις δόμον,
εὐτυχεῖς δ᾽ ἡμεῖς ἐσόμεθα. τἄλλα δ᾽ οὐ λέγουσ᾽ ὅμως
τοῖς τὰ πλείον᾽ εἰδόσιν θεοῖς σοί τε σημαίνω, θεά.
[6] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 176.9 -176.27» :
in Cra 176.9 ` to in Cra 176.27 ὥς φησι ‹Τίμαιοσ› ( p 22 c ), καὶ τὸ πᾶν οἱ θεοὶ καθαίρουσιν ἢ πυρὶ ἢ ὕδατι, ἃ καὶ οἱ μάντεις μιμοῦνται, καὶ διὰ ταῦτα καὶ αἱ θεουργίαι τοὺς μὲν ‹κλήτορασ› καὶ τοὺς ‹δοχέασ› τούτοις τοῖς τρόποις προκαθαίρειν παρακελεύονται, καὶ οὐ τοῖς μάντεσι μόνον ἀλλὰ καὶ τοῖς τελεσταῖς οἱ καθαρμοὶ πρὸ τῶν τελετῶν παραλαμβάνονται, πᾶν τὸ ἀλλότριον τῆς προκειμένης τελετῆς ἀποσκευαζόμενοι. καὶ μὴν καὶ τὸ τὰς πολυειδεῖς καθάρσεις εἰς μίαν ἀναπέμπειν τὴν τοῦ θεοῦ καθαρτικὴν δύναμιν οἰκεῖόν ἐστιν αὐτῷ· πανταχοῦ γὰρ ἑνωτικός ἐστιν τοῦ πλήθους ὁ Ἀπόλλων καὶ συναγωγὸς εἰς ἕν, καὶ πάντας τοὺς τρόπους τῆς καθάρσεως ἑνοειδῶς προείληφεν, ὅλον τε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὰς ζωὰς ἁπάσας καθαίρων τὰς ἐγκοσμίους καὶ τὰς μερικὰς ψυχὰς ἀπὸ τῶν παχυσμάτων χωρίζων τῆς ὕλης. διὸ καὶ ὁ θεουργὸς ὁ τῆς τελετῆς τούτου προκαθηγούμενος ἀπὸ τῶν καθάρσεων ἄρχεται καὶ τῶν περιρράνσεων·
‹αὐτὸς δ᾽ ἐν πρώτοις ἱερεὺς πυρὸς ἔργα κυβερνῶν
κύματι ῥαινέσθω παγερῷ βαρυηχέος ἅλμησ›,
ὥς φησι ‹τὸ λόγιον› ( or chald p 55 ) περὶ αὐτοῦ.
[7] Βλ. Πλάτων «Τίμαιος, 22.d.6 – 22.e.2» :
Tim 22.d.6 ` to Tim 22.e.2 ὅταν δ᾽ αὖ θεοὶ τὴν γῆν ὕδασιν καθαίροντες κατακλύζωσιν, οἱ μὲν ἐν τοῖς ὄρεσιν διασῴζονται βουκόλοι νομῆς τε, οἱ δ᾽ ἐν ταῖς παρ᾽ ὑμῖν πόλεσιν εἰς τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ποταμῶν φέρονται·
[8] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό “Τίμαιο”, τόμος Α’[συνέχεια], 1.118.21 – 1.119.6» :
in Ti 1.118.21 ` to in Ti 1.119.6 καὶ γὰρ καθαρμὸς ὃ μὲν γίνεται δι᾽ ὕδατος, ὃ δὲ διὰ πυρός, πανταχοῦ δὲ ἡ καθαρότης τοῖς δευτέροις ἀπὸ τῶν πρώτων, διὸ καὶ παρὰ τῷ Ὀρφεῖ [frg. 183] τὰ καθάρσια κομίζειν ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς Κρήτης παρακελεύεται· τὴν γὰρ Κρήτην ἀντὶ τοῦ νοητοῦ τάττειν εἰώθασιν ‹οἱ θεολόγοι›. τὴν δὲ ὑλικὴν ἐπὶ τὴν τοῦ ὕδατος φοράν· ἕκαστον γὰρ τούτων ἀπροαιρέτως ποιεῖ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ ῥοπὴν φε ρόμενον. δεῖ οὖν προϋπάρχειν τὸ εὖ χρώμενον αὐτοῖς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ ἕνεκα δρῶν, ὃ δὴ καλῶς ὁ λόγος ἀπένειμε τοῖς θεοῖς. εἰ δὲ δὴ καθαρμοί τινές εἰσι καὶ ἐν τοῖς ὅλοις, εἰσὶ δήπου καὶ τῶν καθαρμῶν προστάται τούτων πρὸ τῶν μερικῶν καθαρτῆρες εἰς τὰ ὅλα δρῶντες, καὶ δὴ καὶ τελεταὶ θεῖαι τελούντων ἄλλων, τελουμένων ἄλλων, καὶ οὐδέ ποτε ταῦτα ἀπολείπει τὸ πᾶν. ὃ δὴ καὶ ὁ ἱερεὺς εἰδὼς τὰς δι᾽ ὕδατος καὶ πυρὸς φθορὰς ὀνόματι κέκληκεν ἱερατι κῷ καθαρμούς, ἀλλ᾽ οὐ φθοράς, ὡς ἂν εἶπε φυσιολογῶν μόνον.
[9] Βλ. Στέφανος Βυζάντιος «Εθνικά, 419.17 – 420.2» :
Eth 419.17 ` to Eth 420.2 ‹Λουσοί› = πόλις Ἀρκαδίας, ὅπου Μελάμπους ἔλουσε τὰς Προίτου θυγατέρας καὶ ἔπαυσε τῆς μανίας. ὁ πολίτης Λούσιος καὶ Λουσεύς καὶ Λουσιάτης.
[10] Βλ. Παυσανίας «Αρκαδικά, 8.18.7.1 – 8.18.8.9»:
Graeciae descriptio 8.18.7.1 ` to Graeciae descriptio 8.18.8.9 ὑπὲρ δὲ τὴν Νώνακριν ὄρη τε καλούμενα Ἀροάνια καὶ σπήλαιόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς. ἐς τοῦτο ἀναφυγεῖν τὸ σπήλαιον τὰς θυγατέρας τὰς Προίτου μανείσας λέγουσιν, ἃς ὁ Μελάμπους θυσίαις τε ἀπορρήτοις καὶ καθαρμοῖς κατήγαγεν ἐς χωρίον καλούμενον Λουσούς. τοῦ μὲν δὴ ὄρους τῶν Ἀροανίων Φενεᾶται τὰ πολλὰ ἐνέμοντο· οἱ δὲ ἐν ὅροις ἤδη Κλειτορίων εἰσὶν οἱ Λουσοί. πόλιν μὲν δή ποτε εἶναι λέγουσι τοὺς Λουσούς, καὶ Ἀγησίλας ἀνὴρ Λουσεὺς ἀνηγορεύθη κέλητι ἵππῳ νικῶν, ὅτε πρώτην ἐπὶ ταῖς δέκα ἐτίθεσαν πυθιάδα Ἀμφικτύονες· τὰ δὲ ἐφ᾽ ἡμῶν οὐδὲ ἐρείπια ἔτι λειπόμενα ἦν Λουσῶν. τὰς δ᾽ οὖν θυγατέρας τοῦ Προίτου κατήγαγεν ὁ Μελάμπους ἐς τοὺς Λουσοὺς καὶ ἠκέσατο τῆς μανίας ἐν Ἀρτέμιδος ἱερῷ· καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου τὴν Ἄρτεμιν ταύτην Ἡμερασίαν καλοῦσιν οἱ Κλειτόριοι.
[11] Βλ. Καλλίμ., Ύμνοι 3.237. Βακχυλ. 10.92 κ.ε. Οβ., Μεταμορφώσεις 15.325 κ.ε.
[12] Βλ. Παυσανίας «Κορινθιακά, 2.31.4.7 – 2.31.5.1»:
Graeciae descriptio 2.31.4.7 ` to Graeciae descriptio 2.31.5.1 τὸν δὲ ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ λίθον, καλούμενον δὲ ἱερόν, εἶναι λέγουσιν ἐφ᾽ οὗ ποτε ἄνδρες Τροιζηνίων ἐννέα Ὀρέστην ἐκάθηραν ἐπὶ τῷ φόνῳ τῆς μητρός.
[13] Βλ. Παυσανίας «Κορινθιακά, 2.31.8.1 – 2.31.9.7»:
Graeciae descriptio 2.31.8.1 ` to Graeciae descriptio 2.31.9.7 τοῦ δὲ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστιν οἰκοδόμημα ἔμπροσθεν, Ὀρέστου καλούμενον σκηνή. πρὶν γὰρ ἐπὶ τῷ αἵματι καθαρθῆναι τῆς μητρός, Τροιζηνίων οὐδεὶς πρότερον ἤθελεν αὐτὸν οἴκῳ δέξασθαι· καθίσαντες δὲ ἐνταῦθα ἐκάθαιρον καὶ εἱστίων, ἐς ὃ ἀφήγνισαν. καὶ νῦν ἔτι οἱ ἀπόγονοι τῶν καθηράντων ἐνταῦθα δειπνοῦσιν ἐν ἡμέραις ῥηταῖς. κατορυχθέντων δὲ ὀλίγον ἀπὸ τῆς σκηνῆς τῶν καθαρσίων φασὶν ἀπ᾽ αὐτῶν ἀναφῦναι δάφνην, ἣ δὴ καὶ ἐς ἡμᾶς ἔστιν, ἡ πρὸ τῆς σκηνῆς ταύτης. καθῆραι δέ φασιν Ὀρέστην καθαρσίοις καὶ ἄλλοις καὶ ὕδατι ‹τῷ› ἀπὸ τῆς Ἵππου κρήνης. ἔστι γὰρ καὶ Τροιζηνίοις Ἵππου καλουμένη κρήνη, καὶ ὁ λόγος ἐς αὐτὴν διαφόρως τῷ Βοιωτῶν ἔχει· Πηγάσῳ γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ οὗτοι λέγουσι τὸ ὕδωρ ἀνεῖναι τὴν γῆν θιγόντι τοῦ ἐδάφους τῇ ὁπλῇ,
[14] Βλ. Σοφοκλής «Οιδίπους τύραννος, στ. 1227 – 1230» :
OT 1227 ` to OT 1230 Οἶμαι γὰρ οὔτ᾽ ἂν Ἴστρον οὔτε Φᾶσιν ἂν
νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην, ὅσα
κεύθει, τὰ δ᾽ αὐτίκ᾽ εἰς τὸ φῶς φανεῖ κακὰ
ἑκόντα κοὐκ ἄκοντα·
[15] Βλ. Απολλώνιος Ρόδιος «Αργοναυτικά, βιβλίο Δ’, στ. 659 – 717» :
Arg 4.659 ` to Arg 4.717 Καρπαλίμως δ᾽ ἐνθένδε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο Αὐσονίης, ἀκτὰς Τυρσηνίδας εἰσορόωντες, ἷξον δ᾽ Αἰαίης λιμένα κλυτόν. ἐκ δ᾽ ἄρα νηός πείσματ᾽ ἐπ᾽ ἠιόνων σχεδόθεν βάλον· ἔνθα δὲ Κίρκην εὗρον ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη περιφαιδρύνουσαν, τοῖον γὰρ νυχίοισιν ὀνείρασιν ἐπτοίητο· αἵματί οἱ θάλαμοί τε καὶ ἕρκεα πάντα δόμοιο μύρεσθαι δόκεον, φλὸξ δ᾽ ἀθρόα φάρμακ᾽ ἔδαπτεν οἷσι πάρος ξείνους θέλγ᾽ ἀνέρας ὅστις ἵκοιτο· τὴν δ᾽ αὐτὴ φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν, χερσὶν ἀφυσσαμένη, λῆξεν δ᾽ ὀλοοῖο φόβοιο. τῶ καὶ ἐπιπλομένης ἠοῦς νοτίδεσσι θαλάσσης ἐγρομένη πλοκάμους τε καὶ εἵματα φαιδρύνεσκεν. θῆρες δ᾽, οὐ θήρεσσιν ἐοικότες ὠμηστῇσιν οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἄνδρεσσιν ὁμὸν δέμας, ἄλλο δ᾽ ἀπ᾽ ἄλλων συμμιγέες γενέων, κίον ἀθρόοι, ἠύτε μῆλα ἐκ σταθμῶν ἅλις εἶσιν ὀπηδεύοντα νομῆι. τοίους καὶ προτέρους ἐξ ἰλύος ἐβλάστησεν χθὼν αὐτὴ μικτοῖσιν ἀρηρεμένους μελέεσσιν, οὔπω διψαλέῳ μάλ᾽ ὑπ᾽ ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου· τὰ δ᾽ ἐπὶ στίχας ἤγαγεν αἰών συγκρίνας. τὼς οἵγε φυὴν ἀίδηλοι ἕποντο, ἥρωας δ᾽ ἕλε θάμβος ἀπείριτον. αἶψα δ᾽ ἕκαστος, Κίρκης εἴς τε φυὴν εἴς τ᾽ ὄμματα παπταίνοντες, ῥεῖα κασιγνήτην φάσαν ἔμμεναι Αἰήταο. Ἡ δ᾽ ὅτε δὴ νυχίων ἀπὸ δείματα πέμψεν ὀνείρων, αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἄψορρον ἀπέστιχε, τοὺς δ᾽ ἅμ᾽ ἕπεσθαι χειρὶ καταρρέξασα δολοφροσύνῃσιν ἄνωγεν. ἔνθ᾽ ἤτοι πληθὺς μὲν ἐφετμαῖς Αἰσονίδαο μίμνον ἀπηλεγέως, ὁ δ᾽ ἐρύσσατο Κολχίδα κούρην· ἄμφω δ᾽ ἑσπέσθην αὐτὴν ὁδόν, ἔστ᾽ ἀφίκοντο Κίρκης ἐς μέγαρον. τοὺς δ᾽ ἐν λιπαροῖσι κέλευεν ἥγε θρόνοις ἕζεσθαι, ἀμηχανέουσα κιόντων· τὼ δ᾽ ἄνεῳ καὶ ἄναυδοι ἐφ᾽ ἑστίῃ ἀίξαντε ἵζανον, ἥ τε δίκη λυγροῖς ἱκέτῃσι τέτυκται, ἡ μὲν ἐπ᾽ ἀμφοτέραις θεμένη χείρεσσι μέτωπα, αὐτὰρ ὁ κωπῆεν μέγα φάσγανον ἐν χθονὶ πήξας ᾧπέρ τ᾽ Αἰήταο πάιν κτάνεν· οὐδέ ποτ᾽ ὄσσε ἰθὺς ἐνὶ βλεφάροισιν ἀνέσχεθον. αὐτίκα δ᾽ ἔγνω Κίρκη φύξιον οἶτον ἀλιτροσύνας τε φόνοιο. τῶ καὶ ὀπιζομένη Ζηνὸς θέμιν Ἱκεσίοιο, ὃς μέγα μὲν κοτέει, μέγα δ᾽ ἀνδροφόνοισιν ἀρήγει, ῥέζε θυηπολίην οἵῃ τ᾽ ἀπολυμαίνονται νηλειτεῖς ἱκέται, ὅτ᾽ ἐφέστιοι ἀντιόωσιν. πρῶτα μὲν ἀτρέπτοιο λυτήριον ἥγε φόνοιο τειναμένη καθύπερθε συὸς τέκος, ἧς ἔτι μαζοί πλήμυρον λοχίης ἐκ νηδύος, αἵματι χεῖρας τέγγεν, ἐπιτμήγουσα δέρην· αὖτις δὲ καὶ ἄλλοις μείλισσεν χύτλοισι Καθάρσιον ἀγκαλέουσα Ζῆνα παλαμναίων τιμήορον ἱκεσίῃσι. καὶ τὰ μὲν ἀθρόα πάντα δόμων ἐκ λύματ᾽ ἔνεικαν νηιάδες πρόπολοι, ταί οἱ πόρσυνον ἕκαστα· ἡ δ᾽ εἴσω πελανοὺς μείλικτρά τε νηφαλίῃσιν καῖεν ἐπ᾽ εὐχωλῇσι παρέστιος, ὄφρα χόλοιο σμερδαλέας παύσειεν Ἐρινύας ἠδὲ καὶ αὐτός εὐμειδής τε πέλοιτο καὶ ἤπιος ἀμφοτέροισιν, εἴτ᾽ οὖν ὀθνείῳ μεμιασμένοι αἵματι χεῖρας εἴτε καὶ ἐμφύλῳ προσκηδέες ἀντιόῳεν.
10. Παλαιά μιάσματα – κνώδαλαβροτοφθώρα
Βέβαια στην τραγωδία του Αισχύλου «Ικέτιδες», όταν Πελασγός συνομιλεί με τις Δαναΐδες και συστήνονται αμφότεροι, για τον εαυτό του λέγει :
«εγώ είμαι του γηγενούς[1] Παλαίχθονος ο γιός, ο Πελασγός[2], τούτης της γης αρχηγέτης. Από εμένα τον άνακτα ευλόγως πείρε το όνομα των Πελασγών το γένος, που καρπίζεται τούτη την χθόνα. Κρατώ στην εξουσία μου όλη την αίαν που διασχίζει ο αγνός Στρυμώνας, από τη δυτική του όχθη κι εδώθε, και ορίζω ακόμη την χθόνα των Περραιβών και πέρα από την Πίνδο[3], ίσαμε την Παιωνία και τα Δωδωναία όρη, ίσαμε εκεί που κόβει το σύνορο της υγρής θάλασσας. Όλους αυτούς τους τόπους ίσα με δω εξουσιάζω. Η χώρα τούτη, που την πατείς τώρα, πήρε το όνομά της Απία από τους παλαιούς καιρούς προς τιμήν ενός ιατρού. Ο Άπις, που ήρθε από τη γειτονική της Ναυπακτίας, ιατρομάντις, παις του Απόλλωνα, τη χώρα τούτη καθάρισε από τα κνώδαλα[4] τα βροτοφθώρα, που τα έβγαζε η γη μιασμένη από τα παλαιά αίματα για να χορτάσει την μήνι της, όμιλος δράκων, ολέθρια συντροφιά για τους ανθρώπους. Για αυτά ο Άπις κάνοντας θεραπευτικές τομές & λυτήρια, έσωσε ασυζήτητα την χώρα του Άργους, ώστε βρήκε δίκαιη ανταμοιβή να μνημονεύεται πάντα το όνομά τους στις προσευχές μας.»[5]
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην περίπτωση της Απίας «τα κνώδαλα τα βροτοφθώρα, που τα έβγαζε η γη μιασμένη από τα παλαιά αίματα για να χορτάσει την μήνι της, όμιλος δράκων, ολέθρια συντροφιά για τους ανθρώπους».
Προς εξήγηση θα χρησιμοποιήσουμε ένα χωρίο από την «Εκάβη» του Ευριπίδη, όπου βλέπουμε το φάντασμα του Πολύδωρου – γιού της Εκάβης, εκεί στην αρχή της τραγωδίας, να αναφέρει εκτός των άλλων πως :
«Μα σαν χάθηκε η Τροία και ο Έκτορας έχασε την ψυχή του και ξεθεμελιώθηκε ο οίκος του πατρός μου και ο ίδιος σαν έπεσε πλάι στο θεόδμητο[6] βωμό σφαγμένος από τον αιματόβρεχτο το γιο του Αχιλλέα, με σκότωσε για το χρυσάφι εμένα τον ταλαίπωρο ο φίλος του πατρός μου και, σαν με απέκτεινε, με έριξε στα κύματα της θάλασσας, για να έχει αυτός το χρυσάφι στον οίκο του.» [7]
Βέβαια, σχολιάζοντας ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη το συγκεκριμένο χωρίο λέγει:
«“χάθηκε η ψυχή του Έκτορος”, το αίμα ως ψυχή λέγει. Πολλοί θεώρησαν ότι το αίμα είναι η ψυχή, όπως και ο Όμηρος [Ιλιάδα Ραψωδία Ξ, στ. 518], “και η ψυχή από την ανοιχτή πληγή εξόρμησε βιαστικά, και σκότος τους οφθαλμούς του κάλυψε”. Το αίμα το αποκαλεί ψυχή, επειδή η ψυχή ετυμολογείται από το ψύχω, δηλαδή το ζωογονώ, και ζωογονεί το σώμα. Διότι καθώς χύνεται το αίμα, το σώμα μένει νεκρό, οπότε ορθώς αποφάνθηκα την ψυχή ως το αίμα.»[8]
Βλέπουμε λοιπόν πως το αίμα είναι η ψυχή του σώματος. Η θνητή & άλογη, βέβαια, ψυχή και όχι η λογική & αΐδιος ψυχή. Προς περισσότερη εξήγηση θα αναφέρουμε πως συμφώνως με τον Πρόκλο :
«η ψυχή είναι μια οντότητα που βρίσκεται στη μέση μεταξύ των αληθινών και των γεννημένων όντων, και αποτελείται από το κράμα των μεσαίων γενών, και έχει διαιρεθεί σε έναν ουσιώδη αριθμό, και συνδέθηκε με όλες τις μεσότητες, και εναρμονίστηκε σύμφωνα με την διατονική αρμονία, και ζει ζωή μια και ταυτόχρονα διπλή, και είναι ικανή να γνωρίζει και με ένα τρόπο και με δυο τρόπους. Γιατί, αν προσθέσουμε σε αυτόν τον ορισμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ψυχής, θα έχουμε τους ιδιαίτερους ορισμούς των θείων, των δαιμονικών και των επιμέρους ψυχών από την ίδια την ουσιώδη υπόσταση καθεμιάς. Και απέχουμε πολύ από το να πούμε ότι η ψυχή είναι εντελέχεια ενός φυσικού σωματικού οργανισμού ο οποίος έχει ζωή εν δυνάμει – όπως λέγει ο Αριστοτέλης. Γιατί αυτός ο ορισμός είπε που ανήκει η ψυχή και δεν είπε τι είναι η ψυχή, ούτε συμπεριέλαβε κάθε ψυχή (γιατί οι θείες ψυχές δεν ανήκουν σε σωματικούς οργανισμούς) ούτε αποφεύγει στο σφάλμα να χρησιμοποιήσει το οριζόμενο μέσα στον ορισμό. Γιατί αυτό που εν δυνάμει ζει είναι αυτό που εν δυνάμει έχει ψυχή.»[9]
Μάλιστα όσο αφορά την θέση της ψυχής ως ουσία ο μεν Πρόκλος μας εξηγεί πως :
«Η μαθηματική ουσία[10] κατ’ ανάγκη δεν ανήκει στα πρώτα ούτε στα τελευταία όντα, τα οποία έχουν υποστεί την έσχατη διαίρεση σε πλήρη αντίθεση με την απλή ουσία, αλλά έχει λάβει τη μεσαία θέση ανάμεσα στις αμερείς, απλές, ασύνθετες και αδιαίρετες υποστάσεις και στις διαιρεμένες υποστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κάθε λογής συνθέσεις και ποικιλόμορφες διαφοροποιήσεις. Γιατί ο αναλλοίωτος, μόνιμος και αδιάψευστος χαρακτήρας των συλλογισμών που την αφορούν δείχνει ότι αυτή υπερβαίνει τα ένυλα είδη.»[11]
ο δε Ιάμβλιχος :
«Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος, αγέννητη εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της Φύσης και όλων των κινήσεων. Αυτή λοιπόν, στον βαθμό που είναι τέτοια, έχει περιλάβει μέσα της την αυτεξούσια και την ανεξάρτητη ζωή. Και όσο δίνει τον εαυτό της σε όσα γεννιούνται και υποτάσσει τον εαυτό της στην κίνηση του σύμπαντος, τόσο άγεται από την Ειμαρμένη και υποτάσσεται στις φυσικές ανάγκες. Και όσο πάλι αναπτύσσει τη νοητική και πραγματικά ανεξάρτητη από όλα και αυτόβουλη ενέργεια της, τόσο πράττει εκούσια τα δικά της και με αλήθεια αγγίζει το θείο, το αγαθό και το νοητό με τα της αλήθειας.»[12]
Προς περισσότερη εξήγηση θα πούμε πως συμφώνως και με τον Ιεροκλή :
«Η “λογική ουσία”[13] έχοντας συμφυές σώμα παρά του δημιουργού οδηγήθηκε στο Είναι, ώστε αυτή να μην είναι το συμφυές σώμα της αλλά ούτε να υπάρχει χωρίς αυτό, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος της να περατώνεται σε ένα συμφυές σώμα.»[14]
Βέβαια ο Ιεροκλής λέγει πως :
«Κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή μετά φωτεινού σώματος και κάθε άνθρωπος ομοίως είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος, και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αποκάλυψε αργότερα ο Πλάτωνα, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη, με την ενωμένη δύναμη ενός πτερωτού ζεύγους ίππων και του ηνιόχου.»[15]
Καθώς επίσης :
«το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος, που αποτελείται από την άλογη ζωή και το υλικό σώμα, και αποτελεί είδωλο (ο θνητός άνθρωπος), του άυλου ανθρώπου που έχει συσταθεί από λογική/μαθηματική ουσία και άυλο σώμα.»[16]
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως :
«άνθρωπος είναι μια ψυχή αθάνατη η οποία χρησιμοποιεί αθάνατο σώμα. Αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, πρέπει να τον διαχωρίσουμε από καθετί θνητό, προκειμένου να γίνει αυτός που ήταν πριν την πτώση εν τη γενέσει.»[17]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«οι ψυχές ως προς την ουσία τους είναι υπερφυείς, υπερκόσμιες και επέκεινα της Ειμαρμένης, επειδή έλαβαν την πρώτη υπόστασή τους χωριστή από τον Κόσμο. Ως προς τα οχήματά τους, όμως και τους κλήρους που έλαβαν να διοικούν, έχουν γίνει εγκόσμιες, λαμβάνοντας και αυτή την θέση από τον δημιουργό Ζεύς. Γι’ αυτό και μετά την εξάρτηση των οχημάτων από αυτές, ο δημιουργός τους λέει τους νόμους της Ειμαρμένης, συμφώνως με τους οποίους κληρώθηκαν να διοικούν τα σώματα».[18]
Μάλιστα, συμφώνως με τον Πρόκλο, και όσο αφορά την ψυχή και τις θείες αυτής δυνάμεις :
«το της “Ψυχῆς βάθος” είναι τριμερές. Το ακρότατο μέρος της, που είναι ενωμένο με τα νοητά λέγεται νόηση. Το έσχατο, που γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αίσθησης, λέγεται δόξα (δοξασία). Το δε μεσαίο, που εκ φύσεως πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά, λέγεται διάνοια. Και μέχρι τούτα είναι ο άνθρωπος, δηλ. μέχρι τον νου, την διάνοια και την δόξα(σια). Μετά από αυτά βρίσκεται το ζώο[19]. Γιατί η φύση του ζωώδους μέρους είναι πολυποίκιλη, ενώ η φύση του ανθρώπου[20] ανήκει στη θεϊκή περιοχή. Και η μεν επιθυμία είναι πολυκέφαλο θηρίο, ο δε θυμός λεοντώδης, ενώ ο Λόγο[21] είναι ο αληθινός άνθρωπος. Υπάρχει όμως και άλλος άνθρωπος θεϊκότερος, ο νοητικός, τον οποίον “αυτοάνθρωπο” λέγουν οι των Ειδών φιλοθεάμονες. Είναι λοιπόν τριών ειδών οι άνθρωπος. Άλλος είναι νοητικός και μονοειδής), άλλος λογικός τριμερής και τριδύναμος, ο δε αισθητικός πολύμορφος και παντοδαπός. Και αυτό που (συ)λογίζεται και στοχάζεται είμαστε εμείς. Κατέχουμε τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, μέσα στην ψυχή ανεπτυγμένα και χωρισμένα, και μέσα στον νου όλα μαζί. Και άλλος είναι ο κατά μέθεξη νους, που δικαιότερο είναι να τον αποκαλούμε νοητική φώτιση, και άλλος ο ουσιώδης. Κατά μέθεξη νους είναι αυτός τον οποίο έχει η ψυχή και ο οποίος αποτελεί κατοχή όλων των αγαθών που κατέρχονται στην ψυχή από τον νου. Και ο ουσιώδης νους είναι δυο ειδών, ένας αμέθεκτος και ένας άλλος μεθεκτός που τον καλούμε μερικό νου. Και έχουμε αυτόν τον νου όλοι από κοινού και καθένας χωριστά στον βαθμό που καθένας τον έχει ολόκληρο. Και τα ψυχικά Είδη συμπληρώνουν την ουσία μας, ενώ τα νοητικά μας συμπληρώνουν και μας κοσμούν. Και τα νοητικά Είδη είναι ενωμένα, ενώ τα ψυχικά Είδη είναι διαιρεμένα. Έχουμε όμως και τον Θεό ως αυτόν που επιβαίνει στην νοητή Φύση.»[22]
Κατανοούμε λοιπόν πως συμφώνως και με τον Πλωτίνο :
«ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής. Πως σχετιζόμαστε με τον νου ; Ονομάζω νου όχι την έξη που έχει η ψυχή λόγω αυτού αλλά τον ίδιο τον νου. Αλλά ακόμα και ο νους που κατέχουμε είναι υπεράνω ημών. Τον κατέχουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι από κοινού. Από κοινού, επειδή είναι ένας και αδιαίρετος και παντού ο ίδιος. Ο καθένας ξεχωριστά, επειδή ο καθένας τον κατέχει ολόκληρο στην πρώτη ψυχή. Έχουμε επίσης τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, στην ψυχή ανεπτυγμένα και η ξεχωριστά και στον νου όλα μαζί. Τον Θεό πως ; Ως μια αρχή η οποία ίπταται πάνω από την νοητή Φύση και από την όντως ουσία, ενώ εμείς είμαστε στην τρίτη θέση.»[23]
Μάλιστα ο Ερμείας λέγει πως :
«Οι παλαιοί κυρίως ψυχή καλούσαν την λογική ψυχή. Το ανώτερο αυτής μέρος το έλεγαν νου, ενώ το κατώτερο αυτή μέρος το ονόμαζαν όχι απλά ψυχή, αλλά άλογη ψυχή και θνητό είδος ζωής και δεύτερο ίχνος ζωής και άλογη ζωή, ή και εμψύχωση του πνεύματος και περί τα σώματα ζωή κα άλλα τέτοια. Κυρίως ψυχή αποκαλούσαν την λογική ψυχή, και κυρίως άνθρωπο την λογική ψυχή.»[24]
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι συμφώνως με τον Πρόκλο :
«”Ψυχῆς βάθος” οι παλαιοί έλεγαν “τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς”.»[25]
Δηλ. έχουμε :
-
”Ψυχῆς βάθος” = οι τριπλές γνωστικές δυνάμεις της ψυχής – νόηση, διάνοια και δόξα.
Αλλιώς ο άνθρωπος :
-
Η Νόηση, γνωρίζει τα νοητά με τα οποία είναι ενωμένη.
-
Η Διάνοια, γνωρίζει τα διανοητά και πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά.
-
Η Δόξα = γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αισθήσεως.
Εξ ου και ο μεν Πρόκλος μας λέγει πως :
«της λογικής ψυχής ένα μέρος είναι ο νους, ένα άλλο είναι η διάνοια και ένα άλλο η δοξασία. Και ο νους συνάπτεται με τους Θεούς, η διάνοια γεννά τις επιστήμες και η δοξασία τις εκθέτει στους άλλους.»[26]
Ο δε Ερμείας μας λέγει πως :
«Η λογική ψυχή έχει δύο μέρη: τη διάνοια και την δόξα. Η διάνοια επίσης χωρίζεται σε κατώτερο μέρος που λέγεται διάνοια και το ανώτερο που λέγεται νους. Με αυτό το νου, γίνεται νοητική και για αυτό μερικοί την έχουν ονομάσει ‹εν δυνάμει νου›. Υπάρχει όμως και ένα άλλο μέρος, πιο πάνω από το νου, που ονομάζεται “Εν” της ψυχής, το οποίο είναι ίνδαλμα του υπερούσιου “Εν-Αγαθού” και ενίζει τη ψυχή. Με αυτό το ψυχικό “Εν”, η ψυχή θέλει τα αγαθά και επικοινωνεί με τους Θεούς.»[27]
Αυτές οι 3εις δυνάμεις ανήκουν στην αΐδια και λογική ψυχή, στον αληθινό άνθρωπο, ο οποίος δια αυτών θεάται συζύγως όλα τα νοητά με την απλή, ενοειδή και νοητική γνώση, εξετάζει τους ενδιάμεσους των όντων Λόγους με την επιστημονική και διανοητική των Ειδών/Ιδεών ανέλιξη και σύνθεση, διακρίνει δεόντως όλα τα «μη-όντα» που ωστόσο δημιουργούνται και καταστρέφονται αεί, τα αισθητά, με την «δόξα» και την «αίσθηση», «που απέχει τρείς θέσεις από την αλήθεια» και εφάπτεται των γνωστικών αντικειμένων μέσω των οικείων της οργάνων, τέλος δε γνωρίζει τα εικαστά που είναι είδωλα των αισθητών πραγμάτων μέσω της απεικονιστικής δύναμης της. Άλλωστε και ο Πλάτων στον «Τίμαιο», διακρίνει τις γνώσεις κατ’ αναλογία προς τα όντα, μας παραγγέλνει να κρίνουμε τα όντα με βάση την «νόηση» και τον «Λόγο», ενώ με την «δόξα» και την «αίσθηση» τα «μη-όντα» που ωστόσο δημιουργούνται και καταστρέφονται αεί. Και των μεν όντως Όντων οι λόγοι είναι αδιάψευστοι και αμετακίνητοι, ενώ οι Λόγοι αυτών στα οποία δεν έλαχε τέτοια φύση, αλλά κινούνται εν τη γενέσει, είναι εικαστικοί (=απεικαστικοί) και μετέχουν στην τυχαιότητα.
Εξ ου και ο Πρόκλος μας λέγει πως :
«ο Πλάτων στην “Πολιτεία” διαιρεί τα γνωστικά αντικείμενα και ξεχωρίζει τις γνώσεις και απονέμει κατά αντιστοιχία τις γνώσεις στα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί αφού χωρίσει τα όντα σε νοητά και αισθητά, και αφού χώρισε πάλι τα νοητά σε νοητά και διανοητά και τα αισθητά σε αισθητά και εικονικά, απέδωσε ως γνώση στα νοητά, που είναι τα πρώτα από τις τέσσερεις κατηγορίες, τη νόηση, στα διανοητά την διάνοια, στα αισθητά την πίστη και στα εικονικά την εικασία. Και εμφανίζει την εικασία να έχει προς την αίσθηση την ίδια σχέση που έχει η διάνοια προς την νόηση. Γιατί η εικασία γνωρίζει τις εικόνες των αισθητών οι οποίες εμφανίζονται μέσα στα ύδατα και στις υπόλοιπες αντανακλάσεις επιφάνειες και έχουν την τελευταία σειρά μέσα στα όντα, αφού στην πραγματικότητα είναι εικόνες εικόνων, είδωλα ειδώλων,. Και η διάνοια παρατηρεί τις εικόνες των νοητών οι οποίες κατέβηκαν στο πλήθος και στη διαίρεση από τα πρώτα, απλά και αδιαίρετα Είδη για αυτό η γνώση της διάνοιας είναι εξαρτημένη από άλλες προγενέστερες υποθέσεις, ενώ η νόηση ανάγεται στην ίδια ανυπόθετη αρχή. Αν λοιπόν τα μαθηματικά Είδη δεν έλαβαν την αδιαίρετη υπόσταση που είναι καθαρή από κάθε διαίρεση και ποικιλία, ούτε όμως και την υπόσταση που αναγνωρίζεται από την αίσθηση και είναι ευμετάβλητη και εντελώς διαιρετή, είναι προφανές στον καθένα ότι ως προς την ουσία τους είναι διανοητά και ότι η διάνοια είναι η δύναμη που κυριαρχεί σε αυτά και τα αναγνωρίζει, όπως ακριβώς η αίσθηση είναι η δύναμη που αναγνωρίζει τα αισθητά και η εικασία τα εικονικά. Για αυτό και ο Σωκράτης ορίζει ότι η γνώση των μαθηματικών είναι αμυδρότερη από την πρωταρχική επιστήμη και καθαρότερη από την αντιληπτική ικανότητα της δοξασίας. Γιατί οι μαθηματικές επιστήμες είναι πιο αναπτυγμένες και πιο αναλυτικές από την ενατένιση της νόησης, ενώ οι συλλογισμοί τους είναι πιο σταθεροί και πιο αδιάψευστοι από τη δοξασία. Και η εκκίνησή τους από κάποιες υποθέσεις τις κάνει κατώτερες από την πρωταρχική επιστήμη, ενώ η ενασχόλησή τους με αύλα Είδη κάνει τη γνώση τους τελειότερη από τη γνώση των αισθητών. Τη δύναμη, λοιπόν, που αναγνωρίζει όλα τα μαθηματικά την ορίζουμε έτσι σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Είναι η διάνοια η οποία είναι τοποθετημένη πάνω από τη δοξασία και υπολείπεται της νοήσεως.»[28]
Υπάρχει όμως και η άλογη ψυχή, το θνητό μέρος μας, έτσι έχουμε :
-
Λογική, ο αληθινός άνθρωπος = η αΐδια & λογική ψυχή.
-
Άλογη ψυχή, η θνητή ψυχή που αποτελείται εκ των εξής:
-
Ο Θυμός (=το θυμικό) = είναι λεοντώδης.
-
Η Επιθυμία (=το επιθυμητικό) = είναι πολυκέφαλο θηρίο. Εξ ου και την ανθρώπινη ουσία ο Πλάτων στο ένατο βιβλίο της “Πολιτείας” την παρομοιάζει με ένα ζωντανό πλάσμα που η φύση του είναι μείξη ανθρώπου, λιονταριού και ενός πολυκέφαλου θηρίου, που το εξωτερικό του το περιτυλίγει ολόκληρο, σαν θήκη και περίβλημα.[29]
Υπάρχει όμως και ανώτερος άνθρωπος, ο νοητικός.
Προς περισσότερη κατανόηση όσο αφορά τις άλογες και λογικές ψυχές και ζωές θα εξηγήσουμε πως :
«η νοητική ουσία είναι αμέριστη, ενοειδής και αιώνια. Ενώ η σωματική μεριστή, πεπληθυσμένη και έχει λάβει υπόσταση μαζί με την έκταση του χρόνου. Αυτές, λοιπόν, είναι αντίθετες μεταξύ τους και χρειάζονται το μέσο που μπορεί να τις ενώσει και που είναι ταυτόχρονα διαιρετό και αδιαίρετο, σύνθετο και απλό, αιώνιο και γεννημένο. Τέτοια θεωρεί ο Πλάτων την ψυχική βαθμίδα, νοητή και ταυτόχρονα πρώτη ανάμεσα στα γεννημένα, αιώνια και χρονική, αδιαίρετη και διαιρεμένη. Άρα, αν πρέπει το σύμπαν να προικιστεί με νου, χρειάζεται και ψυχή. Γιατί αυτή είναι ο υποδοχέας του νου και μέσω αυτής εμφανίζεται ο νους στους σωματικούς όγκους του σύμπαντος και όχι επειδή ο νους χρειάζεται την ψυχή – γιατί τότε θα είναι κατώτερος από την ψυχή -, αλλά επειδή τα σώματα χρειάζονται την ψυχή, αν πρόκειται να συμμετάσχουν στον νου. Γιατί τα τελευταία και όχι τα πρώτα χρειάζονται τα σώματα. Γιατί τα πρώτα είναι αμέσως παρόντα παντού. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε και το εξής, ότι δηλαδή η ψυχή που συνδέει τον νου με το αισθητό πρέπει να είναι νοητική και όχι χωρίς νου. Γιατί πως είναι δυνατόν το στερημένο από νου να ενωθεί/συνευρεθεί με τον νου ; Αντιθέτως, ανάμεσα σε αυτά θα χρειαστεί κάποιο άλλο μέσο. Καθώς, όμως, είναι τέτοια, θα καθοδηγήσει ολόκληρο το σωματικό στοιχείο με φρόνηση και τάξη και θα μιμηθεί τον νου χορεύοντας γύρω του. Αν, λοιπόν, τα σύνολα είναι ανώτερα από τα μέρη, και τα αΐδια από όσα λαμβάνουν υπόσταση κατά χρόνο, και τα δημιουργικά αίτια από τα αποτελέσματα τους, πρέπει και ολόκληρος ο ουρανός να είναι θειότερος από όλα τα μέρη που υπάρχουν εντός του. Αν, λοιπόν, και κάποιοι ζωντανοί οργανισμοί μέσα στον Κόσμο συμμετέχουν εκ φύσεως στον νου, παρόλο που είναι επιμερισμένοι, υλικοί και φθαρτοί, τι πρέπει να πούμε για τον σύμπαντα Κόσμο ; Όχι ότι ολόκληρος στο σύνολό του αποκαλύπτει την παρουσία του νου σε αυτόν ; Γιατί θα έλεγε κανείς ότι το σχήμα, η τάξη και τα μέτρα των δυνάμεων του είναι εμφανείς αποδείξεις της εποπτείας του νου. Αν, όμως, ο νους εποπτεύει το σύνολο και κυβερνά το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει στη μέση και μια νοητική ψυχή, η οποία θα διευθετεί και θα διοικεί τα σώματα, και θα είναι ταυτόχρονα ξεχωριστή από τα σώματα που διοικεί, και θα γεμίζει τα πάντα με ζωή, προκειμένου μέσω αυτής ο Κόσμος να στηρίζεται στον νου και ο νους να φωτίζει τον Κόσμο. Γιατί, αν θέλεις, μπορούμε να θυμηθούμε και όσα είναι γραμμένα στον “Φίληβο, 29a – 30d”, όπου ο Σωκράτης έλεγε, αποδεικνύοντας ότι ο Κόσμος έχει νου και ψυχή, πως το γήινο στοιχείο μέσα μας προέρχεται από του σύμπαν και το πυρ μέσα μας από το κοσμικό πυρ, και παρομοίως ο αέρας και το ύδωρ, και ότι είναι παράλογο τα κατώτερα που υπάρχουν σε εμάς να προϋπάρχουν στο σύμπαν, ενώ τα θειότερα, δηλαδή ο καθολικός νους και η καθολική ψυχή, να μην υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο αναλόγως στο σύμπαν. Γιατί είτε πρέπει να πούμε ότι κανένας ζωντανός οργανισμός δεν είναι προικισμένος με νου, είτε, αν υπάρχει ένας τέτοιος ζωντανός οργανισμός, είναι παράλογο πριν από το σύμπαν κάποιος άλλος ζωντανός οργανισμός να μετέχει στο νου. Γιατί το σύμπαν είναι πάντα τακτοποιημένο και, επειδή μένει σταθερό, βρίσκεται κοντά στην νοητική ουσία, ενώ στους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχει πολλή αταξία και ανωμαλία. Άρα το σύμπαν είναι πολύ πιο τακτοποιημένο από τους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς. Άρα πρέπει να το χαρακτηρίσουμε προικισμένο με νου και ψυχή. Ο Πλάτων, λοιπόν, πολύ δαιμόνια θεωρεί τον νου διττό, ένα δημιουργικό που είναι αμέθεκτος, δηλ. δεν επιδέχεται συμμετοχή, και ένα μεθεκτός που είναι αχώριστος από το σώμα του Κόσμου – γιατί τα όντα που υπάρχουν μέσα σε άλλα και είναι έτσι συμπαραταγμένα με τα κατώτερά τους είναι εξαρτημένα από τα όντα που υπάρχουν μέσα στον εαυτό τους – και δίνει στο σύμπαν δύο ζωές, τη μία σύμφυτη και την άλλη χωριστή, προκειμένου ο Κόσμος να είναι ζώο [ζωντανός οργανισμός] λόγω της ζωής που υπάρχει μέσα του, και έμψυχος λόγω της νοητικής ψυχής, και νοήμων λόγω του ίδιου του νου«.[30]
Μάλιστα :
«ο Πλάτων αφού πείρε τον Κόσμο και τον χώρισε στα μέρη και μελέτησε μόνη της τη μάζα που κινείται ακανόνιστα και άτακτα, τη σταματά στα λόγια – όπως ακριβώς στους «Νόμους, 895.a», θέλοντας να παρουσιάσει ότι το αυτοκινούμενο είναι αίτιο κάθε κίνησης, σταμάτησε ολόκληρο τον ουρανό –