Διαμαντής Κούτουλας: Το Βυζἀντιο έναντι των Ελλήνων Εθνικών, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη: Διον, 2002.
Βιβλιοκριτική του Στυλιανού Αρίστων Κοροβίλα.
Βαθμολογία: 3/5.
Το βιβλίο “Το Βυζἀντιο έναντι των Ελλήνων Εθνικών” του φιλολόγου Διαμαντή Κούτουλα είναι από τα λίγα που εξετάζουν τον διωγμό των ελλήνων από τους εκχριστιανισμένους ρωμαίους από τον 4ο εως τον 6ο αιώνα μ.α.χ.χ. Το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά στην αρχή δίσταζα να το παραγγείλω εξαιτίας του γεγονός ότι ο κ. Κούτουλας διάλεξε στο παρελθόν τις εκδόσεις “Νέα Θέσις” για την δημοσίευση ενός βιβλίου του. Αλλά αφού έμαθα πως πήρε μέρος στο Α΄ Συνέδριο Ελληνικής Προϊστορίας στη Γερμανία (“1994”), κέρδισε το ενδιαφέρον μου.
Τώρα που το διάβασα μπορώ να πω ότι η εργασία του είναι χρήσιμη για την ανίχνευση της ελληνικής εθνοκτονίας. Ήδη στην αρχή του βιβίου, στο εισαγωγικό σημείωμα εξηγεί ότι “με τον όρο ‘Έλληνες Εθνικοί’ εννοούνται οι Ελληνικοί Πληθυσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που παρέμειναν πιστοί στο Δωδεκάθεο” (σελ. 9). “Ο Χριστιανισμός, ως ιδεολογικό τέκνο του Ιουδαϊσμού, διατήρησε το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου ‘εθνικός’, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την Ιουδαϊκή θρησκευτική εννοιολογία.” (αυτόθι). Όπως λέει ο ίδιος, περιορίζεται στην αυτοκρατορική πολιτική του βυζαντίου έναντι του ελληνισμού, αν και η αυτοκρατορική πολιτική δρούσε υπό την σκιά της εκκλησίας, όπως κατέδειξε ο γερμανός ιστορικός Ντέσνερ.
“Το ιστορικό Συμπέρασμα που προκύπτει από την ιστορική έρευνα των πηγών της Βυζαντινής Περιόδου μεταξύ του 4ου και 6ου αι. μ.Χ. μπορεί εκ προοιμίου να συνοψισθεί στα εξής: Η πλειοψηφία των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας καθώς και μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου παρέμεινε πιστό στο Δωδεκάθεο, στη λατρεία της Ίσιδας, του Σέραπι ή στον Μιθραϊσμό και μόνο δια πυρός και σιδήρου απαρνήθηκε την πατρογονική πίστη του […].” (σελ. 10). Πολλοί απ’ τους “υπόλοιπους” είχαν “ασπασθεί τον Χριστιανισμό για καθαρά βιοποριστικούς λόγους κυρίως” (σελ. 91). Οι πηγές στις οποίες βασίζεται ο συγγραφέας είναι στην πλειοψηφία τους ελληνικές, αρχαίες και σύγχρονες (Άννα Δημητρίου, Κυριάκος Σιμόπουλος, Παπαρρηγόπουλος, Ζώσιμος, αλλά και Τερτυλλιανός, Ιωάννης της Εφέσου, Ευσέβιος Καισαρείας κ.ά.). Το Βυζάντιο διέπραξε μεγάλες θηριωδίες κατά των Ελλήνων, λ.χ. βάφτισε ο Ιωάννης της Εφέσου “δια της βίας” 70.000 “ειδωλολάτρες” της Μικρασίας και ο “άγιος” Πορφύριος προχώρησε το 401 “στην γενοκτονία όλων των Ελλήνων κατοίκων της πόλεως Γάζας στην Παλαιστίνη” (Πασχάλιον Χρονικόν, 402).
Μολονότι ο συγγραφέας συγκεντρώνεται στην πολιτική εθνοκτονίας των ελλήνων από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα, αναφέρεται και στο διωγμό του Ελληνισμού μετά τον 6ο αιώνα, λ.χ. γράφει για την κατάσταση στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα και την δολοφονία του μαθητή του Πλήθωνος και πρώην-χριστιανού Ιουβενάλιου, κατηγορηθέντας “επί ελληνισμώ” (σελ. 30). Το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με την βυζαντινή “ιερά εξέταση”. Ακολουθούν οι Νόμοι κατά των Εθνικών (76-89).
Ενώ ο συγγραφέας γνωρίζει για την εθνοκτονία του ελληνισμού, ισχυρίζεται ότι ο ελληνισμός δεν απεβίωσε ιστορικά “χάρις στην συνέχεια της γλώσσας” και ότι “στην βυζαντινή λειτουργική επιβίωνε η αρχαία δραματική τέχνη”. Ο κ. Κούτουλας μας λέει ότι ο ελληνισμός επεβίωσε μέσα στην εκκλησία, αφού αυτή κράτησε την “ουσία της ελληνικής ταυτότητας” ζωντανή: την γλώσσα. Για όλα αυτά όμως δεν φέρνει ούτε μία πηγή, επίσης μπερδεύει τον αναγνώστη διότι ο επίλογος συγκρούεται με το υπόλοιπο βιβλίο. Αν η γλώσσα είναι η ουσία της ελληνικής ταυτότητας, τότε πρέπει ο Γεννάδιος να ήταν έλληνας, το ίδιο χιλιάδες καθολικοί θεολόγοι ανά τον κόσμο κτλ. Η γλώσσα ανήκει σίγουρα στον σκληρό πυρήνα μίας εθνικής ταυτότητας, αλλά το ίδιο ισχύει για το έθος και τη λατρεία των εθνικών θεών του εκάστοτε έθνους, μιας και τα πολιτισμικά έθνη δεν διαχωρίζουν την κουλτούρα από τη θρησκεία τους. Τα πραγματικά, πάει να πεί φυσιολογικά αναπτυγμένα -και όχι ιδρυμένα- έθνη χαρακτηρίζονται από ένα ιδιαίτερο έθος, όχι μόνο από την σκοπιά της σύγχρονης εθνολογίας, αλλά και στην αντίληψη των πραγματικών, αρχαίων Ελλήνων (Ηρόδοτος, 8.143-8.144, Απολλώνιος Τυανεύς επιστολή “Ίωσιν”). Οπότε το συμπέρασμα του συγγραφέα δεν είναι λογικό και έρχεται μάλιστα σε σύγκρουση με όσα είχε γράψει πριν.
Κατα τ’ άλλα αποτελεί το βιβλίο μια καλή εισαγωγή σ‘ αυτό το δύσκολο και αποσιωπημένο θέμα.