Maryvonne David-Jougneau: «Ετερόδοξος: αυτός ο «Άλλος» που μάχεται για τις αρχές μας», στο: diipetes.ysee (Επιλογές Θεμάτων), τελευταία πρόσβαση: 21. Ελαφηβολιών 2792 / 29. Μαρτίου 2016. [Κείμενο/επιστολή από την επίσημη ιστοσελίδα του περιοδικού του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών «ΔΙΙΠΕΤΕΣ». Αναδημοσίευση με την άδεια του Γενικού Γραμματέα του ΥΣΕΕ Βλάση Γ. Ρασσιά.]
Από την Αντιγόνη ως τον Ζαχάρωφ, ο ετερόδοξος είναι ο άνθρωπος, που, εν ονόματι της αρχή που ιδρύει την κοινωνική ή την ανθρώπινη τάξη τολμά να καταγγέλλει πρακτικές, οι οποίες βασίζονται σε κανόνες που έρχονται σε αντίφαση με αυτήν ακριβώς την αρχή.
Το άρθρο που ακολουθεί, είναι της Maryvonne David-Jougneau, αναπληρώτριας καθηγήτριας Φιλοσοφίας και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Turbulence (τεύχος 1).
Ο ετερόδοξος εμφανίζεται στην Δύση ταυτόχρονα με το άτομο που εναντιώνεται στην ομάδα, σαν ένα πιθανό σενάριο των σχέσεών του με το κοινωνικό καθεστώς την στιγμή ακριβώς που αυτό παύει να είναι θεοκρατικό. Αντιμέτωπο με διατάξεις που διαφοροποιούνται, το άτομο οφείλει τότε να διαλέξει ή να υποταγεί στην πολιτική τάξη που κατέχει τα όπλα του νόμου και της εξουσίας ή ν’ αμφισβητήσει αυτήν την τάξη για να επιβεβαιώσει την αξία μιας άλλης αρχής που έχει ηθική και θρησκευτική διάσταση.
Ήδη στην αρχή της Αντιγόνης του Σοφοκλέους, αυτό το δίλημμα παρουσιάζεται με τη μορφή της διαφορετικής στάσης που έχει η ηρωίδα και η αδελφή της απέναντι στη βούληση του Κρέοντος. Αυτός έχει ήδη απαγορεύσει τις επικήδειες τιμές στον Πολυνίκη, τον αδελφό τους, που τόλμησε να σηκώσει τα όπλα ενάντια στον Ετεοκλή, τον αντίπαλο αδελφό που σκοτώθηκε επίσης στη μάχη. Ο θείος τους Κρέων, που διαδέχθηκε τον Ετεοκλή στον θρόνο, εγκαθιδρύει δια διατάγματος μια διαφορά ανάμεσα στον «φίλο και στον εχθρό της πόλης», υπερασπίζοντας έτσι μιαν ιδρυτική αρχή πολιτικού καθεστώτος.
Για την Ισμήνη βέβαια δεν τίθεται θέμα: «σέβομαι τους νεκρούς, αλλά δεν έχω περιθώριο εκλογής: θα υποταγώ στην εξουσία» και εξηγεί μάλιστα τα επιχειρήματα της στην Αντιγόνη: «μην λησμονάς ότι είμαστε γυναίκες και ότι δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους άνδρες. Ο βασιλιάς είναι βασιλιάς, πρέπει να υπακούσουμε στη διαταγή του και ίσως σε χειρότερες αποφάσεις». Η απόφαση της Αντιγόνης έχει όμως ληφθεί: της είναι αδύνατο ν’ αποδεχθεί ότι ο νεκρός αδελφός της θα ριχθεί στα σκυλιά και θα στερηθεί την ταφή και τις τιμές που εξασφαλίζουν την είσοδο τον Άδη. Ο αδελφός είναι αδελφός, όποια κι αν είναι η πολιτική του θέση —και, όπως αφήνει ο Σοφοκλής να εννοηθεί, επιπλέον ο άνθρωπος είναι άνθρωπος.
Πώς γίνεται η Αντιγόνη, γυναίκα και δούλη, να τολμήσει την εναντίωση στον Κρέοντα, άνδρα και βασιλιά; «θα γινόταν άνδρας αν την άφηνα να πράξει ατιμώρητα», λεει ο τελευταίος. Εφόσον αυτό είναι αδιανόητο και απαράδεκτο, τη φυλακίζει. Πιστεύει ότι έτσι διασώζει την πολιτική τάξη και τους κοινωνικούς κανόνες, αρνούμενος να λάβει υπόψη του την θέση της Αντιγόνης, η οποία επικαλείται μια ηθικό-θρησκευτική τάξη. Πράγματι, η αντίδρασή της επιφέρει αλυσιδωτά κι άλλες, που απαρτίζουν τις πράξεις ενός «δράματος της ετεροδοξίας».
Η «ΥΒΡΙΣ» ΤΟΥ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥ
Καθώς ο Αίμων αυτοκτονεί στο πλευρό της Αντιγόνης, οι θεοί εκδηλώνουν την εχθρότητα τους απέναντι στο καθεστώς του Κρέοντος και ο μάντης Τειρεσίας, ο απολογητής τους, αποκαλύπτει ότι ο Κρέων, μολονότι βασιλιάς, δεν είχε το δικαίωμα να αναμιχθεί στην τύχη των νεκρών με το διάταγμα του. Η διπλή αυτοκτονία της γυναίκας του Ευρυδίκης και του παιδιού τους, αποκαλύπτει την θεία τιμωρία.
Με άλλα λόγια, η μικρή Αντιγόνη, γυναίκα και δούλη, είχε δίκιο, είχε σκεφτεί πιο «σωστά» από τον βασιλιά… Αλλά για να εισαγάγει μέσα στην πραγματικότητα την ορθή της σκέψη, η Αντιγόνη έπρεπε να σκεφθεί μεγαλοπρεπώς, δηλαδή να αποτολμήσει υψηλές σκέψεις και συνάμα να επιδείξει υψηλή αίσθηση του εαυτού της, πάνω από την κοινωνική της καταγωγή. Διέπραξε άρα κάτι ά-μετρο, όπως υπογραμμίζουν όχι μόνο ο Κρέων και η Ισμήνη, αλλά και ο Χορός. Αυτή η «α-μετροέπεια», που οι Έλληνες αποκαλούν «ύβρι» ωθεί το άτομο να υπερβεί τα όρια που έχουν τεθεί από την κοινωνική τάξη και από τους θεούς, αναγκάζοντας το να γίνει ιερόσυλο – εκτός κι αν γίνει ήρωας με τις ευλογίες τους. Έτσι και η Αντιγόνη, η ετερόδοξη, περνά από τη μια καταστατική τάξη στην άλλη ενώπιον του Χορού…
Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥ ΩΣ «ΠΑΡΑΝΟΪΚΟΥ»
Αλλά τι γίνεται αυτό το δράμα είκοσι πέντε αιώνες αργότερα, μέσα στην πολιτική ή μέσα στη θεσμική ετεροδοξία; Κι εδώ επίσης, το άτομο γίνεται ετερόδοξο, υποκινώντας μια «υπόθεση» μέοα στην οποία προσλαμβάνει κοινωνική διάσταση άσχετη με τη συνθήκη ή τη θέση του. Για να μιλήσουμε μόνο για τον θεσμικά ετερόδοξο, ένας απλός δάσκαλος, ένας «μικρός κριτής», μπορούν να αποβούν κόκκοι άμμου που αποκαλύπτουν δημοσία μιαν δυσλειτουργία, την οποία ο θεσμός πολύ δύσκολα νομιμοποιεί. Εξ ου η προσπάθεια (του θεσμού) να πνίξει τη φωνή του ετερόδοξου, θέτοντας σε κίνηση τα εξουσιαστικά κατασταλτικά του μέσα — με κίνδυνο να φτάσει ο αντίλαλος της υπόθεσης μέσα στην κοινωνία.
Κάθε ετερόδοξος, όπως βλέπουμε, όποια κι αν είναι η αρχή που υπερασπίζεται, παραβαίνει πάντα την κοινωνική τάξη και τις καθιερωμένες διαστάσεις που έχει ορίσει ο νόμος. Μόνο που η κοινωνική τάξη, μέσα σε μια «μοντέρνα» κοινωνία, δεν βασίζεται πλέον σε θέσφατα αλλά παρουσιάζεται, στο επίπεδο των κανόνων, ως αυτονόητη, εδραιωμένη μάλιστα καλά στον λόγο: όποιος τη σέβεται είναι φυσιολογικός, όποιος την παραβαίνει κινδυνεύει να θεωρηθεί «αφύσικος».
Στην Γαλλία, η μελέτη διαφόρων περιπτώσεων, αποκαλύπτει ότι ο θεσμικά ετερόδοξος θεωρείται παρανοϊκός. Αυτός ο τρόπος αποκλεισμού απορρέει από την αντιπαράθεση αντιφατικών κοινωνικών παραστάσεων, τις οποίες εκφράζουν αντίστοιχα ο ετερόδοξος και ο εκπρόσωπος της τάξης. Οι λειτουργικοί θεσμοί μέσα στους οποίους βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, μας δίνουν για τον εαυτό μας μιαν εικόνα απλών πιονιών, τροχών ενός κοινωνικού συστήματος που λειτουργεί σαν μηχανή. Έξω από τη λειτουργία που μας έχει ανατεθεί, όπως αυτή ορίζεται μέσα στους κόλπους των ιεραρχημένων σχέσεων, δεν θα είχαμε καμιά δύναμη απέναντι σε μια αδικία της οποίας θα είμαστε μάρτυρες ή θύματα εκτός από το να προσφύγουμε σε άλλους θεσμούς (δικαστήρια, συνδικάτα, σωματεία, κόμματα, κ.λπ.). Ο θεσμικά ετερόδοξος, αφού πρώτα αποπειράται μάταια να κινητοποιήσει αυτούς τους θεσμούς, αποτολμά να παλέψει μόνος επαληθεύοντας και πάλι, με μια συμβολική πράξη, τις αρχές του θεσμού που οι πρακτικές έχουν ποδοπατήσει.
Ήδη από την αρχή του δράματος της ετεροδοξίας, το άτομο υπερβαίνει την κοινωνική διάσταση που του έχει ορισθεί. Παρόμοια με την Αντιγόνη, τελεί υπό πλήρη αμετροέπεια, μια αμετροέπεια που δεν ερμηνεύεται πια στην εποχή μας ως «ιεροσυλία», αλλά σαν απλό κρούσμα της «παράνοιάς» του. Αυτή η απόρριψη είναι πιο έκδηλη από κείνους που κατέχουν την ίδια θέση με αυτόν, οι οποίοι τίθενται — σε τελική ανάλυση — υπό κρίση, λόγω της ετερόδοξης συμπεριφοράς του, μέσα στην αναπαράσταση του εαυτού τους και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Πράγματι, ο ετερόδοξος παύει να βλέπει τον εαυτό του σαν απλό πιόνι μιας θεσμικής μηχανής, και γίνεται ένας κοινωνικός πράκτορας (με την έννοια της αυτενεργού πράξης) με δημόσια διάσταση… «Μα ποιος νομίζει ότι είναι;», αναρωτιέται ο άνθρωπος που έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες και προστατεύει τη λειτουργία του πιονιού, «Νομίζει ότι μπορεί να αλλάξει μόνος του τον κόσμο! Πόσο υπερτιμά τις δυνάμεις του !». Με την πράξη του, ο ετερόδοξος προκαλεί αντιδράσεις εκ μέρους της ιεραρχίας του, των συναδέλφων του, κινητοποιώντας μια ολόκληρη δέσμη δυνάμεων, η οποία αγνοεί τον άνθρωπο που θεωρεί τον θεσμό σαν απλή ουδέτερη μηχανή, και κατηγορεί τον ετερόδοξο υποκείμενο για «μανία καταδιώξεως».
Τέλος, ο ετερόδοξος, σαν το αυγό ενάντια στην πέτρα, οφείλει να κινητοποιήσει την ενεργητικότητα του για να επιτύχει το παραμικρό αποτέλεσμα, αποσπάται τότε από κάθε κοινωνικό πεδίο, μάλιστα από κάθε κοινωνική τάξη. Αυτό εξεικονίζεται παραστατικά από τον ήρωα του Χάινριχ φον Κλάιστ, τον Μίκαελ Κόχλας, πρότυπο πολίτη, ο οποίος βγαίνει εκτός νόμου θυσιάζοντας οικογένεια, φίλους… στην αναζήτηση της δικαιοσύνης.
Παραλήρημα μεγαλείου, υποτίμηση της πραγματικότητας, μανία καταδιώξεως, κοινωνική δυσπροσαρμογή, έτσι παρουσιάζονται τα διαγνωστικά στοιχεία της «παράνοιας» (σύμφωνα με τον ορισμό του Κρέπελιν), που χαρακτηρίζει το ετερόδοξο άτομο. Αυτή η διαγνωστική εμφανίζεται επίσης σαν «σύστημα υπεράσπισης των κανόνων» που αποσκοπούν φανερά να αποδυναμώσουν τον λόγο-πράξη του ετερόδοξου, έναν λόγο που εξαιτίας της ετερότητας του κλονίζει πολλά επίπεδα σε επικίνδυνο βαθμό.
ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΕΡΕΙ Ο ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΣ;
Ο ετερόδοξος είναι «άλλος» στις αξίες που αναφέρεται, θέτει την αξία μιας ιδεώδους αρχής, πηγή του νοήματος, απέναντι σε πρακτικές που είναι λίγο πολύ πλειοψηφικές και τον εξευτελίζουν. Όποια κι αν είναι η φύση της ετεροδοξίας (πολιτική, θεσμική κ.λπ.), εισηγείται μια ηθική διάσταση μέσα στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο που δεν αποδέχεται το διαζύγιο ανάμεσα στο «πρέπει» και στο «είναι». Ιδεαλιστής, προστάτης των αδικημένων, είναι μια ζωντανή μομφή για κείνους που συμφωνούν, δηλαδή ανέχονται συμβιβασμούς με αξίες όπως το προσωπικό συμφέρον, η εξουσία… που είναι αιτίες εκφυλισμού της κοινωνικής λειτουργίας. Τονίζει αυτό το διαζύγιο σαν ανόμοιος μέσα στους όμοιους.
Ο ετερόδοξος είναι επίσης «άλλος» στην κοινωνική του διάσταση- με την ιδιότητα του κοινωνικού πράκτορα που προκαλεί μίαν «υπόθεση», με τις αντιδράσεις της εξουσίας (καταστολή, αποκλεισμός) και του κοινωνικού σώματος (συζητήσεις, συμπαραστάσεις) που προκαλεί, δείχνει στον καθένα ότι μπορεί να εγκαταλείψει την ιδιότητα του πιονιού για να γίνει κοινωνικός πράκτορας, όποια κι αν είναι η αρχική του θέση.
Τέλος είναι «άλλος» και με τη βέβηλη έκφραση του, παραβαίνοντας τους κανόνες, τους κώδικες δεοντολογίας και τις «καθιερωμένες αρχές» που εξασφαλίζουν αγαθές σχέσεις μέσα στην κοινωνία, ο λόγος-πράξη του ετερόδοξου είναι πάντα βέβηλος. Άρα, το άτομο ρίχνεται στην περιπέτεια της ετεροδοξίας μόνο όταν έχει βιώσει προσωπικά το ότι εν τέλει η ισχύουσα τάξη δεν του επέτρεψε καμιά έκφραση διεκδίκησης, το ότι όλοι οι θεσμοποιημένοι δίαυλοι και ο μεσολαβητικός λόγος είναι μπλοκαρισμένοι. Ο λόγος-πράξη του, συμβολικός, που έρχεται να δηλώσει δημόσια το διαζύγιο ανάμεσα στις πρακτικές και στις αρχές, είναι αναγκαστικά ένας λόγος που δεν περνά πλέον από τους δίαυλους, αλλά τους ξεπερνά, ένας λόγος του οποίου η αρχική μορφή παραβαίνει τις νόρμες και πλήττει όσους τις έχουν εσωτερικεύσει. Μέχρι σημείου μάλιστα ορισμένοι από εκείνους που συμπαθούσαν τον ετερόδοξο, για να επαληθεύσουν την αρχή ενάντια στον κανόνα, απορρίπτουν τη βέβηλη μορφή των λόγων.
ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΙΑ
Μπορούμε λοιπόν να σκεφθούμε ότι η ετεροδοξία θα έχει μια μικρή ή μεγάλη θέση μόνον σε σχέση με τα πολιτικά συστήματα και την άρχουσα ιδεολογία. Στα ολοκληρωτικά συστήματα, όπου οι δίαυλοι έκφρασης και διεκδίκησης δικαιωμάτων είναι παγιδευμένοι, η πολιτική ετεροδοξία μπορεί να εμφανισθεί και ν’ αναπτυχθεί μόνον όταν βρίσκει ένα βήμα για να εκραγεί δημόσια, να προκαλέσει συζητήσεις, συμπαραστάσεις και ταυτόχρονα πράξεις καταστολής.
Στα δημοκρατικά καθεστώτα —σαν κι εκείνο που γνωρίζει ο Σοφοκλής…— φαίνεται πως υπήρχαν αιτίες για ετεροδοξία —έστω κι αν αυτή η μορφή πάλης δεν μπορεί να προταθεί, λόγω του κόστους για το άτομο. Η θέση που δίνεται σε αυτή την ετεροδοξία, φαίνεται να εξαρτάται, ανάλογα με τις εποχές, από την αξία που αποδίδεται στην ιδιωτική ευτυχία ή στη δημόσια δράση —για να επαναλάβουμε τα λόγια του Άλμπερτ Χίρσμαν— δηλαδή στην απόφαση της Ισμήνης ή της Αντιγόνης…
Δεν θα ήταν αδόκητο λοιπόν αν διαπιστώναμε ότι, σε μια περίοδο που ο πολίτης αναδιπλώνεται στην ευτυχία και στα ιδιωτικά ενδιαφέροντα αντί να εξέρχεται σε δημόσια δράση, κανείς δεν θέλει να μιλάει στη Γαλλία για τις υποθέσεις που τροφοδότησαν το χρονικό της δεκαετίας του ’70 και των αρχών της δεκαετίας του ’80. Εντούτοις, κάποιες πληροφορίες στα ψιλά των εφημερίδων, όπως όσα σχετικά έγιναν γνωστά για τη «μαύρη βίβλο του ψυχιατρικού εγκλεισμού», γεννούν την υποψία ότι η απόρριψη του ετερόδοξου ως «παρανοϊκού» πραγματοποιείται τώρα πιο εύκολα και αποτελεσματικά. Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό, κυρίως η πρωτόγνωρη σιωπή των Μ.Μ.Ε. που κατέχουν παρά-ταύτα τη δύναμη να φέρουν μιαν «υπόθεση» στη δημοσιότητα. Κι όμως αυτά τα Μ.Μ.Ε. κώφευσαν και κωφεύουν αλλόκοτα στην ατομική φωνή, έστω κι αν ήταν έγκυρη πέρα για πέρα. Η έκρηξη δημοσιότητας για την υπόθεση του «μολυσμένου αίματος» το έτος 1992 ήταν υπ‘ αυτήν την έννοια εντελώς συμπτωματική.
Αν δεχθούμε ότι πίσω από τους θεσμούς υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι και μόνον άνθρωποι, τότε κάθε δημοκρατική κοινωνία —όποια κι αν είναι η επεξεργασία των θεσμών για να τους καταστήσει ικανούς να ανταποκριθούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει— έχει συμφέρον να μην καταπνίξει τον λόγο του ετερόδοξου ατόμου. Οφείλει επίσης να μάθει να αναγνωρίζει μεταξύ των λογοκλοπιών, τον βέβηλο λόγο, ο οποίος έρχεται να πλήξει κώδικες και κανόνες για να την επαναφέρει στην τάξη των αρχών από τις οποίες εκπηγάζει. Αντί λοιπόν να απορρίπτει ως «ιερόσυλο», «αιρετικό» ή «παρανοϊκό» -ανάλογα με τις εποχές-, η κοινωνία έχει αντίθετα κάθε συμφέρον να δώσει μια τιμητική θέση σε αυτόν τον διαρκώς «άτοπο» λόγο.