Μας χωρίζει ο Ελληνισμός

Μας χωρίζει ο Ελληνισμός
Στυλιανός Αρίστων Κοροβίλας,
17 Βοηδρομιών του 3ου έτους της 698. Ολυμπιάδας / 1 Οκτωβρίου 2.105

Είμαστε Έλληνες

Το τελευταίο καιρό διαβάζω πολλά άρθρα στο διαδίκτυο για τον λεγόμενο «Δωδεκαθεϊσμό» και την υποτιθέμενη «μανία» των Ελλήνων με την Ορθοδοξία. Σ’ αυτά τα κείμενα, γραμμένα από διαφορετικούς ανθρώπους, ανακύπτουν τακτικά οι ίδιοι προβληματισμοί, γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε μια ανακαιφαλαίωση των προβληματισμών και ενστάσεων.
Οι εθνικοί Έλληνες, ή «
δωδεκαθεϊστές» όπως μας αποκαλούν, διχάζουν το έθνος, λένε. Θέλουμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο, αγνοούμε πως οι Ήρωες του 1.821 ήταν χριστιανοί και πως η εκκλησία διαφύλαξε την εθνική συνείδηση στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αγαπάνε βέβαια κι αυτοί τον «αρχαίο» ελληνικό πολιτισμό, αλλά δε θέλουν να τους γυρίσουμε στο παρελθόν. Έλληνες είναι οι μεν και οι δε, εξάλλου Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι, ας μη χωριζόμαστε λοιπόν σε διαφορετικές ομάδες, η θρησκεία δεν έχει σχέση με τον πολιτισμό. Είμαστε όλοι Έλληνες, λένε.
Διαβάζοντας κανείς αυτά τα κείμενα δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι γράφτηκαν από θρησκευόμενους Ρωμιού.
Το δηλώνει η οπτική τους. Πιστεύουν ακόμα στους εθνικούς θρύλους που διδάχθηκαν στα ρωμαίικα σχολεία και έχουν, όπως όλα τα κρατικά έθνη, μια δυϊστική αντίληψη του πολιτισμού, δηλ. διασπούν τον εθνισμό στα συστατικά του στοιχεία (που κατ‘ αυτούς εξάλλου είναι άσχετα μεταξύ τους), στην περίπτωση μας την ευσέβεια ή «θρησκεία» και την πολιτισμική συνείδηση, που σε όλα τα πολιτισμικά έθνη αποτελούν ενότητα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Α. Οι «δωδεκαθεϊστές»
Δεν υπάρχουν «
δωδεκαθεϊστές». Είναι μια άκυρη ονομασία που ουσιαστικά δεν λέει τίποτα. Είναι ένας όρος, με τον οποίο προσπαθεί να μας προσδιορίσει η νεο-ρωμαίικη κοινωνία. Λεγόμαστε «Έλληνες» και ο εθνισμός μας ονομάζεται «Ελληνισμός». Οι δύο αυτοί όροι είναι αρχαίοι, ο πρώτος ορίζει όσους ανήκουν στο ελληνικό έθνος και ο δεύτερος περιγράφει το ελληνικό έθος (γλώσσα, θρησκεία, τρόπος ζωής). Έτσι ονομαζόμασταν πριν και μετά την εθνοκτονία μας, όταν η λέξη «Έλλην» είχε πλέον ταυτιστεί με τον όρο «εθνικός». Τα πράγματα άλλαξαν όταν οι Ρωμιοί, ήτοι οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί, ίδρυσαν ένα δικό τους κράτος στον ελλαδικό χώρο και ιδιοποιήθηκαν το όνομα «Έλληνες» και «Ελλάς».
Έφτιαξαν μια καινούρια εθνική συνείδηση και έγραψαν μια καινούρια ιστορία, η οποία παρουσιάζει την Ρωμιοσύνη ως τη συνέχεια του Ελληνισμού. Ιδεολογικοποίησαν την Ιστορία του Ελληνικού έθνους, την ιδιοποιήθηκαν για να αποκτήσουν εθνική συνείδηση και για να χτίσουν μια «
ελληνική» παιδεία, στα πλαίσια της οποίας ομογενοποίησαν τον πλυθησμό του νέου κράτους. Από το 1.830 άρχισαν να ενσωματώνουν την ορθοδοξία στη νέα «ελληνική ταυτότητα» και, υπό την επιρροή της δυτικής ιδεολογίας του εθνικισμού, να ταυτίζουν τους «Έλληνες» και τον «Ελληνισμό» με το νέο «ελληνικό κράτος». Ο απλός λαός είχε βέβαια επίγνωση της ρωμαίικης συνείδησης του και, όπως κατέγραψε ο Ι. Κακρίδης, συνέχιζε μέχρι τον 20ο αιώνα να νομίζει, ότι οι Έλληνες ήταν γίγαντες, που αφού έπεφταν κατά γης, δεν μπορούσαν άλλο να σηκωθούν (γι‘ αυτό και εξαφανίστηκαν), κακοί άνθρωποι που σφάχτηκαν από τον αρχάγγελο του θεού, ή πρόγονοι των «φράκγων» που θεόσταλτα κουνούπια με σιδερένιες μύτες τους εξαφάνησαν από προσώπου γης. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν οι Ρωμιοί να αυτοπροσδιορίζονται ως «Έλληνες». Έκτοτε θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες, κληρονόμους του Ελληνισμού, τον οποίο μάλιστα ταυτίζουν με τη Ρωμιοσύνη, και να μεταφράζουν τον «Έλληνα» με «Ρωμιό», να εννοούν με «Ελληνισμό» τη Ρωμιοσύνη, με «Ελλάς» το κράτος τους και με «Έλληνες» τους εαυτούς τους. Τελικά πίστεψαν ότι είναι «Έλληνες». Μόνο που με τον όρο «Ελληνισμός» δεν εννοούν τον ιστορικό ελληνικό πολιτισμό ή εθνισμό, αφού η λέξη έχασε προ πολλού το νόημα της, αλλά την ιδεολογικοποιημένη ιστορία και φανταστική ενότητα Ελληνισμού και Ρωμιοσύνης: τον «Ελληνοχριστιανισμό». Αυτή η ιδεολογία κατασκευάστηκε από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο και ρυθμίζει μέχρι τις μέρες μας την πολιτική ζωή της χώρας.

Β. Το ελληνικό έθνος
Οι Έλληνες είναι ένα έθνος, μια ομάδα ανθρώπων με κοινό έθος, ως εκ τούτου, Έλληνες είναι οι μετέχοντες του ελληνικού έθους, το οποίο περιλαμβάνει την γλώσσα, την θρησκεία και τον τρόπο ζωής του συγκεκριμένου έθνους (Ηρόδ., 8.144). Αυτά τα στοιχεία χάρισαν στους Έλληνες, όπως και σε κάθε άλλο πολιτισμικό έθνος, το ιδιαίτερο διανοητικό τοπίο τους. Τα κρατικά έθνη από την άλλη, διαμορφώθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα και ομογενοποιήθηκαν σύμφωνα με την εθνικιστική ιδεολογία. Τα λεγόμενα κράτη-έθνη ιδιοποιήθηκαν τα ονόματα των εθνών, που κατοικούσαν στο χώρο εντός των συνόρων τους, έραψαν την ιστορία τους επάνω στην πολιτισμική ιστορία εκείνων των εθνών, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν κληρονόμους των τελευταίων και θεωρούν απειλή την διαφορετικότητα και την προσπάθεια παλινόρθωσης της φυσικής τάξης της εθνόσφαιρας, πάει να πεί την ανομογένεια μέσα και ανάμεσα στα έθνη («
διχασμός»). Αυτό ισχύει ιδίως για το ρωμαίικο ή «νεοελληνικό» κράτος, το οποίο ιδιοποιήθηκε μεν το όνομα Ελλάς, αλλά όχι τον Ελληνισμό. Ένα κράτος που ομιλεί μεν την ελληνική, αλλά συμπεριφέρεται ρωμαίικα. Που θέλει το όνομα Ελλάς, αλλά όχι τον Εθνισμό της. Που θέλει να αποκαλεί τους υπηκόους του Έλληνες, αλλά δεν τους θέλει Έλληνες. Ένα κράτος, στο οποίο ο καθένας μπορεί να ονομάζεται Έλληνας, αρκεί στις φλεβες του να κοιλάει υποτίθεται αίμα ελληνικό, να ασπάζεται την ορθοδοξία, να ομιλεί την ελληνική γλώσσα ή να είναι υπήκοος ενός κράτους που λέγεται «ελληνικό». Είσαι ωραίος όταν λέγεσαι Έλληνας, όμως προβληματικός όταν είσαι Έλληνας. Το γεγονός ότι Έλληνες όπως λ.χ. ο Θαλής, Αίσωπος, Πορφύριος ο Τύριος, Ιάμβλιχος υπήρξαν Έλληνες, χωρίς να έχουν γεννηθεί από Έλληνες ή ότι πολλοί τούρκοι μουσουλμάνοι, καθολικοί χριστιανοί θεολόγοι κ.ά. μιλούν μεν ελληνικά, όμως δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες, δεν φαίνεται να προβληματίζει τους ταυτίζοντες το έθνος με το κράτος. Ο πατριάρχης Σχολάριος μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, δεν θεωρούσε όμως ότι ήταν Έλληνας. Απλά ήταν ένας ελληνόφωνος ρωμιός, τίποτα άλλο. Το ίδιο ο Κοσμάς Αιτωλός: «δεν είσθενε Ἕλληνες, δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί, άθεοι, ἀλλ’ […] είσθενε τέκνα καὶ θυγατέρες του Χριστου μας» («Κοσμάς Αιτωλός», Ἐκδ. Ὀρθ. Φιλανθρ. Ἀδελφ. 1959, σελ. 6). Ο Αθανάσιος Πάριος έγραψε στα ελληνικά: «Τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἄξιον περιφρονήσεως καὶ ταλανισμοῦ, ὄχι διότι τὸ ἔλειψαν οἱ Ἡράκλειτοι, οἱ Πυθαγόρες, οἱ Πλάτωνες καὶ οἱ Ἀριστοτέλεις καὶ οἱ τοιοῦτοι ἄλλοι μετεωρολέσχαι (= ανοητολογούντες), ἀλλὰ διατὶ ἔλειψαν οἱ Ἀθανάσιοι, οἱ Βασίλειοι, οἱ Κύριλλοι» (Α. Πάριος, «Ἀντιφώνησις», Τεργέστη 1802). Όλοι αυτοί ήταν ελληνόφωνοι Ρωμιοί, ή, αν θέλετε, Έλληνες ως προς την γλώσσα, αλλά όχι ως προς το έθος. Άρα δεν ήταν μέλη του ελληνικού έθνους. Το ίδιο ισχύει για την μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, άλλωστε το δηλώνουν οι ίδιοι άθελα τους, κάθε φορά όταν αρνιούνται την εθνοκτονία των Ελλήνων, την αυτονομία του ελληνικού πολιτισμού ή όταν αποκαλούν τους Έλληνες «ειδωλολάτρες», φανερώνοντας έτσι την υπάρχουσα έλλειψη κατανόησης της Ελληνικής θρησκείας και την ξένη προς τον ελληνισμό αντίληψη τους («ειδωλολάτρες»), δηλαδή αντικρίζουν τους Έλληνες «απ’ έξω», από μία οπτική γωνία εκτώς των τειχών του ελληνισμού.
Έχουνε μια εικόνα για τον εαυτό τους και εμείς μία άλλη για τον εαυτό μας, ο,τιδήποτε άλλο θα σήμαινε αφομοίωση. Όμως όλα αυτά δεν φαίνεται να απασχολούν το «
ελληνικό» κράτος, μάλλον δεν εδιδάχθηκε την διαφορά μεταξύ πολιτισμικών και κρατικών εθνών, ούτε ενδιαφέρεται για το πως νοούσαν οι πραγματικοί, αρχαίοι Έλληνες το έθνος. Κατανοητό. Για εμάς τους εθνικούς Έλληνες ο ελληνισμός είναι ένας εθνισμός. Εάν ο εθνισμός μας είναι ελληνικός, δηλ. προέρχεται από το ίδιο το έθνος των Ελλήνων, και δεν είναι απλώς κάτι που επικράτησε και ιδιοποιήθηκε το όνομα των Ελλήνων προτού 200 χρόνια, είμαστε Έλληνες, είτε είμαστε υπήκοοι του «ελληνικού» κράτος, είτε ενός άλλου. Στην αντίθετη περίπτωση δεν είμαστε Έλληνες, αλλά φορείς ενός διαφορετικού έθους, ασχέτως αν είμαστε λ.χ. υπήκοοι ενός σύγχρονου κράτους, που για δικούς του λόγους θέλει να λέγεται ελληνικό (υπό την λογική, ότι εκτείνεται σε ελληνικό έδαφος και οι υπήκοοι του ομιλούν την ελληνική), ασχέτως αν λεγόμαστε Έλληνες, πιστεύουμε στην «ελληνοχριστιανική» ιδεολογία του ρωμαίικου εθνοκράτους και φέρουμε την από αυτό πλασμένη εθνική ταυτότητα, στην οποία ενσωματώθηκε σταδιακά η ορθοδοξία από το 1.830 και μετά. Ασχέτως αν έχουμε ή δεν έχουμε σχέση με ένα κράτος που θέλει να λέγεται ελληνικό, αφού τα πολιτισμικά έθνη δεν ταυτίζονται με εθνοκράτη, τα σύνορα και τις υπηκοότητες τους, που στην τελευταία ανάλυση αποτελούν αποτέλεσμα μιας νεωτερικής δυτικής ιδεολογίας: του εθνικισμού.

Γ. Πίσω στο χρόνο;
Δεν θέλουμε να γυρίσουμε κανέναν Ρωμιό στον ελληνισμό, απλά διαφοροποιούμαστε από τη Ρωμιοσύνη και μαχόμαστε για επανιθαγενοποίηση (Re-Indigenization), για όσους το επιθυμούν. Δε γυρίζουμε πίσω στο χρόνο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, απλά επιστρέφουμε στην ελληνική παράδοση. Δεν αντικαταστήσαμε τον τριαδικό γιαχβέ με τον δία, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Δεν εγκαταλείψαμε μόνο την ορθόδοξη πίστη, αλλά το πλαίσιο στο οποίο αυτή στηρίζεται. Γυρίσαμε την πλάτη μας στο φαντασιακό του κατακτητή, μαζί με αυτό και στη θρησκεία, νοοτροπία και στις αγκυλώσεις του. Δεν αρκεί να φύγει κανείς από την εκκλησία, πρέπει επίσης να την ξεριζώσει από την νοόσφαιρα του. Αλλιώς παραμένεις ο ίδιος άνθρωπος, πια όχι άλλο χριστιανός όσον αφορά το θρησκευμά, αλλά χριστιανός στην σκέψη. Εμείς που επιλέξαμε το μονοπάτι του ελληνισμού δεν παλινορθώνουμε μόνο το ελληνικό έθνος, αλλά την ίδια την εθνόσφαιρα. Και εδώ είναι το «
πρόβλημα». Η πολυμορφία και πολλαπλότητα είναι θεσμοί της φύσεως, χαρακτηριστικά τόσο της βιόσφαιρας, όσο της εθνόσφαιρας. Είναι λογικό να «ενοχλούν» όσοι επιδιώκουν την επανιθαγενοποίηση της μισοκατεστραμμένης εθνόσφαιρας, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε την παλινόρθωση της φυσικής τάξης της ανομοιογένειας και τον τερματισμό της ομοιογενοποίησης, η οποία οδήγησε στην ίδρυση των εθνοκρατών και κρατικών εθνών. Είναι επίσης λογικό να «ταράζουν» τα κινήματα επανιθαγενοποίησης τόσο την υπάρχουσα πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, όσο τις ιδεολογίες και θρησκείες της ομοιογενοποίησης. Και είναι επίσης λογικό να «διχάζουν» τους «ιεραπόστολους» των και τις ιδεολογίες και θρησκείες που συντελούν την ομοιογενοποίηση (= εθνικισμός, λενινισμός, χριστιανισμός, ισλάμ). Ας «διχάζονται» λοιπόν οι ακόλουθοι της ομοιογένειας απέναντι στην επανεμφάνιση των εθνικών παραδόσεων, αυτοί μπέρδεψαν τις ιδεολογίες τους με τη φύση, εμείς απλώς υπακούμε στους νόμους της όπως το διδαχθήκαμε από τους πραγματικούς, αρχαίους Έλληνες («ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΗΝ»). Το σημείο σύγκρουσης του εθνισμού και των εθνικών θρησκειών με τον εθνικισμό και τον μονοθεΐσμό δεν είναι λοιπόν η θρησκεία, αλλά ο καθημερινός τρόπος ζωής και η αντίληψη του κόσμου, που διαμορφώνουν όχι μόνο τον χαρακτήρα του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως εκείνον της κοινωνίας του. Αυτόν τον τρόπο ζωής («έθος») θέλουμε να φέρουμε πίσω. Μαζί με το έθος θα επιστρέψει και το έθνος μας. Διότι τα πολιτισμικά έθνη υπάρχουν μόνο, όσο υπάρχει το έθος τους. Αυτό το έθος τα διαχωρίζει από όλα τα άλλα έθνη, είναι η ιδιαιτερότητα τους. Η υπόσχεση για επιστροφή μετά από καταστροφές, εθνοκτονίες και διωγμούς. Σε περίπτωση που το έθος ενός έθνους είναι ανιχνεύσιμο και μπορεί να παλινορθωθεί, είναι η παλινόρθωση του ίδιου του έθνους εφικτή. Το 1.821 δεν έφερε το ελληνικό έθνος πίσω, ούτε το απελευθέρωσε. Απλά τα ελληνόφωνα χριστιανικά μέλη του ρουμ μιλλέτ, που ύστερα ονομάστηκαν Έλληνες, απελευθερώθηκαν από την αυθαιρεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ίδρυσαν δικό τους κράτος πάνω σε ελληνικό έδαφος. Οι εκβυζαντινισμένοι χριστιανοί έδωσαν μάχη για την ανεξαρτησία τους και απελευθερώθηκαν από την οθωμανική αυτοκρατορία. Άλλαξε κάτι για τους Έλληνες; Οι Έλληνες είμαστε μέχρι σήμερα ένα κατακτημένο έθνος. Και οι Έλληνες δώσαμε την δική μας μάχη για την ελευθερία, όμως δεν μπορέσαμε να αποτινάξουμε το ζυγό του Ρωμιού κατακτητή, ήτοι της ορθόδοξης θεοκρατίας, ώστε η χώρα μας να βρίσκεται μέχρι σήμερα υπό κατοχή. Έλληνες ήμασταν ούτως ή άλλως, η ίδρυση ενός ρωμαίικου κράτους με ελληνικό όνομα δεν άλλαξε κάτι σ’ αυτό. Ο «χρόνος» δεν υπήρξε ποτέ το πρόβλημα μας. Εξάλλου δεν είναι η δική μας συμπεριφορά που θυμίζει περασμένες εποχές.

Δ. Ελληνισμός ως εναλλακτική
Με τον όρο «
Ελληνισμός» εννοούμε μόνο τον Ελληνισμό, τον εθνικό, όπως τον ονομάζουμε για να τον οριοθετήσουμε, προστατεύοντας τον ελληνικό εθνισμό από τις εφευρέσεις του Ζαμπέλιου και Παπαρρηγόπουλου. Για κάποιους ο Ελληνισμός είναι αρχαιότητα, άρα δεν τους αφορά, όμως για εμάς είναι ο πολιτισμός μας. Τα κτίσματα του «σύμβολα» ενός εθνοκράτους για κάποιους, για εμάς ιερά των θεών μας. Η ελληνική ιστορία συνεχίζεται για κάποιους σύμφωνα με τα γούστα του κ. Παπαρρηγόπουλου, για εμάς στις σελίδες του Σάθα. Είναι ξεκάθαρο, ότι τα συμφέρονται των Ελλήνων στο έθος είναι διαφορετικά από εκείνα των Ελλήνων στην υπηκοότητα. Δεν έχουμε την διάθεση να πείσουμε κανέναν, ούτε μπερδεύουμε την θεοκρατία και τους υποστηρικτές της με τον απλό κόσμο. Ούτε θέλουμε να μεγαλουργήσουμε, μας αρκεί που υπάρχουμε. Δεν θέλουμε το κακό κανενός, εμείς αγωνιζόμαστε για το καλό του ελληνισμού και των εθνικών παραδόσεων, χωρίς όμως να βλάπτουμε άλλες παραδόσεις ή την προσωπική πίστη των ανθρώπων, κι ας εναντιονόμαστε κατά των μηχανισμών εξουσίας και τις μεταμφιεσμένες σε κράτος εν κράτη θεοκρατίες και τα ιερατεία τους. Ξεκαθαρίζουμε όμως ότι δεν πρόκειται να κάνουμε πίσω, αλλά θα παλέψουμε για τα δικαιώματα και αιτήματα μας μέχρι τελευταίας στιγμής. Υπάρχουμε και μαχόμαστε για Επανελλήνιση. Γνωρίζαμε τις συνέπειες όταν επιλέξαμε το μονοπάτι του Ελληνισμού. Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Εξ άλλου δεν γίνεται και διαφορετικά, αφού ο ελληνικός εθνισμός εκπροσωπεί έναν διαφορετικό κόσμο και έρχεται αυτομάτως σε ρήξη με τον σύγχρονο, ταυτόχρονα όμως είναι μία αυθεντική εναλλακτική απέναντι στην «δύση», στην ανατολή, στην Ρωμιοσύνη, στις ιδεολογίες και στα νέα θρησκευτικά κινήματα τους. Ο Ελληνισμός είναι ένας Εθνισμός, ένας τρόπος ζωής. Άρα, ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τις συγκρούσεις και ταραχές, θα ήταν να πάψει να υπάρχει. Επειδή όμως αυτό δεν πρόκειται να γίνει, αφού οι καιροί δεν είναι άλλο ευνοΐκοί για διωγμούς, πρέπει κάποιοι επιτέλους να συμβιβαστούν με την ιδέα της πολυφωνίας και διαφορετικότητας. Επανήρθαμε για να μείνουμε.